«Εχω μάθει να δέχομαι αρνητική κριτική»

«Εχω μάθει να δέχομαι αρνητική κριτική»

6' 14" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Εχω μάθει να δέχομαι αρνητική κριτική»

Ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης μιλάει για το ντεμπούτο του στον

κινηματογράφο

Από τα πρόσωπα που έχουν χαρακτηρίσει την πορεία της σύγχρονης

ελληνικής τηλεόρασης, ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης εισπράττει και

ταυτόχρονα πληρώνει το κόστος της μέχρι τώρα επιτυχίας των

τηλεοπτικών σειρών του. Από τη μια πλευρά, οι σειρές του υπήρξαν

πάντα κορωνίδα του prime time, επικεφαλής στις λίστες τηλεθέασης

και θέμα συζήτησης στις παρέες, πολύ συχνά αντικαθιστώντας τον

τίτλο της σειράς απλώς με το όνομά του («είδες χθες τι έγινε στον

Παπακαλιάτη;»). Με ένα επίπεδο παραγωγής υψηλό και ικανούς

συνεργάτες με τους οποίους διατηρουσε πάντα πολύ καλές σχέσεις,

έκανε μερικές από τις πιο κινηματογραφικά γυρισμένες σειρές στην

τηλεόραση.

Από την άλλη πλευρά, ο συγκεντρωτισμός του, με τον ίδιο στους

ρόλους του σεναριογράφου, του πρωταγωνιστή, του σκηνοθέτη και του

επιμελητή της μουσικής, τον έκανε πιο ευάλωτο στην κριτική, που όχι

λίγες φορές έφτασε στο σημείο του κανιβαλισμού. Ταυτόχρονα οι ιδέες

στις οποίες βασίζονταν τα σενάριά του, που έβρισκαν αντιστοιχία σε

άλλες σειρές ή ταινίες χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, τον έκαναν συχνά

αντικείμενο ειρωνείας, ακόμη και από θεατές που δεν είχαν δει ποτέ

ένα επεισόδιο από αυτά που γύρισε.

Με αυτό το τηλεοπτικό ιστορικό, ανάμεσα στην επιτυχία και την

αμφισβήτηση, ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης περνάει στον κινηματογράφο

με το «Αν…» (στις αίθουσες από τις 29 Νοεμβρίου). Ταινία με δύο

πρόσωπα, επιφανειακά μοιάζει με τις ερωτικές ιστορίες που έχει

κάνει στο παρελθόν στην τηλεόραση, καθώς αφηγείται τη σχέση του

Δημήτρη και της Χριστίνας (Μαρίνα Καλογήρου) με τις δυσκολίες και

τα προβλήματα που έχει κάθε ερωτική σχέση. Σε παράλληλη αφήγηση,

ωστόσο, υπάρχει η ιστορία του Δημήτρη αν δεν γνώριζε τη Χριστίνα.

Και σε αυτήν καταγράφεται ένα πρόσωπο του Παπακαλιάτη που ίσως

αφήσει να απορούν όσους τον έχουν κατηγορήσει μέχρι τώρα, γιατί

είναι μια ιστορία πολύ πιο σκοτεινή, δραματική, μοναχική, με

αναφορές στη σημερινή εποχή.

Θέμα ανάγκης

Στην προφανή πρώτη ερώτηση γιατί σινεμά τώρα, λέει ότι «δεν είναι

θέμα στρατηγικής, είναι περισσότερο θέμα ανάγκης. Δεν είχα νιώσει

μέχρι τώρα αυτή την ανάγκη, γιατί ήμουν πολύ πλήρης με όσα έκανα

στην τηλεόραση. Παίζει και η ηλικία τον ρόλο της στο ότι θέλησα να

αφηγηθώ κάτι περισσότερο κινηματογραφικά και μπήκα σ’ αυτή τη

διαδικασία. Το βλέπω σαν μια λογική εξέλιξη».

Σε τι διαφέρει όμως κατά τον ίδιο το «Αν…» με τις σειρές που

γύρισε; «Εκ των πραγμάτων ο κινηματογράφος είναι ένας πολύ

διαφορετικός κόσμος, κατ’ αρχήν σε σχέση με το σενάριο. Σε μια

σειρά, αφηγείσαι μια ιστορία μέσα σε 26 ώρες, ενώ στον

κινηματογράφο πρέπει να το κάνεις σε 100 λεπτά. Σε ό,τι αφορά το

γύρισμα, ο ίδιος άνθρωπος είμαι, μπροστά και πίσω από τον φακό.

Ισως λίγο πιο ώριμος σε ηλικία. Και φυσικά, λαμβάνω υπόψη την

πραγματικότητα που έχει αλλάξει, κι αυτό παίζει πολύ μεγάλο ρόλο.

Το ψάχνω μεγαλώνοντας, αλλά δεν είμαι από τους ανθρώπους που τους

αφορά η σκληρή πραγματικότητα. Εμένα με αφορά να λέω παραμύθια,

ιστορίες, μέσα από τις οποίες ο κόσμος θα μπορεί για δύο ώρες ή για

μία ώρα κάθε εβδομάδα στον καναπέ του, να ξεφύγει και να ταξιδέψει

σ’ ένα παραμύθι. Αυτός ήταν πάντα ο στόχος μου και αυτός παραμένει.

Δεν ξέρω αν λέγονται πρωτότυπα πράγματα, αλλά αυτό που κάνω, είμαι

εγώ. Αυτό είμαι».

Πολλές φορές έχει κατηγορηθεί για αντιγραφή ιδεών στα σενάριά του.

«Εχω συνηθίσει να μου χρεώνονται πολλά. Θεωρώ ότι δεν πρωτοτύπησα

σε ό,τι αφορά τα τηλεοπτικά σενάρια, τις ιστορίες, τους έρωτες, τις

οικογένειες, τις σχέσεις. Αυτά είναι η ζωή και η τηλεόραση έχει ένα

τέτοιο κομμάτι. Στο κινηματογραφικό σενάριο πρέπει να είσαι πιο

συγκεκριμένος, πιο εύστοχος, να περισσεύουν οι φλυαρίες, που στην

τηλεόραση επιβάλλονται. Φυσικά και είμαι προετοιμασμένος για

αρνητικές κριτικές».

Γιατί όμως πιστεύει ότι συμβαίνει αυτό; «Δεν ξέρω. Νομίζω όμως ότι

δεν αξίζει και να μπω στη διαδικασία, γιατί μόλις το κάνω θα χάσω

τον στόχο μου. Προτιμώ να προσπαθώ και να μένω πάντα

συγκεντρωμένος. Είμαι εκπαιδευμένος να δέχομαι την αρνητική

κριτική, σε ένα πρώτο επίπεδο. Υπάρχουν όμως πράγματα που με

ενοχλούν. Ανθρωπος είμαι. Δεν είμαι υπέρ του να χτυπάς απλώς για να

χτυπήσεις. Είναι σαν να ρίχνεις ξαφνικά σε κάποιον ένα πολύ δυνατό

χαστούκι. Δεν θα τον ενοχλούσε;».

Μήπως η κριτική θα ήταν πιο ήπια αν δεν ήταν τόσο συγκεντρωτικός;

«Κάθε πράγμα που κάνω είναι μια πλευρά μου. Γράφω από μικρός, χωρίς

να έχω πει ότι θέλω να γίνω σεναριογράφος. Παίζω επίσης από μικρός.

Την τελευταία φορά που θυμάμαι τον εαυτό μου να μην είμαι μπροστά

σε κάμερα ή στη σκηνή ήμουν στην Α΄ Λυκείου. Και λίγο αργότερα ήρθε

η σκηνοθεσία, όταν ήθελα να αφηγηθώ αυτά που είχα γράψει με έναν

δικό μου τρόπο. Οταν και αν νιώσω ότι το ένα από αυτά με κρατάει

πίσω ή δεν κάνει καλό στην ίδια τη δουλειά, θα γίνει απλά αυτή η

μετάβαση. Ισως γιατί όλα αυτά τα χρόνια έχω μάθει να αγαπάω

περισσότερο τη δουλειά από την ίδια μου την εικόνα».

Ελενίτσα και Αντωνάκης

Ενα στοιχείο που έκανε εντύπωση από τη στιγμή της ανακοίνωσης της

ταινίας ήταν η συμμετοχή της Μάρως Κοντού και του Γιώργου

Κωνσταντίνου στους ρόλους της Ελενίτσας και του Αντωνάκη από το «Η

δε γυνή να φοβήται τον άνδρα» του Γιώργου Τζαβέλλα. Ο Παπακαλιάτης

αιτιολογεί την παρουσία τους, όπως και ότι δεν αναμετράται με τον

Τζαβέλλα: «Το “Αν…” δεν έχει σχέση με το “Η δε γυνή να φοβήται

τον άνδρα”. Δεν είναι σίκουελ. Οταν έγραφα το σενάριο σκέφτηκα ότι

θα ήταν ωραία να υπήρχαν ακόμη αυτοί οι δύο ήρωες και να είναι καλά

μεταξύ τους. Το έγραψα, το έστειλα στην κ. Κοντού και τον κ.

Κωνσταντίνου και τους άρεσε. Αρχικά δεν υπήρχαν στο σενάριο, όμως

σκέφτηκα ότι χρειαζόμουν δύο αφηγητές που να βοηθούν την εξέλιξη

της πλοκής. Είναι ωραίο να κλείσεις το μάτι στον θεατή με μια

ταινία που έχει μεγαλώσει μαζί της και με δύο ήρωες που

αποδεικνύουν ότι μπορεί να υπάρχει αληθινή αγάπη».

Μιλώντας για τις καλές συνεργασίες του και το πώς καταφέρνει να

έχει πάντα ικανούς ανθρώπους γύρω του, σημειώνει: «Είναι δύσκολο να

αποστασιοποιείσαι και να βλέπεις τον εαυτό σου απ’ έξω, ειδικά όταν

έχεις τρεις ισχυρές θέσεις, όταν γράφεις, παίζεις και σκηνοθετείς.

Πρέπει όμως να το κάνεις. Δεν μπορώ να βγω με άνεση από μένα και να

με χαρακτηρίσω, αν και προσπαθώ. Νομίζω ότι οι συνεργασίες μου ήταν

καλές επειδή είχαμε κοινό στόχο. Δεν έχω μαλώσει ποτέ με κανέναν,

δεν μου έχει τύχει. Το πιο σημαντικό πράγμα για έναν σκηνοθέτη

είναι να κερδίσει την εμπιστοσύνη του ηθοποιού. Τότε τα πράγματα

ρέουν βατά. Και τότε δεν αναρωτιέσαι γιατί συμβαίνουν έτσι. Νομίζω

ότι έπειθα πάντα τους ανθρώπους να συνεργάζονται γιατί πίστευα και

αγαπούσα αυτό που έκανα και ήξεραν ότι θα ήμουν εκεί και γι’ αυτούς

και γι’ αυτό που θα έβγαινε στο τέλος».

Ερωτική ιστορία μέσα στην κρίση

Στο «Αν…» οι ήρωες ζουν την ανεργία, σκέφτονται να φύγουν στο

εξωτερικό, στην τηλεόραση παίζουν βίντεο από συγκεντρώσεις στο

Σύνταγμα και υπάρχουν πλάνα με τα ΜΑΤ. Πώς επηρεάζει η κρίση μια

ερωτική ιστορία; «Είναι μια ιστορία στο σήμερα. Πώς όλα αυτά που

συμβαίνουν, η κρίση, μπορεί να επηρεάσει μια σχέση, πώς μπορεί να

κάνει καλύτερους ή χειρότερους τους ανθρώπους, πόσο μπορεί να

βγάλει τον κακό μας εαυτό, που είναι ένα φαινόμενο που βλέπουμε

καθημερινά. Σε ό,τι έγραφα πάντοτε, ήμουν επηρεασμένος από αυτά που

βίωνα. Ολα αυτά υπάρχουν στην ταινία, κάτω από μια σεναριακή πλοκή

και από ένα κάλυμμα παραμυθιού. Ηταν μια συνειδητή επιλογή να

υπάρχουν αυτές οι αναφορές. Οταν λειτουργείς πρώτα απ’ όλα σαν

θεατής και ζεις σε μια πραγματικότητα τόσο σκληρή, φυσικά το

παραμύθι είναι παραμύθι. Θέλεις όμως να υπάρχουν και άλλα στοιχεία.

Ηθελα ίσως να δείξω πώς οι ήρωες μπορούν να επιβιώσουν παρότι

συμβαίνουν όλα αυτά».

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT