Τον ακούτε καθημερινά το πρωί στον Εν Λευκώ, ενώ από χθες εμφανίζεται ως Καβάφης στο θέατρο Δημήτρης Χορν. Ο χειμαρρώδης Τζουμ ντε λα Τζουμ ντε λα Φουέντες, κατά κόσμον Κωνσταντίνος Τζούμας, ονειρεύεται την αμφιτοπία, δηλώνει πως «δεν με τρομάζουν τα λάθη μου», θυμάται «στη Νέα Υόρκη, όπου έβλεπα διάφορες διασημότητες τη μια βραδιά να λάμπουνε και την άλλη να είναι Βατερλό υπαρξιακό» και αναρωτιέται «Τι να τις κάνεις τις δάφνες και τους επαίνους σε ακαδημίες γραμμάτων και τεχνών, όταν δεν έχεις καμία θέση στο κρεβάτι κανενός».
Ανοιξη – Αμφιτοπία: «Η Ελλάδα από άνοιξη… Μπα… Πολλές ανοίξεις, απατηλές, όμως. Εξαπατήθηκαν οι άνθρωποι που πίστεψαν σε διάφορες ανοίξεις και είχαν μεγάλες προσδοκίες. Ας μιλήσουμε καλύτερα για την αμφιτοπία, την ιδιότητα σύμφωνα με την οποία μπορείς να είσαι σε δύο ή και τρία μέρη ταυτόχρονα. Είναι από το πιο συναρπαστικά και γοητευτικά πράγματα που θα μπορούσαν να μας συμβούν σε αυτή τη ζωή».
Βλέπω – Βαδίζω: «Βλέπω και βαδίζω μέσα σε μια πόλη σε έναν καθημερινό δρόμο μετ’ εμποδίων, ‘ενάντια στη μέρα’, όπως θα έλεγε και ο Τόμας Πίντσον, για να πάω να κάνω τη ραδιοφωνική μου εκπομπή στον Εν Λευκώ με αισιοδοξία, ότι -και καλά- η ζωή μπορεί να είναι υποφερτή, έως και ωραία, αλλά είμαι ανάμεσα σε φυλές ανθρώπων που είναι αγανακτισμένοι, γεμάτοι θυμοί, μερικοί φορούν κουκούλες, άλλοι είναι αντιεξουσιαστές, άλλοι δυσαρεστημένοι ΠΑΣΟΚ που έχασαν τα προνόμιά τους, άλλοι καταληψίες, άλλοι έχουν εμμονή με την παραβατικότητα και την ψυχωσική εκτροπή. Ανάμεσα σε όλους αυτούς τους τύπους, υπάρχεις και εσύ που δεν είσαι με κανένα άκρο –ο υπέροχος Ηράκλειτος έχει πει για τα άκρα: ‘τα αντίθετα, τα αυτά’- πρέπει να κάνεις τη δουλειά σου, να κάνεις το σωστό, ενώ όλοι παραβαίνουν τα πάντα. Δεν θέλεις να παραβείς έναν όρκο που έχεις δώσει για τη δουλειά σου. Γιατί, εντελώς συμπωματικά, αγαπώ πολύ αυτό που κάνω, και το ραδιόφωνο και το θέατρο».
Γεννήθηκα: «Στη Νίκαια -όχι της Γαλλίας, αλλά του Πειραιά. Οι δικοί μου μου έλεγαν ότι γεννήθηκα, ενώ χτυπούσαν οι καμπάνες της λευτεριάς. Δεν έγινε ακριβώς η απελευθέρωση της Αθήνας στις 30 Αυγούστου που γεννήθηκα, αλλά λίγο αργότερα. Ένα άλλο χαριτωμένο που μου έλεγαν, επειδή από μικρός έδειχνα κάθε άλλο παρά Έλληνας, ήταν: ‘με Ιταλό σε έκανε η μαμά σου;’. Το σπίτι μας, ένα όμορφο διώροφο, είχε καταληφθεί επί Κατοχής από Ιταλούς και Γερμανούς, εξ ου και το προηγούμενο ευφυολόγημα. Τέλος, επειδή από μικρός δεν έπαιρνα δράμι -απεχθανόμουν τα φασολάκια με τις κλωστές, τις μπάμιες με τη γλίτσα, τα κολοκυθάκια με τα γένια, τις μελιτζάνες με την πίκρα- η γιαγιά μου με έλεγε ‘μονάντερο’. Α, ο Πειραιάς ήταν σαν σκηνικό όπερας, όταν ήμουν παιδί. Υπέροχα σπίτια, δρόμοι, αλάνες που παίζαμε. Μετά, χάθηκαν όλα. Οι φίλοι μου μετά φύγανε και αυτοί. Πήγανε στα βόρεια προάστεια, επειδή το ήθελαν οι γυναίκες τους, επειδή ‘έχει υγρασία ο Πειραιάς’, όπως έλεγαν. Ε, καλά, εγώ ένα όμορφο σπίτι στην Καστέλα δεν θα το άφηνα για όλα τα βόρεια προάστεια!».
Δήθεν: «Πολύ, πάρα πολύ δήθεν. Όμως, έλα να σου πω, το δήθεν εμπεριέχει μια παράσταση. Δίνεις μια παράσταση για τους άλλους, για να δείξεις ότι είσαι κάτι άλλο από αυτό που νομίζεις ότι είσαι, γιατί δεν αντέχεις αυτό που είσαι. Πάρα πολλά όμορφα πράγματα, όμως, ξεκίνησαν από κάτι δήθεν, για να καταλήξουν σε κάτι ουσιαστικό. Για παράδειγμα, από πολύ μικρός, ντυνόμουν ιδιαίτερα, για να κάνω εντύπωση στα κορίτσια. Μετά, διαπίστωσα ότι αυτό το στυλ κρατούσε σε απόσταση τους κανίβαλους, του ατσούμπαλους και τους ΚΔΟΑ -τους τύπους με την κτηνώδη δύναμη και την ογκώδη άγνοια- οπότε, το διατήρησα αυτό το δήθεν που κάποτε ξεκίνησα επιπόλαια και ανάλαφρα, γιατί με περιχαρακώνει και με προστατεύει από διάφορες δυσάρεστες καταστάσεις».
Ερωτας: «Εχεις δίκιο, όλοι εκεί, στο ερωτικό κομμάτι, θέλουν να δικαιωθούνε. Τι να τις κάνεις τις δάφνες και τους επαίνους σε ακαδημίες γραμμάτων και τεχνών και να μην έχεις καμία θέση στο κρεβάτι κανενός; Στον έρωτα, όλοι θέλουν να θριαμβεύσουν. Ε, δεν είμαστε και πάντα τόσο τυχεροί. Κάποιες φορές μια κάποια συμπαντική αρμονία μας φέρνει κοντά σε ανθρώπους που μας ελκύουν και συμπορευόμαστε. Βέβαια, όπως λέει και ένας φίλος ποιητής: ‘ε, ο έρωτας είναι και μια διεθνής ημικρανία’».
Ζαχαρώνω: «Είμαι κατά των γλυκών. Η ζάχαρη δεν μου άρεσε ποτέ. Μου αρέσουν τα ξινά, τα στυφά, τα αλμυρά, τα πιπεράτα. Όχι τα γλυκά».
Ήμουν: «Ποτέ δεν ήξερα και ούτε θέλω να μάθω τι ακριβώς ήμουν ή είμαι. Πάντα μου άρεσε το φλου, να πηγαινοέρχομαι ανάμεσα σε πράγματα και καταστάσεις, to go with the flow. Κάπως βαριέμαι τις βεβαιότητες. Κάπως δεν μπορώ να υποφέρω το απόλυτο, το παγιωμένο».
Θάνατος: «Δεν έχω φλερτάρει ποτέ με τον θάνατο. Ούτε φόβο θανάτου είχα. Οταν με είχαν ρωτήσει τι μουσική θα ήθελα να παίζει στην κηδεία μου, είπα το ‘Knock, knock, knock on heaven’s door’! Φυσικά, σε εκτέλεση Bob Dylan. Μα, δεν έχω καν καταλάβει πως έχω φτάσει σε αυτή την ηλικία που είμαι τώρα, από πλευράς χρόνου. Φυσικά, έχω υποστεί τη λεηλασία του χρόνου. Παραδέχομαι, καμιά φορά, πως οι πτήσεις του γλυκού πουλιού της νιότης ήταν πολύ υψηλές και ζωηρές, ενώ τώρα πιο γειωμένες, αλλά έχω μάθει να ανακαλύπτω σε κάθε φάση που περνάω μια ομορφιά. Απλώς, δεν είμαι πολύ της αφοσίωσης. Δεν μπορώ να κολλήσω για πολύ σε κάποιο πράγμα. Θέλω να αλλάζω. Αυτό μπορεί να δείχνει μια ανεπάρκεια ή ότι δεν έχω αρχές στη ζωή μου, αλλά δεν πολυσκοτίζομαι γι’ αυτό».
Ιδιοκτησία – Ιθάκη: «Είναι ένα είδος ιδιοκτησίας η Ιθάκη. Το δικό σου αγαπημένο μέρος, στο οποίο θες να επιστρέψεις. Όμως, εγώ δεν είχα ποτέ τίποτα δικό μου. Θυμάμαι μου έλεγε η αγαπημένη ξαδέρφη μου και συνάδελφος, η Λήδα Πρωτοψάλτη, ‘μα, καλά, δεν θες τίποτα δικό σου; Έναν άνθρωπο; Ένα σπίτι;’ Όχι. Τίποτα δικό μου».
Καθρέφτης: «Έχω συναντήσει πάρα πολύ κόσμο, άντρες και γυναίκες, καθρεφτόβιους. Περνάνε όλη τους τη ζωή με το να κοιτάζονται σε έναν καθρέφτη. Ακόμα και όταν νομίζεις ότι σε κοιτάνε στα μάτια, αυτοί καθρεφτίζονται στα γυαλιά ηλίου που φοράς. Έχουμε πολλούς νάρκισσους. Τελευταία και στην πολιτική. Θέλουν να μας απασχολούν 24 ώρες το 24ωρο. Δεν φτάνει που τα κάνουν θάλασσα, θέλουν και να το μοιράζονται μαζί μας. Είναι πολύ ενοχλητικό πράγμα το υπερτροφικό Εγώ. Ειλικρινά, θα ήθελα να έρθει εκείνη η μέρα, όπως στις ταινίες του Δράκουλα, που θα κοιταζόμαστε στον καθρέφτη και δεν θα υπάρχει εκεί το είδωλό μας».
Λάθη: «Ε, καλά! Συνεχώς! Ακαταπαύστως! Γιατί, έχετε την εντύπωση ότι αυτή η παράσταση που κάνουμε τώρα για τον Καβάφη με τον Γιάννη Φαλκώνη, όλη αυτή η προετοιμασία τριών ετών, που αποβλέπει; Μα, στο επόμενο λάθος. Και όπως λέει ο υπέροχος Μπέκετ: ‘Απότυχε ξανά, θα αποτύχεις καλύτερα. Κάθε φορά να αποτυγχάνεις’. Δεν με τρομάζουν καθόλου τα λάθη μου. Ναι, γεμάτος λάθη».
Ματαιοδοξία – Ματαιότητα: «Η ματαιοδοξία και η ματαιότητα, ευτυχώς, με επισκέφτηκαν νωρίς. Και ξέρετε, αυτές οι κυρίες είναι πολύ φίνες όταν σου παρουσιάζονται, ανάμεσα σε πολύ λαμπερά παραφερνάλια. Όταν ήμουν στη Νέα Υόρκη και έβλεπα διάφορες διασημότητες τη μια βραδιά να λάμπουνε και την άλλη να είναι Βατερλό υπαρξιακό και να καταρρέουν στο διπλανό κάθισμα, ε, τότε αποφάσισα ότι δεν χρειάζεται να βιάζομαι να θριαμβολογήσω για οτιδήποτε. Εξ ου και ο τίτλος του τρίτου μου βιβλίου ‘Πανωλεθρίαμβος’».
Νισάφι: «Σε αυτή τη χώρα, το λέμε αρκετά συχνά, αλλά δεν είδα να ιδρώνει και κανενός το αυτί. Οπότε, ας πάψουμε να λέμε πλέον ‘νισάφι’. Βέβαια, υπάρχουν στιγμές που ξεσπάω και λέω, ‘Αμάν, βρε παιδιά, συνέλθετε! Υπάρχει και ένα όριο στον πολιτισμό! Πρέπει όλα να τα τσακίσετε και να τα διαλύσετε; Τόσο πολύ σας ελκύει η καταστροφή;’ Υπάρχει ένα θέμα σε αυτόν τον τόπο με την καταστροφή. Ακόμα και η ψυχαγωγία μας είναι σαν να παρακολουθούμε ένα έπος καταστροφής. Πας στο σινεμά, η μία ταινία συναγωνίζεται την άλλη στον ζόφο. Πας στο θέατρο, ειδικά τώρα με το μεταμοντέρνο όπου anything goes, ε, καλά, βλέπεις τέρατα. Πας να κοιτάξεις γύρω σου, στην καθημερινότητα, ο βανδαλισμός των δημόσιων χώρων είναι άνευ προηγουμένου. Μου κάνει τρομερή εντύπωση. Δεν το καταλαβαίνω. Και δεν μπορώ να συμμεριστώ τις απόψεις κάποιων διανοούμενων οι οποίοι, κατά κάποιον τρόπο, υπερασπίζονται αυτή την καταστροφική μανία. Δεν ξέρω, εγώ πιστεύω στην ήρεμη, ομαλή μεταρρύθμιση».
Ξαποστέλλω: «Οποτε στο δρόμο μου προκύπτει κάποιο γκρίζο σύννεφο, συνηθίζω να ρίχνω μια κομψή κλωτσιά, να πάει από κει που ‘ρθε και συνεχίζω απτόητος, συχνά στην ερημιά, αλλά με χάρη. Αυτό είναι το δικό μου ξαποστέλλω».
Όνειρα: «Το όνειρο που έβλεπα συχνά ήταν το να γίνομαι αόρατος για να μπορώ να μπαινοβγαίνω σε κρεβατοκάμαρες κοριτσιών. Έτσι ξεκίνησε αυτό το όνειρο. Μετά εξελίχθηκε, και μεταφερόμουν, διακτινιζόμουν, αόρατος πάντα, σε διάφορα μέρη. Κάνω πολλά ταξίδια στα όνειρά μου».
Πολιτισμός: «Η καθημερινή μας συμπεριφορά δείχνει οτιδήποτε άλλο παρά πολιτισμό. Το πρώτο πράγμα που ταλαιπωρείται είναι η γλώσσα. Λέει ο καθένας ό,τι του κατέβει. Βέβαια, ό,τι είναι να μείνει, θα μείνει. Αλλά χρειάζονται αντοχές και ψυχραιμία, που δεν τα έχουμε πάντα. Να, εγώ είχα πει κάποτε ότι θα σταματήσω το θέατρο, γιατί είχα κουραστεί, γιατί δεν είχα κανένα λόγο να υπερασπίζομαι πλέον τα καθάρματα των κλασικών, όλους αυτούς που δολοφονούν τις μανάδες τους, στραγγαλίζουν τους πατεράδες τους, εξολοθρεύουν τους αντιπάλους τους για να καθίσουν στον θρόνο τους και να τους πάρουν την εξουσία. Αμάν, πια! Ήθελα να αγιάσω. Αλλά αγιοσύνη δεν χρωστώ. Όπως οι ήρωες του Μπέκετ. Το βράδυ, δεν θα έρθει ο Γκοντό, αλλά αυτοί είναι εκεί, πιστοί στο ραντεβού τους με το κείμενο».
Ροή: «Είναι ωρρρραίο να υπάρρρρχει ρρρρροή. Και ‘ρερητόρευκα το ρω το ρερητορευμένο’».
Σημείο Μηδέν: «Α, ναι, να ευχόμαστε στους ανθρώπους, στα γενέθλιά τους, αντί να τα εκατοστίσουν, να τα μηδενίσουν. Να παραμένουν νέοι δηλαδή. Κόντρα στη βαρεμάρα και την ανημπόρια του χρόνου που περνάει. Αμέ, γιατί όχι;»
Ταυτότητα: «Η ταυτότητα έχει απολεσθεί εδώ και πολύ καιρό και, πιστέψτε με, δεν τραβάω κανένα ζόρι. Όποια θέλει ας είναι. Ποτέ δεν με ενδιέφερε ποια θα είναι η ταυτότητά μου. Επειδή μικρός μεγάλωσα ανάμεσα σε γυναίκες, τις αδερφές, τη μητέρα, τη γιαγιά και κάποια θεία, καθώς η πατρική φιγούρα απουσίαζε, γιατί έκανε τις δικές του μπερμπαντιές –και πολύ καλά έκανε, ήμουν ο πρίγκιπάς τους. Οπότε, αργότερα, στο σχολείο, στο φροντιστήριο, στις καφετέριες, μου ήταν πολύ φυσικό να έχω παρτίδες με τα κορίτσια. Το γκομενικό πήγαινε μαζί με τη φιλία. Πολύ αργότερα, ο τύπος μου απέκτησε όνομα και κατηγορία: metrosexual. Ο άντρας, δηλαδή, της μητρόπολης που μοιράζεται με τη γυναίκα του το κρεβάτι, τις συζητήσεις, τα ψώνια, τα πάντα».
Υγεία: «Σοβαρό θέμα, το οποίο δεν το σκέφτεται κανείς όσο είναι νέος. Είχα μια περιπέτεια με την υγεία μου κάποια στιγμή. Πρέπει να πω ότι δεν τρομοκρατήθηκα. Μάλλον την αντιμετώπισα με κάποια αδιαφορία. Ξέρεις, άμα έχεις ζήσει πολλά, έχεις βρεθεί σε αρκετές ζόρικες καταστάσεις, το τίμημα της επιβίωσης, που είσαι ακόμα ζωντανός και χαίρεσαι, είναι ίσως η αδιαφορία. Δεν ιδρώνει το αυτί μου εύκολα. Ξέρω ότι όλα περνάνε. Και αυτή η κρίση που ζούμε τώρα θα περάσει. Βέβαια, θα αφήσει πίσω της εκθαμβωτικές ασχήμιες, αλλά και μεγαλειώδη πράγματα».
Φοβάμαι: «Φοβάμαι μην επικρατήσει το ατσούμπαλο, οι ΚΔΟΑ, η Σοβιετία, η συνδικαλαρία, όλα αυτά τα πράγματα. Γιατί όλα αυτά συνεπάγονται μια βία, μια κακομαθημενιά. Όμως, στο τέλος, πάντα κάτι γίνεται και τα πράγματα αποκαθίστανται, ισορροπούν».
Φφφφ: «Φυσάς και φεύγουν τα πάντα! Σβήνουν κεριά, εξαφανίζονται οι έγνοιες και οι ασχήμιες».
Χρήματα: «Όταν ήμουν νέος –και ήμουν και κατά της εργασίας, υπήρχαν μεγάλες περίοδοι που το χρήμα με απέφευγε συστηματικά. Κάποια στιγμή μετά, όταν άρχισα να κάνω καλά τη δουλειά μου, να είμαι συνεπής σε αυτό που κάνω, το χρήμα ήρθε από μόνο του. Δεν μιλάω, βέβαια, για υπερβολικά χρήματα, που έτσι και αλλιώς δεν ήταν μέσα στο σύστημά μου. Να, ένα ταξίδι, ένα δώρο σε μία φίλη, μία αγορά, μια βοήθεια σε κάποιον, τέτοια πράγματα».
Χρόνος: «Ο χαμένος χρόνος είναι, εντέλει, ξανακερδισμένος».
Ψέματα – Ψιμύθια: «Είναι τόσο χαριτωμένα μερικά! Ποιος δεν έχει πει ψέματα; Ποιος δεν έχει βάλει ένα ψιμύθιο, γιατί δεν θέλει μεγαλώνοντας να είναι ένα περιφερόμενο ερείπιο; Μου αρέσουν πολύ κάτι ηλικιωμένες κυρίες, πολύ καλοδιατηρημένες, κυρίως στην βόρεια και κεντρική Ευρώπη, που δεν έχουν εγκαταλείψει την κοκεταρία και το λούσο, αλλά με επίγνωση της ηλικίας τους. Παλιά, στο Κολωνάκι, στο Βυζάντιο ή στον Μπόκολα, σύχναζαν κάτι κυρίες με τουίντ ταγιέρ, λουλακί μαλλί και γαλλικά μεσοπολέμου, σε σημείο που ακόμα και αρχαιοελληνικές φράσεις είχαν γαλλικό αξάν. Ευσι, το «μολών λαβέ» γινόταν ‘molant lavée’».
Ωραίοι Έλληνες: «Η Ελλάδα, από την αρχαιότητα, έχει παράδοση στους ωραίους Έλληνες και σπάνια στις ωραίες γυναίκες. Στη Νέα Υόρκη, μου είχε κάνει εντύπωση που τα πορτοφόλια κάποιων μποέμ, gay τύπων στόλιζαν φωτογραφίες κάποιων αγοριών από την Ελλάδα. Αφού, όμως, μιλάμε για ωραίους Έλληνες, δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε στον Φοίβο Ραζή. Η παρουσία του έχει καταγραφεί στην ‘Ηλέκτρα’ του Κακογογιάννη, στον ρόλο του Αίγισθου, με την Ειρήνη Παππά, την Αλέκα Κατσέλη και τον Γιάννη Φέρτη. Ο Ραζής έπαιζε χαρτιά με τους ντε Ρόθτσιλντ και την Γκρέτα Γκάρμπο, ήταν στην παρέα του Ζαν Κοκτό και του Ζαν Μαρέ, γιατί είχε εκτιμηθεί πολύ η ομορφιά του. Εγώ, πάλι, προτιμώ τους ωραίους τύπους, τους κοσμοπολίτες, τους χιουμορίστες, τους ευαίσθητους, τις γυναίκες που ανταποκρίνονται με γενναιοδωρία στα καλέσματά μου και είναι έτοιμες για περιπέτειες. Κι εγώ αυτό ήθελα να γίνω μεγαλώνοντας: ένας ωραίος τύπος. Ούτε κανένας όμορφος καρδιοκατακτητής, ούτε ο σούπερ επαγγελματίας που δρέπει δάφνες στη δουλειά του. Απλώς, ένας ωραίος τύπος που απολαμβάνει τον χρόνο που περνάει».
* Info:
– «Κ. Π. Καβάφης Αυτοβιογραφούμενος»: Θέατρο Δημήτρης Χορν, Αμερικής 10, Κολωνάκι, τηλ. 210-3612500. Έως: 31/5.
– «Café Society», στον ραδιοφωνικό σταθμό «Εν Λευκώ», καθημερινά 10.00-12.00.
Διαβάστε τη συνέντευξη, ακούγοντας πέντε αγαπημένα τραγούδια του Κωνσταντίνου Τζούμα:
«Across The Universe», David Bowie
«If You Can’t Rock Me», Rolling Stones