Η νεωτερικότητα και η μετανεωτερικότητα με όλα τους τα παράγωγα είναι λέξεις που διαβάζουμε και αρκετοί χρησιμοποιούν συχνά στον προφορικό λόγο. Είναι, παρ’ όλα αυτά, αμφίβολο αν δίνουμε όλοι την ίδια ερμηνεία. Το κοινό πλαίσιο συζήτησης δημιουργείται μάλλον από τα συμφραζόμενα και λιγότερο από την έννοια που δίνουμε στις παραπάνω λέξεις. Μήπως επειδή η νεωτερικότητα… δεν είναι μόνο μία; Συζητήσαμε με τον Βασίλη Μπογιατζή για το περιεχόμενο, τις ερμηνευτικές προσεγγίσεις αλλά και την πρόσληψη της έννοιας από ελληνικής πλευράς.
Ο Βασίλης Μπογιατζής είναι διδάκτωρ ΕΜΠ/ΕΚΠΑ στην Ιστορία και Φιλοσοφία των Επιστημών και της Τεχνολογίας και εργάζεται στη Μέση Εκπαίδευση. Από τις εκδόσεις Ευρασία κυκλοφορεί η μελέτη του «Μετέωρος Μοντερνισμός: Τεχνολογία, Ιδεολογία της Επιστήμης και Πολιτική στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου (1922-1940)». Μελέτες του για τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης και τον Παναγιώτη Κονδύλη πρόκειται να συμπεριληφθούν στους συλλογικούς τόμους «Το πολύχρωμο μωσαϊκό της γερμανικής ιστορίας» (εκδόσεις Επέκεινα) και «Παναγιώτης Κονδύλης, ένας στοχαστής ενάντια στις βεβαιότητες» (εκδόσεις Ευρασία).
Οι θεωρίες
– Τι είναι η νεωτερικότητα;
– Δεν είναι εύκολο να απαντηθεί, είναι εξάλλου το κατ’ εξοχήν πρόβλημα των κοινωνικών επιστημών. Οπωσδήποτε ταυτίζεται με την αυτονομία, την απόπειρα να απαντηθούν τα μείζονα ερωτήματα της πολιτικής, της οικονομίας και της γνώσης, με κοσμικούς και όχι μεταφυσικούς-θεολογικούς όρους. Αυτό διανοίγει νέες δυνατότητες και ελευθερίας και κυριαρχίας, ταυτόχρονα.
Κάθε απάντηση, έτσι, σε ερωτήματα όπως «πώς μπορούμε να κυβερνήσουμε την κοινή ζωή;», «πώς μπορούμε να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες μας;», «πώς επιτυγχάνουμε την αληθή γνώση;» – όντας αυτόνομη, γίνεται προβληματική και αμφιλεγόμενη.
Ωστόσο, οι θεωρίες του εκσυγχρονισμού, οι θεσμικές προσεγγίσεις, αλλά και οι μαρξιστικές, συνoψίζουν τη νεωτερικότητα σε μια ιδιαίτερη αλληλουχία επαναστάσεων: την Επιστημονική του 17ου αιώνα, τη Βιομηχανική και την ανάδυση του καπιταλισμού, τις Δημοκρατικές του 18ου και του 19ου αιώνα.
Εκτοτε, θεωρούν, διατυπώθηκαν μια για πάντα οι «γνήσιες» νεωτερικές απαντήσεις στα προαναφερθέντα ερωτήματα και η μοντέρνα κοινωνία ακολούθησε προοδευτική πορεία: διαφορές που παραμένουν μεταξύ κοινωνιών ανάγονται έτσι είτε στην «οπισθοδρομικότητά» τους είτε στην καταστροφική επίδραση του «Κεφαλαίου».
– Εσείς πώς την προσεγγίζετε;
– Βασίζομαι σε περισσότερο «ερμηνευτικές» θεωρήσεις. Υπογραμμίζω τη σημασία αυτών των «στιγμών» και την αξία της αυτονομίας, αλλά δεν θεωρώ ότι η νεωτερικότητα εξελίχθηκε γραμμικά. Η εμπειρία αυτών των στιγμών, όπως και άλλων εξίσου σημαντικών (Παγκόσμιοι Πόλεμοι και κρίσεις του 20ού αιώνα), καθώς και οι συλλογικές ερμηνείες τους, διαμόρφωσε ξεχωριστές ποικιλίες νεωτερικότητας. Διαφορετικές κοινωνίες βίωσαν με διαφορετικούς τρόπους αυτές τις στιγμές, ενώ και οι διαφιλονικούμενες ερμηνείες που έδωσαν αμφισβητήθηκαν και αμφισβητούνται. Είναι επομένως πολλοί οι δρόμοι προς και εντός της νεωτερικότητας.
To πρότυπο
Αρα, δεν εμβαθύνουμε στην κατανόηση της «ελληνικής περίπτωσης», όταν απλώς αναζητούμε αποκλίσεις. Σκέφτομαι όσα γράφει ο Stefan Collini για τον «εξαιρετικό» ή «αποκλίνοντα» ρόλο κάθε εθνικής ιστορίας.
Υποστηρίζει πως πράγματι, καθεμία από τις μείζονες, και όχι μόνο, κοινωνίες είναι με τον τρόπο της ιδιαίτερη.
Εξάλλου, οι σχετικοί ισχυρισμοί –«οι αγγλικές ιδιαιτερότητες», «η γερμανική ιδιαίτερη πορεία», «ο αμερικανικός εξαιρετισμός», «η γαλλική μοναδικότητα»– είναι ευρύτατα διαδεδομένοι. Ποια είναι όμως η κοινή «νόρμα» εξέλιξης βάσει της οποίας εντοπίζονται αποκλίσεις; Στις σχετικές συζητήσεις, παρατηρεί, μια υποτιθέμενη ευρωπαϊκή «νόρμα» λειτουργεί ως κριτήριο σύγκρισης.
Ωστόσο, αυτή δεν είναι τίποτε άλλο παρά η στερεοτυπική, και για αυτό επιφανειακή, περιγραφή μιας άλλης ιδιαίτερης περίπτωσης. Ετσι, συγκαλύπτεται ότι τέτοιο γενικό πρότυπο δεν υπάρχει.
– Πώς προσλαμβάνεται η κρίση της στην Ελλάδα κατά τον Μεσοπόλεμο;
– Ο Μεσοπόλεμος, όπως σηματοδοτήθηκε από τη λήξη του Μεγάλου Πολέμου και τη Μεγάλη Κρίση του ’30, συνδέθηκε στην Ευρώπη με την κατάρρευση της αισιόδοξης ιδεολογίας της προόδου, την αδυναμία του «συστήματος» να αυτοκυβερνηθεί και την ανάδυση των ολοκληρωτισμών.
Η Ελλάδα ευθυγραμμίστηκε με αυτές τις εξελίξεις. Η μεσοπολεμική ελληνική κοινωνία, στον απόηχο της Μικρασιατικής Καταστροφής και της χρεοκοπίας της Μεγάλης Ιδέας, ήταν υπό πίεση, όπως π.χ., η Γερμανία της Βαϊμάρης.
«Νέα Ξεκινήματα» και παλιές νόρμες
«Η όξυνση του κοινωνικού ζητήματος», συνεχίζει ο κ. Μπογιατζής, «η ανησυχία για τη διάδοση των κομμουνιστικών ιδεών, η δυσπιστία για ορισμένες “δυτικές” αξίες, η γοητεία των αυταρχικών λύσεων, η οικονομική ανάπτυξη και διατύπωση εκσυγχρονιστικών προγραμμάτων που υπόσχονταν “Νέα Ξεκινήματα” συμπλέκονταν.
Οι νέες συνθέσεις συγκρούονταν και, ταυτόχρονα, συνέπιπταν σε πολλά: η ανεπιφύλακτη αποδοχή του αστικού εκσυγχρονισμού από τον Ελευθέριο Βενιζέλο συνδεόταν με μια αυταρχική βούληση ενίσχυσης της εκτελεστικής εξουσίας. Το “πρόγραμμα” του Ιωάννη Μεταξά, τεχνολογική ανάπτυξη συν επίλυση του κοινωνικού ζητήματος, αποτελούσε μέρος του ευρύτερου φασιστικού παλιγγενετικού αντικοινοβουλευτικού και αντικομμουνιστικού του σχεδίου. Ο φιλελευθερισμός, ο “νέος ανθρωπισμός” και ο ευρωπαϊσμός του Γιώργου Θεοτοκά συνδυάζονταν με τη γοητεία της φασιστικής θεληματικότητας, τη διάγνωση του δυτικού “μηδενισμού” και την αποδοχή κορπορατιστικών λύσεων. Ο κομμουνιστικός ανθρωπισμός του Δημήτρη Γληνού συνδεόταν άρρηκτα με τη μυστικοποιημένη εξύμνηση της μαρξιστικής “επιστήμης” και την πρόσληψη της ΕΣΣΔ ως δημιουργήματος προερχόμενου από τη “λάβα της ζωτικότητας του προλεταριάτου”. Ο Ηλίας Ηλιού εξυμνούσε τον τεχνολογικό μοντερνισμό χωρίς να αναστοχάζεται το πλαίσιο και τους εμπλεκόμενους στη χρήση και τον σχεδιασμό της τεχνολογίας.
Υπερτονίζοντας την ηθική, όχι την κοινωνική ελευθερία, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος ανύψωνε, στις παρυφές του φασισμού, υπεράνω του ατόμου την Πολιτεία που ρίζωνε στην “ελληνική ιδέα”. Τέλος, η εξύμνηση του ατομικού/προφητικού στοιχείου από τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο δεν απέφευγε τον πειρασμό του πολιτικού ολοκληρωτισμού που πήγαζε από αυτή τη ριζοσπαστική συντηρητική βούληση».
Το όραμα στην Ευρώπη
– Ποιο ρόλο διαδραματίζει η παράδοση σε αυτή την πρόσληψη;
– Η απάντηση προϋποθέτει να αποστασιοποιηθούμε από την απόλυτη διάκριση παράδοσης – νεωτερικότητας. Στο ευρύ πλαίσιο της νεωτερικότητας και των κρίσεών της η παράδοση ή, τέλος πάντων, ό,τι διαβάζεται ή επιτελείται ως τέτοιο, προσλαμβάνεται ως πηγή άντλησης «θεραπειών» για τις «παθογένειες» της νεωτερικότητας (τη διάλυση της κοινότητας, τον πολυθεϊσμό των αξιών, την έλλειψη ιδεωδών κ.λπ.). Στην Ευρώπη, το στραμμένο προς το μέλλον όραμα συντηρητικών και φασιστών φτιαχνόταν με τα υλικά μιας «νέας» ανάγνωσης του παρελθόντος. Παρέπεμπαν σε σταθερές αξίες και σε μια «υγιή» και «αναγεννημένη» εθνική κοινότητα από την οποία θα απουσίαζαν οι ανυπόφορες κοινωνικές συγκρούσεις της σύγχρονης κοινωνίας με την επίφοβη στο σκεπτικό τους έκβαση. Εύκολα ανιχνεύονται τέτοια στοιχεία στην «ελληνικότητα» της Γενιάς του Τριάντα, στον Τρίτο Ελληνικό Πολιτισμό του Μεταξά, στο σκεπτικό του Βενιζέλου, του Γληνού και της εαμικής λαϊκότητας κ.λπ.
Να τονίσω, όμως, πως πολλές από τις σχετικές συζητήσεις, όπως και εκείνες για Ελύτη, Συκουτρή, Θεοτοκά, Βάρναλη κ.λπ., μονοπωλούνται από συντηρητικές, φιλελεύθερες και αριστερές προθέσεις είτε αγιογράφησης είτε δαιμονοποίησης. Ετσι, δεν υπάρχουν αποχρώσεις. Επιχειρώ να κινηθώ εντελώς διαφορετικά, αντλώντας ερεθίσματα από προσεγγίσεις που δεν έχουν τέτοιες προθέσεις. Π.χ., στο πλαίσιο της ιστορίας ιδεών ο Τόμας Μαν μελετάται στην όλη του εξέλιξη, από τον γερμανικό εθνικισμό και την απόρριψη της δημοκρατίας ώς την υπεράσπιση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, ενώ διερευνώνται οι σχέσεις του Μπάουχαουζ με τον ναζισμό και του Λε Κορμπιζιέ με τον φασισμό. Ανάλογες συζητήσεις εδώ βέβαια θεωρούνται, ένθεν κακείθεν, ασέβεια.