Δεν πρέπει να αφήσουμε την κρίση να μας πτοήσει

Δεν πρέπει να αφήσουμε την κρίση να μας πτοήσει

10' 18" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Δεν πρέπει να αφήσουμε την κρίση να μας πτοήσει

Μπομπ Γουίλσον, σκηνοθέτης

Για μια καλή ιδέα, για μια καλή παράσταση

δεν χρειάζονται χρήματα, αλλά φαντασία

Της Μαργαριτας Πουρναρα

Να καθήσουμε στο λόμπι του ξενοδοχείου; Ο Μπομπ Γουίλσον ρίχνει μια

ανιχνευτική ματιά στους τουρίστες που μπαινοβγαίνουν από την

κεντρική είσοδο και απορρίπτει την ιδέα μου. Στο εστιατόριο; Θα

έχει μάλλον πολύ θόρυβο. Τελικά, παίρνει την απόφαση μόνος του. Να

πάμε στο καφέ δίπλα στην πισίνα. Επιλέγει το τραπέζι. Μια θέση κάτω

από τον δυνατό μεσημεριανό ήλιο, παρότι δεν έχει μαζί του γυαλιά

και φοράει σκούρο μπλε κοστούμι. Ως σκηνοθέτης που σέβεται τον

εαυτό του, δεν αφήνει τίποτα στην τύχη: φρόντισε να πάμε στον σωστό

χώρο, με την κατάλληλη ατμόσφαιρα και φως, σαν να είναι η

συνέντευξη ένα μικρό θεατρικό έργο. Και όντως έτσι εξελίχθηκε.

Ηρθε στην Αθήνα, αρχές Ιουνίου, στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, για

να παρουσιάσει τον εαυτό του στο ελληνικό κοινό, σε μια δίωρη

διάλεξη. Εκεί παρουσιάζεται ώς τις 7 Ιουλίου και μια εξαιρετική

εικαστική του έκθεση. Από τις μεγαλύτερες μορφές του σύγχρονου

θεάτρου διεθνώς, ο Αμερικανός δημιουργός είναι τακτικός επισκέπτης

της χώρας μας. Εχει ανεβάσει δεκάδες παραστάσεις στα μεγαλύτερα

θέατρα του κόσμου που έκαναν αίσθηση για την τόλμη, την

παρατεταμένη διάρκειά τους (από μερικές ώρες έως και ημέρες…),

την ιδιαίτερή του προσέγγιση στον λόγο και την κίνηση πάνω στη

σκηνή. Εχει διακριθεί στη συγγραφή, τη σκηνογραφία, τα εικαστικά,

τη χορογραφία, την περφόρμανς, ακόμη και την αρχιτεκτονική. Παρά το

ότι τον Οκτώβριο κλείνει τα 72 του χρόνια, παραμένει ευθυτενής με

αύρα νεανική. Στις διηγήσεις του, ανακαλύπτω ακόμα ένα ταλέντο.

Είναι απίστευτος μίμος, αλλάζοντας τη φωνή του, για να κάνει τον

Τεξανό πατέρα του, την αδελφή του, μια ηλικιωμένη κυρία, έναν

θεατρικό ήρωα.

Η συζήτησή μας ξεκινά με ένα αστείο περιστατικό. Το 2001 βρέθηκα

στον εξώστη του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών για να παρακολουθήσω τον

«Προμηθέα» σε δική του σκηνοθεσία. Η παράσταση ξεκίνησε με την

είσοδο μιας αλλόκοτης φιγούρας που μπήκε με αργόσυρτο, τελετουργικό

βήμα στη σκηνή. Επειτα από μερικά λεπτά, ακολούθησε μια δεύτερη

φιγούρα ντυμένη με την ίδια στολή. Υστερα μια τρίτη. Και μια

τέταρτη. Θαρρώ ότι πρέπει να ήμασταν στην είσοδο της δέκατης

φιγούρας, ύστερα από ένα εικοσάλεπτο, όταν μια καλοχτενισμένη κυρία

με ταγέρ, που καθόταν ακριβώς μπροστά μου, ξέσπασε: «Φτάνει πια!

Δεν είναι θέατρο αυτό!» και αποχώρησε έξαλλη. Αλλοι θεατές που δεν

ήταν εξοικειωμένοι με το σκηνοθετικό του ύφος μουρμούριζαν, μη

μπορώντας να κατανοήσουν τους ρυθμούς του έργου. Αντιθέτως, η

παράσταση της «Οδύσσειας» του Εθνικού μας Θεάτρου, με Ελληνες

ηθοποιούς, που ανέβηκε φέτος τον χειμώνα, προκάλεσε ενθουσιασμό και

συγκίνηση, μονοπωλώντας τις συζητήσεις στην καλλιτεχνική Αθήνα.

Μήπως χρειάστηκε εντέλει μία δωδεκαετία για να μας εκπαιδεύσει;

Χαμογελάει. «Τις ξέρω αυτές τις αντιδράσεις δυσανεξίας στα έργα

μου», λέει. «Θυμάμαι μια από τις πρώτες μου παραστάσεις με τίτλο “

Επιστολή από τη βασίλισσα Βικτωρία” που είχα ανεβάσει στη Νέα

Υόρκη. Το έργο το είχε γράψει ο στενός του συνεργάτης Κρίστοφερ

Νόουλς που ήταν αυτιστικός και το κείμενο ήταν ακατάληπτο. Ανάμεσα

στο κοινό ήταν μια από αυτές τις ηλικιωμένες με το λουλακί μαλλί

και το συντηρητικό ντύσιμο. Η καημένη μάλλον πίστευε ότι θα έβλεπε

επί σκηνής τη ζωή της βασίλισσας Βικτωρίας. Τη θυμάμαι και αυτή να

αποχωρεί στο πρώτο εικοσάλεπτο, σε πραγματική σύγχυση. Η αδελφή

μου, που μένει στο Τέξας, έχει έρθει σε μερικά από τα θεατρικά μου

και απορεί κάθε φορά με αυτά που κάνω. Ομως να σας πω κάτι; Την

πρώτη φορά που πήγα και εγώ στο θέατρο, σε ηλικία 20 ετών, δεν μου

άρεσε. Και εξακολούθησε να μη μου αρέσει για καιρό. Αυτό που με

συγκλόνισε και μου άλλαξε την οπτική ήταν όταν πρωτοείδα τη δουλειά

του σπουδαίου χορογράφου Ζορζ Μπαλανσίν. Ηταν μια αποκάλυψη που με

οδήγησε στον Μερς Κάνιγκχαμ και τη Μάρθα Γκράχαμ, άλλους δύο

κορυφαίους χορογράφους. Απολάμβανα ιδιαίτερα τον κινηματογράφο.

Κατέληξα λοιπόν στο θέατρο, χωρίς να έχω σπουδάσει το συγκεκριμένο

αντικείμενο, ακολουθώντας διαφορετικό μονοπάτι. Νομίζω ότι αυτό με

έκανε να έχω τόσο διαφορετική ματιά στη σκηνοθεσία», τονίζει ο

Γουίλσον που κέρδισε τη διεθνή αναγνώριση το 1971 με μια σιωπηλή

όπερα «Το βλέμμα του κωφού», την οποία έγραψε με τη βοήθεια του

Ρέιμοντ Αντριους, ενός κωφάλαλου νεαρού, τον οποίον υιοθέτησε ο

σκηνοθέτης για να τον γλιτώσει από τον εγκλεισμό του σε ίδρυμα.

Ακολούθησαν σπουδαίες συνεργασίες με προσωπικότητες της διεθνούς

πρωτοπορίας όπως ο Φίλιπ Γκλας, ο Χάινερ Μίλερ, ο Αλεν Γκίνσμπεργκ,

η Λόρι Αντερσον, ο Τομ Γουέιτς, η Μαρίνα Αμπράμοβιτς, η Σούζαν

Σόνταγκ, ο Γουίλιαμ Μπάροους κ.ά.

Στην Αθήνα μού αρέσει η συνύπαρξη με το παρελθόν

Στην Ελλάδα θα τον ξαναδούμε στη Στέγη, στις 18 Ιουλίου, με την

παράσταση «The Old Woman» και πρωταγωνιστές τον Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ

και τον Γουίλεμ Νταφόε, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. «Αυτό που

μου αρέσει στην Αθήνα είναι η συνύπαρξη με το παρελθόν. Οσο για την

Ελλάδα, φαντάζομαι ότι ξέρετε πως με έχουν συλλάβει στις αρχές της

δεκαετίας του ’70 στην Κρήτη για χρήση κάνναβης», εξομολογείται ο

σκηνοθέτης. «Στο κρατητήριο, ήρθε να με επισκεφθεί ο δικηγόρος μου,

ένας νεαρός Ηρακλειώτης. Μου εξήγησε ότι αν ο πατέρας μου έπαιρνε

τηλέφωνο τον δικαστή που θα εκδίκαζε την υπόθεσή μου και του έλεγε

πόσο καλό παιδί είμαι και πως μπλέχτηκα με τα ναρκωτικά χωρίς να το

καταλάβω, ο τελευταίος θα ήταν πιο επιεικής. Επαναλάμβανε συνεχώς

πόσο ιερή είναι η οικογένεια για την Ελλάδα. Αποφάσισα λοιπόν να

τηλεφωνήσω στον πατέρα μου, έναν βαθιά συντηρητικό τύπο, και να τον

παρακαλέσω να παρέμβει υπέρ μου», λέει ο Γουίλσον αλλάζοντας τη

φωνή του για να μιμηθεί τη βαριά τεξανική προφορά του πατέρα του

που του απάντησε: «Γιε μου, παραβίασες τον νόμο. Εσφαλες. Να

κάτσεις στη φυλακή». Ηταν τόσο σκληρός; «Πολύ. Η μητέρα μου ήταν

από άλλη πάστα. Με ευαισθησίες. Είχε μάθει μόνη της γαλλικά.

Δυστυχώς δεν πρόλαβε να δει τις παραστάσεις μου. Πέθανε πολύ

νέα».

Από τα νεανικά του χρόνια ώς σήμερα, ο Γουίλσον ταξιδεύει διαρκώς.

Αισθάνεται σαν Οδυσσέας ή σαν νομάς; «Καμιά φορά γκρινιάζω που

είμαι συνεχώς μέσα σε ένα αεροπλάνο. Φέτος λ.χ. έχω πάει τέσσερις

φορές στην Απω Ανατολή και έχω ακόμα αλλά δύο ταξίδια εκεί. Πριν

από λίγο καιρό σκηνοθέτησα ένα έργο στο Σάο Πάολο της Βραζιλίας, με

Βραζιλιάνους και Πορτογάλους ηθοποιούς. Νομίζω ότι κατά βάθος με

θρέφει το να δουλεύω με ηθοποιούς με τους οποίους δεν έχουμε την

ίδια γλώσσα και την ίδια κουλτούρα, γλώσσα σώματος. Τα πολιτιστικά

εμπόδια είναι τεράστιες και ενδιαφέρουσες προκλήσεις. Μαθαίνω

συνεχώς πράγματα. Απορροφώ καινούργια στοιχεία σαν το σφουγγάρι.

Και νομίζω ότι αυτό ακριβώς μου δίνει ενέργεια και με κρατά όρθιο

και ετοιμοπόλεμο. Το να είμαι ευέλικτος αλλά και να έχω ένα

ξεκάθαρο βλέμμα πάνω στο τι θέλω να παρουσιάσω. Πολλοί σκηνοθέτες

πιστεύουν ότι επιβάλλονται στους ηθοποιούς μιλώντας. Εγώ προτιμώ να

τους ακούω. Αυτό είναι το κέρδος μου. Τώρα έχω σκηνοθεσίες στην

Ισπανία, την Πορτογαλία, τη Ρουμανία. Μόλις έκανα έναν Ιψεν στην

Κορέα και Τσέχοφ στην Ιαπωνία, άλλο ένα έργο στα ρωσικά στη Μόσχα.

Σπίτι μου όμως θεωρώ το κέντρο που ίδρυσα στη Νέα Υόρκη. Το

Watermill».

Η δημιουργική ενέργεια μετανάστευσε από την Ευρώπη και τις

ΗΠΑ

O Μπομπ Γουίλσον πίνει μια βαθιά γουλιά από τον χυμό του. Στην

πισίνα κάνουν βουτιές, αλλά αυτός κάθεται κάτω από τον καυτό ήλιο

χωρίς να έχει βγάλει το σακάκι του, περιφρονώντας τη ζέστη όπως

μόνο οι Τεξανοί μπορούν. Συνεχίζει τον συλλογισμό του για το

θέατρο: «Αυτό που με ενδιαφέρει περισσότερο είναι το κοινό, το

οποίο αλλάζει από χώρα σε χώρα. Οι Γάλλοι είναι επίσημα ντυμένοι

και παραμένουν σιωπηλοί στην παράσταση. Οι Ιάπωνες ακόμα πιο

επίσημα ντυμένοι και πιο σιωπηλοί. Οι Ιταλοί δεν κλείνουν το στόμα

τους. Οι Αμερικανοί βιάζονται να πάνε σπίτια τους να δουν

τηλεόραση. Οι Ελληνες έχουν μια συνεχή ανησυχία. Κι όμως, ως

σκηνοθέτης πρέπει να βρεις τον τρόπο να επικοινωνήσεις με κάθε

ακροατήριο, να καταλάβεις την ψυχοσύνθεση. Εχω συνεργαστεί με τη

Σαουμπίνε, το Ζάλτσμπουργκ, τη Σκάλα του Μιλάνου, τη Μητροπολιτική

Οπερα της Νέας Υόρκης. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να λύσεις τον γρίφο

του έργου και τον γρίφο του κοινού, χωρίς να παρασυρθείς από

αυτό».

Πόσο τον προβληματίζει ότι σε πολλές χώρες της Ευρώπης, αλλά και

στον υπόλοιπό κόσμο, η οικονομική ύφεση ψαλιδίζει τους

προϋπολογισμούς για τον πολιτισμό και ιδιαίτερα για το θέατρο;

Αλλωστε έχει σπουδάσει Οικονομικά και Αρχιτεκτονική. «Γνωρίζω πόσο

κακή είναι η κατάσταση. Πολλές φορές μού λένε να αναβάλω

παραστάσεις διότι δεν υπάρχουν χρήματα. Αρνούμαι. Δεν πρέπει να

πτοούμαστε αλλά να συνεχίζουμε. Η δική μου τακτική είναι να πηγαίνω

μπροστά βρίσκοντας εναλλακτικές. Πάντα υπάρχουν τρόποι να

υλοποιηθούν οι ιδέες. Ιδιαίτερα σήμερα, που τόσος κόσμος υποφέρει

από την κρίση, οφείλουμε να παλεύουμε. Δυστυχώς είναι πιο εύκολο

για κάποιους να τα παρατήσουν λέγοντας ότι δεν υπάρχουν λεφτά παρά

να στύψουν το κεφάλι τους και να βρουν άλλες μεθόδους. Η

δημιουργικότητα είναι μια απύθμενη δεξαμενή λύσεων. Ακόμα και στον

δρόμο να βγεις, μπορείς να μαζέψεις πεταμένα έπιπλα και να τα

κάνεις θεατρικό σκηνικό. Δεν χρειάζονται χρήματα, αλλά φαντασία για

μια καλή παράσταση».

Τόσο στη διάλεξη όσο και στη συνέντευξη, ο σκηνοθέτης δεν έκρυψε

πόσο επηρεάστηκε από δύο ξεχωριστούς εφήβους που γνώρισε όταν ήταν

και ο ίδιος νεότερος. Ο κωφάλαλος Ρέιμοντ Αντριους και ο αυτιστικός

Κρις Νόουλς απετέλεσαν πηγή έμπνευσης για όλα του τα έργα. Ο

σκηνοθέτης δημιούργησε ένα ίδρυμα για ειδικά καλλιτεχνικά πρότζεκτ

όταν ήταν 27 ετών και έκτοτε δίνει μέρος του εισοδήματός του για

τον σκοπό αυτό. Εχει δουλέψει με νέους που έχουν παραβατική

συμπεριφορά, με παιδιά που έχουν νοητική υστέρηση, μαθησιακές

δυσκολίες, συναισθηματικές διαταραχές, αναπηρίες. «Η Γερτρούδη

Στάιν έλεγε ότι οι ηθοποιοί έχουν ανάγκη από τρία πράγματα:

ενθάρρυνση, ενθάρρυνση και ενθάρρυνση. Οταν συνεργάστηκα με τον

Κρις Νόουλς, τον παρατήρησα στενά για να καταλάβω το μοτίβο του

λόγου του, πώς οικοδομούσε λέξεις που δεν έμοιαζαν με τις δικές

μας. Ο Αντριους μου δίδαξε την τεράστια σημασία της κίνησης. Με

έμαθε ότι η κίνηση κλείνει μέσα της όλες τις πληροφορίες και ότι

προηγείται της ομιλίας. Ολοι αυτοί οι άνθρωποι των ιδιαιτεροτήτων

και των εξαιρετικών δυνατοτήτων μάς ανοίγουν την πόρτα σε ένα άλλο

σύμπαν. Και εγώ όταν ήμουν μικρός ήμουν ελαφρώς αυτιστικός και γι’

αυτό έχω τέτοια ευαισθησία με εκείνους που αποκλείονται από το

σύστημα».

Η αύρα των λέξεων

«Θα σας πω τι συμβαίνει με τις λέξεις στο θέατρο», λέει ο Γουίλσον.

«Κάθε λέξη κρύβει μέσα της τον χώρο. Οταν την εκφέρουμε, κάτι

συμβαίνει στη σκηνή. Σαν να έχει μια αύρα. Αυτό είναι το σκεπτικό

με το οποίο έχω δουλέψει όλα τα έργα που σκηνοθέτησα». Η συζήτηση

βαίνει προς το τέλος της. Τον ρωτώ αν στις τέσσερις δεκαετίες της

καριέρας του ο κόσμος έχει γίνει σταδιακά πιο συντηρητικός και

κλειστός στις πρωτοπόρες ιδέες. «Ετσι φοβάμαι. Πριν από λίγο καιρό

ήμουν στο Σπολέτο όπου είχα ανεβάσει μια παράσταση στις αρχές της

δεκαετίας του ’70. Η διαφορά τού τότε με το τώρα είναι τεράστια.

Εκείνη την εποχή όλη η Ιταλία και κυρίως η Ρώμη πάλλονταν από την

τέχνη. Περφόρμανς, εικαστικά, θέατρο είχαν την τιμητική τους. Ο

Φίλιπ Γκλας ήταν εκεί. Νεοϋορκέζες και Παριζιάνες κυρίες της καλής

κοινωνίας που τους άρεσε να ζουν από κοντά αυτές τις εμπειρίες.

Ολοι νιώθαμε ότι κάτι συμβαίνει μπροστά στα μάτια μας. Δεν νομίζω

ότι αυτή η δημιουργική ενέργεια χάθηκε. Απλώς μετανάστευσε.

Βρίσκεται μακριά από την Ευρώπη και την Αμερική. Κατοικοεδρεύει

ίσως σε κάποια φτωχογειτονιά μιας πόλης της Ινδονησίας, μπορεί σε

κάποια φαβέλα του Ρίο, κάπου στην Κίνα. Θυμάμαι ότι έπιασα τις

ίδιες δονήσεις στην Κούβα πριν από μερικά χρόνια ή στην Ταϊπέι. Σε

βιομηχανικές περιοχές έχουν στηθεί μικροί θίασοι και τα παιδιά

δίνουν παραστάσεις στον δρόμο. Τίποτα δεν πεθαίνει. Απλώς

μετακομίζει σε ένα περιβάλλον πιο ζόρικο αλλά ίσως και πολύ πιο

δημιουργικό. Να ακόμα ένα μάθημα που πήρα από τα άπειρα ταξίδια μου

ανά τον κόσμο». Σηκώνεται όρθιος να με χαιρετήσει και ξαφνικά

θυμάμαι πόσο ψηλός και επιβλητικός είναι. Φεύγοντας με προσκαλεί

στο Watermill. Και ανανεώνουμε το ραντεβού μας για τη Στέγη τον

Ιούλιο.

Η συνάντηση

Συναντήσαμε τον Μπομπ Γουίλσον για να φάμε μαζί, αλλά προτίμησε να

αποφύγει το γεύμα και να πιει έναν φρέσκο χυμό. Το ίδιο έκανα και

εγώ, δίπλα στην πισίνα του Intercontinental. Τον λογαριασμό τον

ανέλαβε ο ίδιος.

Oι σταθμοί του

1941

Γεννιέται στο Τέξας.

1959

Σπουδάζει Οικονομικά στο Πανεπιστήμιο του Τέξας.

1963

Μετακομίζει στο Μπρούκλιν στη Νέα Υόρκη.

1965

Σπουδάζει Αρχιτεκτονική στο Pratt Institute.

1970

Ανεβάζει τη σιωπηλή όπερα «Το βλέμμα του Κωφού».

1976

Συνεργάζεται με τον Φίλιπ Γκλας στο έργο «Ο Αϊνστάιν στην παραλία»

που τον καθιερώνει διεθνώς. Εκτοτε ανεβάζει παραστάσεις στα

μεγαλύτερα θέατρα στον κόσμο. Το βιογραφικό του είναι γεμάτο

διακρίσεις.

1993

Κερδίζει τον Χρυσό Λέοντα για τη γλυπτική του στην Μπιενάλε

Βενετίας.

1995

Ιδρύει το Watermill Center.Παρουσιάζει την «Περσεφόνη» στους

Δελφούς.

2001

Παρουσιάζει τον «Προμηθέα» στο Μέγαρο Μουσικής.

2012

«Οδύσσεια» στο Εθνικό Θέατρο.

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT