Η Γκίζα και η άλλη

11' 36" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η Γκίζα και η άλλη
Η Γκίζα και η άλλη-1

ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΡΑ | ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΤΑΡΔΗΣ

«Μα ποια είναι αυτή;» αναρωτήθηκα -όπως πολλοί άλλοι, είμαι

σίγουρος- όταν, πριν από μερικά χρόνια, άκουσα για πρώτη φορά την

Γκίζα στο ραδιόφωνο του ΣΚΑΪ. Ηταν φανερό ότι η κυρία χωρίς

επώνυμο, με την τσιριχτή φωνή και τις αιχμηρές απόψεις, οι οποίες

έπεφταν βροχή, ήταν μια περσόνα, ότι έκρυβε την ταυτότητα της

δημιουργού της. Σιγά-σιγά, άρχισα να ακούω τη φωνή πίσω από τη φωνή

της. Δηλαδή, άρχισα να ακούω την Κωνσταντίνα Βαρσάμη, μια γνωστή

και αγαπητή ραδιοφωνική παραγωγό, χωρίς να γνωρίζω ακόμη το όνομά

της. Μου άρεσε το χιούμορ της, το πηγαίο γέλιο που της ξέφευγε πού

και πού. Πριν το καταλάβω, ανυπομονούσα να ακούσω τα σχόλια της

Γκίζας, να δω ποιο παραμύθι θα πλάσει γύρω από τους πρωταγωνιστές

της καθημερινότητάς μας – από τον Τζορτζ Πασόκ, τον Τέως

Καταλληλότερο, τον Σερ Παγκάλ και τον Μπιγκ Βανζέλ, στη Βασίλισσα

του Πικερμίου, στον Γκουρού των Φανατικών της Απόλαυσης και στην

κόρη της, «το Γκιζάκι».

Η σάτιρα της Γκίζας βασίζεται όχι στην επιθετικότητα και στο

σαρκασμό, αλλά στην αναγνώριση του παραλόγου στη δημόσια και την

ιδιωτική ζωή μας. Αλλοτε κεφάτη, άλλοτε μελαγχολική, παραμένει

καλοπροαίρετη, ενώ παρατηρεί την εξυπνάδα, την έπαρση, την

αδεξιότητα των συμπολιτών της. Η Γκίζα είναι ευγενική, ακούει τους

άλλους, σέβεται τους συνομιλητές της. Σε ζωντανή εκπομπή, δεν

φοβάται την ακροβασία ανάμεσα στη φάρσα και το σοβαρό. Ξέρει πότε

να καυτηριάζει και πότε να παρηγορεί, πότε να μιλάει και πότε να

σιωπά. Συνδυάζει κάτι από τη Μαντάμ Σουσού και το σόου της Λουσίλ

Μπολ με τα τρελά του Καραγκιόζη, με ελεύθερους συνειρμούς και

δουλεμένες ατάκες.

Τελικά δεν άντεξα: έσπασα τη συνθήκη ανάμεσα στη δημιουργό και

τον ακροατή. Ηθελα να μάθω ποια είναι αυτή η «άλλη» πίσω από την

Γκίζα, πώς βλέπει τον κόσμο μας, πώς δουλεύει.

Οσο διαβάζετε, φανταστείτε μια φωνή απαλή και ζεστή…

Εχω την αίσθηση ότι η Γκίζα πετάχτηκε από το μέτωπό σου

ολοκληρωμένη και ετοιμοπόλεμη. Ηταν έτσι;

Η αναζήτηση του προσώπου γίνεται κάθε μέρα. Δηλαδή, δεν μπορώ να

σου πω ότι είναι ένα πράγμα η Γκίζα, είναι πάρα πολλά και κάθε μέρα

αναθεωρεί. Ολο το ζητούμενο για μένα είναι η ραδιοφωνική ιστορία.

Δηλαδή, πώς το φαντασιακό κομμάτι ενός ακροατή -γιατί εγώ είμαι

κυρίως ακροατής- μπορεί να ταυτιστεί με αυτό που ακούει και να

ταξιδέψει. Δεν θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι θα κάνω κάτι άλλο

εκτός από ραδιόφωνο, γιατί μεγάλωσα με έναν τέτοιο τρόπο -ήταν πολύ

μοναχικός- και άκουγα πάρα πολύ ραδιόφωνο. Στο σπίτι μου δεν

μιλούσαν ελληνικά (οι γονείς μου ήταν παιδιά πολιτικών προσφύγων)

και ο μόνος τρόπος για να έχω επαφή με τη γλώσσα ήταν το ραδιόφωνο.

Η αγαπημένη μου εκπομπή ήταν οι αναζητήσεις του Ερυθρού Σταυρού. Αν

με ρωτούσες, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, η απάντηση θα ήταν

ότι δεν θέλω να βρίσκομαι εδώ που είμαστε αυτήν τη στιγμή, αλλά

θέλω να βρίσκομαι εκεί μέσα, σε αυτό το κουτί, όπου θεωρώ ότι κάτι

άλλο συμβαίνει. Στην ουσία η Γκίζα, για μένα, είναι αυτό.

Βλέπω ότι σε ανθρώπους που δεν θα ήταν φίλοι με την Γκίζα,

αρέσουν πράγματα που λέει. Λειτουργεί λίγο σαν «φίλτρο» της

πραγματικότητας. Το αισθάνεσαι αυτό;

Οχι με τη βαρύτητα που του δίνεις. Πλέον για μένα αυτό το πράγμα

-πέρα από την ανάγκη της έκφρασης- είναι δουλειά πολύ δομημένη.

Αυτό που ακούς έχει προεργασία τουλάχιστον τριών ωρών. Ελάχιστα

πράγματα είναι εκτός κειμένου. Και έχει και μια προεργασία την

προηγούμενη μέρα, στην παρατήρηση. Αυτό μοιάζει χαζό και φλύαρο,

αλλά είναι και μια διαδικασία όπως οι ηθοποιοί προσεγγίζουν το ρόλο

τους και ψάχνουν συνέχεια διάφορα κομμάτια…

Μου κάνει εντύπωση η οικονομία των λέξεών σου.

Είμαι πάρα πολύ σπάταλη σαν άνθρωπος, και συναισθηματικά. Σχεδόν

φλύαρη και χαώδης νομίζω, κυρίως για τους ανθρώπους που ερωτεύομαι.

Οπότε, προκειμένου να μην εκτεθώ πάρα πολύ, είμαι και πιο

προσεκτική. Αλλά συμβαίνει, νομίζω, κάτι άλλο. Πάλι σκέφτομαι σαν

ακροατής την ώρα που κάνω εκπομπή, και λέω: «Αυτό που θα ήθελα να

ακούσω αυτήν τη στιγμή θα ήταν κάτι που στην ουσία δεν το έχεις

καταλάβει; Κάτι που, στην ουσία, δεν έχεις η ίδια απάντηση, γιατί

να το πεις;». Και έτσι, υπάρχουν πράγματα για τα οποία δεν έχω

γνώμη. Και λέω ότι δεν έχω γνώμη. Πολλοί λένε ότι η Γκίζα είναι ο

μέσος όρος. Οτι είναι ένας άνθρωπος, ας πούμε, πολύ καθημερινός,

που δεν αντιλαμβάνεται τι σημαίνει το 23% ΦΠΑ.

Συμφωνείς με αυτό;

Μου αρέσει να συμφωνώ. Ναι.

Εγώ διαφωνώ.

(Γελάει) Ναι, δεν ξέρω. Κοίταξε, μου αρέσει να ανήκω κάπου. Αν

για κάποιους ανήκω στον μέσο όρο, θα δεχτώ ότι είμαι ο μέσος όρος,

ο μέσος άνθρωπος. Αλλά, ταυτόχρονα, πιστεύω ότι κανείς μας δεν

είναι ο μέσος άνθρωπος.

Η αίσθησή μου είναι ότι λειτουργείς σαν καθρέφτης. Εκφράζεις

πράγματα που θέλει να πει ο κόσμος, απορίες που έχει. Αυτό δεν

σημαίνει ότι τα φέρνεις σε ένα μεσαίο επίπεδο.

Ωραίο είναι αυτό. Πολύ κολακευτικό.

Ακούς, όσο λίγοι.

Ακούω. Εχω εκπαιδευτεί σε αυτό όμως. Σου είπα γιατί. Μεγάλωσα

πολύ μοναχικά. Ή έτσι το βίωσα. Οπότε, επειδή ήμουν ακροατής, μπορώ

να το κάνω καλά, δηλαδή μπορώ να ακούω.

Παρόλο που η Γκίζα έχει πάρει μια ζωή δική της και θα έλεγε

κανείς ότι τώρα θα μας μιλάει αφ’ υψηλού.

Οχι, γιατί συνέχεια νιώθω ότι εκπαιδεύομαι σε αυτό. Δεν πιστεύω

ότι έχω κατακτήσει κάτι, ότι έχω έναν κώδικα. Δηλαδή, κάθε μέρα

ξυπνάω με το ίδιο άγχος. Αυτό με ταλαιπωρεί, πάρα πολύ.

Αισθάνομαι, πάντως, ότι έχετε έρθει πιο κοντά -η περσόνα και

εσύ- τώρα, στα ζόρικα που ζούμε. Ακουμπάς στις δικές σου αξίες,

στο δικό σου χιούμορ.

Ναι, έτσι όπως έχουν έρθει τα πράγματα, η μία έρχεται πιο κοντά

στην άλλη. Ωστόσο, η Γκίζα, είναι πάντα πιο χαρούμενη, πιο

ευέλικτη, είναι πάντα πιο πάνω από τα πράγματα. Εχει τη σοφία να

είναι. Εγώ δεν είμαι έτσι.

Την έχεις συμπαθήσει πιο πολύ από παλιά;

Ε, βέβαια, τώρα την αγαπάω. Παλιά ήταν ένα πρόσωπο που με

καταδίωκε. Ηταν ένα πρόσωπο που είχε συγκεκριμένες γωνίες. Δηλαδή,

ήταν πιο τετράγωνη. Τώρα, όσο περνάει ο καιρός, έχω την εντύπωση

πως μαλακώνει, και ότι τη μαλακώνει η εξέλιξη της ζωής. Αναγκάζεται

να κάνει πράγματα που ούτε καν τα είχε διανοηθεί. Δηλαδή, κάνει

οικονομίες, ενώ πριν ήταν πολύ σπάταλος άνθρωπος. Επαιρνε δάνεια,

τώρα πια δεν παίρνει δάνεια. Αντιλαμβάνεται πώς είναι μια πιο

πραγματική ζωή. Ναι, είναι πιο κοντά πια το ένα πρόσωπο στο

άλλο.

Πώς βλέπει τον κόσμο που την ακούει; Εσύ πώς τον βλέπεις;

Δεν πιστεύω ότι υπάρχει ένας κόσμος. Δηλαδή τώρα, ετούτη τη

στιγμή, είμαστε εδώ και είναι ένα σύμπαν ολόκληρο από αυτό που

έχεις φέρει εσύ μαζί σου, από αυτό που κουβαλάω εγώ, που

συναντιόμαστε πίνοντας ένα τσάι και ταυτόχρονα γύρω μας γίνεται

ένας κατακλυσμός από χιλιάδες άλλα πράγματα. Ο καθένας έχει έναν

δικό του κόσμο και κάποιες στιγμές νομίζω ότι εφαρμόζει λιγάκι στον

κόσμο των άλλων.

Ο Ευγένιος Σπαθάρης έλεγε ότι, για να παίξει κανείς

Καραγκιόζη, και για να τον καταλάβει, πρέπει να έχει ζήσει

ξυπόλυτος. Εσύ τι εκφράζεις, τι εκπροσωπείς ως Γκίζα;

Νομίζω το ξάφνιασμα. Το ξάφνιασμα απέναντι σε αυτό που δεν

περιμένουμε και ταυτόχρονα την αδικία που γίνεται και πλάκα,

καταργώντας αυτονόητα πράγματα. Δηλαδή, ζούμε σε μια χώρα η οποία

είναι δεδομένο ότι έχει καταργήσει όλα τα αυτονόητα δικαιώματα ενός

πολιτισμένου ανθρώπου. Και είναι μειονότητα οι άνθρωποι που

καταφέρνουν να ζουν διαφορετικά, δηλαδή να ζουν σε ένα καθαρό

περιβάλλον, να μην έχουν προβλήματα με τη γραφειοκρατία, να μη

χρειάζεται να ταλαιπωρούνται όταν πηγαίνουν για μια εξέταση στο

ΙΚΑ. Η Γκίζα, λοιπόν, είναι ξαφνιασμένη, σταθερά. Δεν πιστεύει ότι

της συμβαίνει αυτό το πράγμα, δεν πιστεύει ότι πηγαίνει στην εφορία

και είναι μια κυρία, η οποία στις 8.30 το πρωί έχει φύγει από το

σπίτι της, έχει βαφτεί, έχει φτιάξει τα μαλλιά της, και τρώει ένα

τοστ, την ώρα της υπηρεσίας της. Και της απαντάει «δεν ξέρω σε ποιο

γκισέ πρέπει να πάτε για να πληρώσετε». Οταν είσαι ένας άνθρωπος

που δεν κανιβαλίζεις και ιδιαίτερα, δηλαδή έχεις μια φυσική

απόσταση ή αυτό που λέμε ευγένεια, δεν λες κάτι. Οπότε αναγκάζεσαι

να υποστείς μια συμπεριφορά προσβλητική, ακυρωτική και πάρα πολύ

χρονοβόρα. Η Γκίζα νομίζω πως εκφράζει αυτό. Το πώς η καθημερινή

μας ζωή πάει προς τα πίσω.

Και απαντάει στην κυρία με το τοστ εκεί που εμείς δεν θα

απαντούσαμε.

Δεν θα το έκανα. Η Γκίζα όμως θα το έκανε. Μπορεί να της τράβαγε

και το κολιέ εκείνη τη στιγμή.

Θυμάμαι τότε που ο Στρος-Καν είχε δηλώσει ότι «οι Ελληνες

έπεσαν στα σκατά», η Γκίζα απάντησε: «Kiss my ass, Dominique!».

Αισθάνθηκα σαν να μιλούσες και για μένα.

Ξέρεις, είναι αβίαστο αυτό. Δεν λέω: «Θα πω αυτό, γιατί αυτό θα

κάνει πλάκα ή θα είναι ένα σχόλιο που θα ικανοποιήσει κάποιον».

Είναι αυτό που θέλω να πω εγώ εκείνη τη στιγμή.

Το χιούμορ σου βγάζει καλοσύνη – το ξάφνιασμα μπροστά στους

αταίριαστους συνδυασμούς και σε απίστευτες καταστάσεις.

Αυτό το πιστεύω πάντα. Πιστεύω ότι το καλό είναι πιο ισχυρό.

Είναι πάνω από εμάς. Δηλαδή, μια καλή πράξη -ακόμη και με αυτήν τη

μελό έννοια- μπορεί να ακυρώσει πάρα πολλά πράγματα. Δεν το

καταφέρνω στη ζωή μου αυτό. Η Γκίζα έχει τη σοφία να πιστεύει ότι

είναι πιο ισχυρό κεφάλαιο απ’ ό,τι είναι το υπόλοιπο. Και αυτό

πιστεύω ότι συμβαίνει στις προσωπικές μας σχέσεις. Αν δεν συνέβαινε

αυτό, θα ήμασταν χαμένοι σε μια τέτοια περίοδο.

Ανησυχείς;

Ανησυχώ μόνιμα, σταθερά και αμετανόητα. Για όλα τα πράγματα.

Αλλά επειδή έχω κάνει πολλή ψυχοθεραπεία, ξέρω ότι η ανησυχία μου

δεν είναι υπαρκτή, γι’ αυτό καθαυτό που συμβαίνει τώρα. Είναι η

ανησυχία που έχω βιώσει όταν ήμουν μικρός άνθρωπος. Και θα είμαι

αντιμέτωπη συνέχεια με αυτή την ανησυχία. Από την άλλη, νομίζω ότι

είναι πιο εύκολο να ανησυχεί κανείς παρά να χαίρεται. Είναι πιο

οικείο περιβάλλον η ανησυχία. Ωστόσο, πρέπει να σου πω ότι ίσως τον

τελευταίο χρόνο καταφέρνω και παίρνω μια απόσταση από την πολύ

μεγάλη ανησυχία, από την πολύ μεγάλη αγωνία, η οποία στο παρελθόν

μού ανέβαζε και την αδρεναλίνη – δηλαδή, το άγχος με κινητοποιούσε

πάρα πολύ. Καταφέρνω και παίρνω μια απόσταση, και δείχνω μεγαλύτερη

εμπιστοσύνη στη ζωή. Πιστεύω ότι έχει μια νομοτέλεια η ζωή. Θέλω να

πιστεύω ότι έχει μια νομοτέλεια. Δηλαδή, οι άνθρωποι που

ταλαιπωρήθηκαν κάποια στιγμή θα δικαιωθούν – δεν μπορεί να είναι

για πάντα μια ταλαιπωρία.

Πώς έφυγες λίγο πιο μακριά για να τα βλέπεις έτσι;

Ε, μεγαλώνω. Μεγαλώνω παράλληλα με ένα παιδί, που το βλέπω να

αντιλαμβάνεται τον κόσμο διαφορετικά. Με πιάνω να μεγαλώνω με τον

τρόπο που μεγάλωνε η μάνα μου – και καταλαβαίνω τον τρόπο της,

νομίζω, γιατί έχω την «πολυτέλεια» να μην έχω πια μάνα. Δηλαδή, αν

ζούσε θα είχα μια τριβή μαζί της καθημερινή και η σχέση μας θα μας

πήγαινε κάπου αλλού. Οταν ησυχάζει το παιδί μου και κοιμάται,

βρίσκω για λίγο τη σοφία να φύγω από τα πράγματα και να τα δω

διαφορετικά… Συμφιλιώθηκα με την ιδέα ότι δεν μπορώ να αρέσω σε

πολλούς. Γιατί κι εμένα δεν μπορεί να μου αρέσουν όλοι.

Εσύ με τι γελάς;

Με πολύ λίγα πράγματα. Γελάω πάρα πολύ με το πάθημα, δηλαδή με

αυτό που παθαίνω εγώ ή αυτό που παθαίνει κάποιος άλλος. Νομίζω αυτό

είναι το πιο αστείο πράγμα στη ζωή, αυτός είναι ένας αμυντικός

μηχανισμός του ανθρώπου για να αντέχει το βάρος της ζωής του. Γελάω

με την εξυπνάδα, ίσως, δηλαδή με κάτι που έχει μια ωραία αντίδραση.

Γελάω με το πάθος κάποιου που ενέχει το νοιάξιμο, την υποταγή, την

αντίδραση και ταυτόχρονα την εκδίκηση, δηλαδή πολλά συναισθήματα

μαζί, γιατί οι άνθρωποι είμαστε πολύχρωμοι, δεν είμαστε ένα πράγμα.

Πολλές φορές χάνω το κέφι μου, θέλω να σου πω. Αυτή η ενασχόληση με

ένα καθημερινό δημιούργημα το οποίο πρέπει να είναι αστείο, πρέπει

να είναι νόστιμο, πολλές φορές στη ζωή μου με ταλαιπωρεί και δεν

γελάω με πράγματα. Δηλαδή, χάνω το χιούμορ μου. Πολλές φορές πάω

στον ομοιοπαθητικό και του λέω «δεν γελάω πια». Και οι μέρες που

έχω γελάσει είναι για μένα κερδισμένες μέρες.

Πόθεν η Γκίζα;

Μου ζήτησαν από τον ΣΚΑΪ να κάνω ένα κοσμικό ρεπορτάζ. Αυτό ήταν

πάρα πολύ κόντρα σ’ εμένα. Σκέφτηκα λοιπόν πως, αντί να κάνω ένα

κοσμικό ρεπορτάζ, μπορώ να κάνω ένα αντι-κοσμικό ρεπορτάζ, το οποίο

όμως να δίνει την πληροφορία. Να λέει ότι η κυρία τάδε χθες το

βράδυ ήταν εκεί, και φόραγε αυτό, και ήταν με τον κύριο αυτό.

Επρεπε να είναι νόστιμο. Εγώ αυτό που ήξερα να κάνω είναι να βάζω

τραγούδια το ένα δίπλα στο άλλο.

Η προϋπηρεσία που υπήρχε μέσα μου σε σχέση με αυτό ήταν ότι έχω

σπουδάσει θέατρο, οπότε ένας ρόλος ήταν πολύ εύκολο να

δημιουργηθεί, αλλά όλο αυτό ήταν πάρα πολύ πρωτόλειο και αδέξιο.

Και όταν το έγραφα, σαν κείμενο, δεν ήξερα ότι θα γίνει άνθρωπος.

Σκεφτόμουν πάντα την περίπτωση μιας εκπομπής που δεν θα ήταν

ακριβώς μια καταγραφή της επικαιρότητας, θα είχε κι άλλα πράγματα

και θα είχε οπωσδήποτε τραγούδι. Το τραγούδι ήταν η αφορμή πάντα, η

αφετηρία, αλλά και το τέλος.

Είπα λοιπόν ότι θα διηγηθώ μια ιστορία, στην αρχή, όχι ότι θα

φτιάξω έναν άνθρωπο. Πριν μπω να το ηχογραφήσω, λέω «δεν μπορώ να

το κάνω με το όνομα αυτό, γιατί δεν είμαι εγώ μια κυρία που μπορεί

να κάνει παρέα με έναν κοσμικό, άρα πρέπει να εφεύρω ένα πρόσωπο».

Είχα στο μυαλό μου μια κυρία, η οποία είναι λίγο στρυφνή, λίγο

αδέξια, αλλά ταυτόχρονα έχει και μια υπερβατικότητα, δηλαδή κάτι

ανάμεσα στην Κρουέλα Ντεβίλ και τη Μαίρη Πόπινς. Ενας συνάδελφος

μου είπε: «Τι να σου πω, βρε Κωνσταντίνα; Εσύ είσαι σαν μια φίλη

που είχα στο γυμνάσιο και ήξερε όλο το παρασκήνιο του σχολείου – τι

γίνεται με τους συμμαθητές, τι γίνεται με τους καθηγητές. Τη λέγανε

Γεωργία και τη φωνάζαμε Γκίζα, γιατί ήταν μυστήριο». Το Γκίζα,

λοιπόν, μόλις μου το λέει, μου κάνει ένα κλικ. Λέω «ωραίο είναι,

πάρα πολύ ωραίο». Και πάρα πολύ παρορμητικά, στο τέλος σχεδόν αυτής

της ηχογράφησης, είπα: «Σας φιλώ γλυκά, η φίλη σας Γκίζα». Αυτό

άρεσε, για κάποιο λόγο.

Info: Η εκπομπή «Η Γκίζα… Kάπου αλλού», καθημερινά στο

ραδιόφωνο του ΣΚΑΪ, στις 12.30 μ.μ., και «Η Γκίζα μιλά με τους

Ειδικούς», τα Σάββατα, στις 10 π.μ.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT