Είναι τραγικό, όλοι μένουν στο «δεν»

8' 24" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Είναι τραγικό, όλοι μένουν στο «δεν»
Είναι τραγικό, όλοι μένουν στο «δεν»-1

Του Δημητρη Mπουρα

Η θητεία του Νίκου Περάκη στον ελληνικό κινηματογράφο άρχισε το

1982 με το «Αρπα -κόλλα» και συνεχίστηκε με το «Λούφα και

παραλλαγή», τον μεγαλύτερο σταθμό της ελληνικής κωμωδίας από τη

μεταπολίτευση μέχρι τώρα. Ο Περάκης διαφωνεί με τον όρο «κωμωδία»,

θεωρεί τις ταινίες του σάτιρες, υποθέτω πως δεν του αρέσει και ο

χαρακτηρισμός «σταθμός». Κάποτε, στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης,

προκάλεσε έχθρες λέγοντας πως ο ελληνικός κινηματογράφος έχει

κολλήσει γιατί κάθε ελληνική ταινία είναι κι ένας σταθμός. Οι δικές

του ταινίες δεν απώθησαν το στοιχείο της εμπορικότητας και είχαν

μια άμεση σχέση με την ελληνική πραγματικότητα. Αλλες πέτυχαν στο

κέντρο τον στόχο κι άλλες όχι.

Προς το τέλος της συνέντευξης που παραχώρησε στην «Κ» στο σπίτι

του στου Ψυρρή, με αφορμή τη νέα του ταινία «Λούφα και παραλλαγή –

σειρήνες στη στεριά», μου έδειξε ένα βίντεο στο youtube. Ενα μοντάζ

εικόνων από τις προηγούμενες ταινίες του, κατά τον ίδιο «μια αφελής

αφήγηση της ελληνικής ιστορίας μεταπολιτευτικά». Με το «Σειρήνες

στη στεριά» ο Περάκης προσθέτει ένα ακόμη κεφάλαιο στην

«Πατριδογνωσία» του, κινηματογραφώντας με ταχύτητα το σύγχρονο

ελληνικό αλαλούμ. Η ταινία κάνει πρεμιέρα παραμονή της Εθνικής μας

εορτής. Ο Τζιμπιτζίδης, ο Σταυρομαθιακάκης (έξοχος ο Ορφέας

Αυγουστίδης) και οι υπόλοιποι της παλιοσειράς παρελαύνουν χωρίς το

χακί.

– Κύριε Περάκη, πώς είναι η ζωή στο κέντρο της πόλης;

– Οι νύχτες είναι πιο επικίνδυνες, αν αναφέρεστε σ’ αυτό. Κατά

τ’ άλλα, η ζωή στου Ψυρρή συνεχίζει να έχει τα χαρακτηριστικά μιας

μικρής γειτονιάς. Βγαίνεις έξω, βλέπεις γνωστούς, ξέρεις τις

φουρνάρισσες, τις γκαρσόνες στα καφενεία και στα εστιατόρια. Είναι

σαν καλοκαίρι σε νησί. Αυτή ήταν και η πρώτη μου εντύπωση όταν ήρθα

να μείνω εδώ πριν από 9 χρόνια.

– Δεν άλλαξαν οι εντυπώσεις;

– Αν δεν είχαμε πέσει πάλι στην υπερβολή, οι ξένοι με τις

ανεξέλεγκτες δραστηριότητές τους και οι ντόπιοι επίσης, θα ‘ταν

γραφικά κι ωραία. Ο καθένας όμως κάνει ό, τι θέλει. Το μεγάλο κακό

ξεκίνησε με τους Ολυμπιακούς Αγώνες, όλα τα ισόγεια έγιναν μπαρ ή

χοροπηδηχτάδικα, γέμισαν με αυτοκίνητα τα πεζοδρόμια. Γι’ αυτό λέω,

πως προτιμώ να πέσω πάνω σε μια γκαρσόνα με δίσκο παρά σ’ ένα

αυτοκίνητο και να σκοτωθώ. Αν αναφέρεστε στον κόσμο που έχει

μετοικίσει τελευταία στη γειτονιά, σας παραπέμπω στην ταινία μου

«Artherapy».

– Γιατί αποφεύγετε ταινίες σαν κι αυτή;

– Είναι σίγουρη καταστροφή. Βιοποριστικά, καταστροφή.

– Μια νοσταλγική, φαντασιακή εικόνα της Αθήνας σας ενδιαφέρει

καλλιτεχνικά;

– Αυτό όχι. Αυτό που λέμε «συνοικία τ’ όνειρο» ή «γειτονιά των

αγγέλων» δεν με αφορά ως καλλιτέχνη.

– Φαίνεσθε εξοικειωμένος με την τεχνολογία, φοράτε και t-shirt

με το μήλο της Αpple.

– Είναι δώρο, έχω κι άλλες εταιρείες… (γέλια), το πιο ωραίο

είναι από την «Bad Movies» του Καφετζόπουλου, είναι συλλεκτικό.

– Στο «Artherapy» μπήκατε σε ένα περιθώριο, περιγράψατε υπόγεια

καλλιτεχνικά ρεύματα της πόλης. Στις σημερινές «Σειρήνες» κινείστε

παραπλεύρως της τηλεόρασης, της διαφήμισης, των σελέμπριτις, της

πολιτικής, της νύχτας…

– Για το περιθώριο στο «Artherapy» διαφωνώ, δεν επρόκειτο για

κάτι τέτοιο. Στις σημερινές «Σειρήνες», απλώς, όλα ήταν

προδιαγεγραμμένα. Δείχνω την εξέλιξη των χαρακτήρων των

προηγούμενων «Σειρήνων».

– Δουλεύετε μεθοδικά τα σενάριά σας; Δεν ξεκινάτε το γύρισμα με

την κεντρική σας ιδέα απλωμένη σε μια κόλλα χαρτί;

– Προσπαθώ να κάνω τη δουλειά όπως θα μου άρεσε να την κάνουν οι

σκηνοθέτες, γιατί έχω υποφέρει πολύ στη ζωή μου, στη Γερμανία, ως

σκηνογράφος και ενδυματολόγος σπουδαίων σκηνοθετών.

– Οπως;

– Ο πιο γνωστός εδώ είναι ο Σλέντορφ, έχουμε κάνει το

«Ταμπούρλο» κι άλλες ταινίες.

– Με Ελληνες;

– Εδώ μόνον για τους φίλους μου, τον Πανουσόπουλο και τον

Τσεμπερόπουλο.

– Θα ξαναφεύγατε σήμερα στη Γερμανία;

– Οχι. Τώρα που περιμένω να δω το τέλος του έργου… Τόσες φορές

έχω ξεκινήσει να φτιάξω αυτό το έργο… Θέλω να δω το τέλος

του.

– Φτιάχνεται ερήμην μας, μήπως;

– Γι’ αυτό δεν ξέρω πού πάμε. Εχει πέσει και η ξένη

δραματουργία… Ξέρετε, η ξένη δραματουργία είναι ένα τεράστιο

κεφάλαιο που επηρεάζει και τις ελληνικές ταινίες…

Εχθρούς φτιάχνουμε κάθε εβδομάδα

– Στην πολιτική κατανοητό, αλλά και στο σινεμά;

– Ετσι τα βλέπω και εκεί. Είναι κακά και τα μοντέλα… Οταν οι

Γερμανοί δραματουργοί επεμβαίνουν σε μεσογειακές ταινίες…

Συμβαίνει κατά κόρον μέσω Eurimage και τηλεοπτικών καναλιών, ζητάμε

know how για να μας κάνουν script editing.

– Για τη σκηνή του τέλους που μόλις αναφέρατε, τι ρεπεράζ θα

κάνατε;

– Υπαινίσσεσθε Σύνταγμα ή Ηρώδου Αττικού; Μια σκηνή τέλους θέλει

μεγάλη άπλα.

– Γιατρικό δεν υπάρχει;

– Παυσίπονο ή αντιβιοτικό; Θέλει ολική αναισθησία το πράγμα.

Πονάει ήδη πάρα πολύ, και εδώ στην Ελλάδα ό, τι πονάει το κόβουμε.

Τώρα, άμα πάει ο πόνος και στο κεφάλι…

– Μια κοινωνία που βυθίζεται μπορεί να γελάσει, ή επείγει ένα

άρλεκιν για σωσίβιο;

– Δεν ξέρω. Εκεί είναι και το μεγάλο ερώτημα, όχι μόνο δικό μου

αλλά και αυτών που επενδύουν τα χρήματά τους σε ταινίες. Τι θέλει

να δει ο κόσμος αυτή την εποχή.

– Τι σημαίνει όταν ένας λαός χάνει το χιούμορ του;

– Ο Γερμανός, ας πούμε, δεν είχε ποτέ χιούμορ, με την ελληνική

έννοια του χιούμορ. Αυτοσαρκάζεται περισσότερο, ίσως γιατί είναι

πιο ορθολογιστής ή και λόγω εκπαίδευσης. Ο Ελληνας, αντίθετα, έχει

πρόβλημα με τον αυτοσαρκασμό. Οταν σαρκάζεις την ένδεια ή την

ανεπάρκειά του, εκεί ο θεατής κατεβάζει τις μπάρες δεν θέλει να

πάει παρακάτω.

Στα όρια της τρέλας

– Στις «Σειρήνες στη στεριά» δημιουργείται η αίσθηση ότι είμαστε

ένα κλικ πριν από το παράλογο και την επιστημονική φαντασία.

– Είμαστε προ πολλού σε αυτό που είπατε, δεν ήθελα όμως τέτοια

φιξιόν. Κράτησα την ταινία στα όρια της καθημερινής τρέλας.

– Από το «Λούφα και παραλλαγή» και τη χούντα, πώς φτάσαμε στις

«Σειρήνες στη στεριά» και στη χρεοκοπία;

– Ο «Βίος και η πολιτεία» φταίει. Θυμάστε τον Καραμάνο; Το

κατηγορώ του τα είχε όλα? αυτά που κάποτε τα λέγαμε σαν κριτική και

τώρα συνθέτουν τη ζοφερή μας πραγματικότητα. Ελεγε για

διεφθαρμένους πολιτικούς, για ταξιτζήδες, για άρση της μονιμότητας

των δημοσίων υπαλλήλων.

– Το «ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε», του Κιμούλη στο «Λούφα και

παραλλαγή», χαρακτηρίζει τον σύγχρονο Ελληνα;

– Ναι, αλλά δεν είναι η φράση – κλειδί. Ο Ελληνας σέβεται την

ιεραρχία για ίδιον όφελος, μήπως και πάρει κάτι και από εκεί.

Υπάρχει όμως και η αλαζονεία, αυτό με απασχόλησε και στις «Σειρήνες

στο Αιγαίο» πριν από μερικά χρόνια. Πώς βλέπει ο Τζιμπιτζίδης τους

άλλους πέντε της παρέας του και πώς όλοι μαζί βλέπουν τους

Τούρκους. Πώς τους βλέπουν, σαν εισβολείς ή σαν γκόμενες, η

σεξιστική αντιμετώπιση την οποία έχουν οι Τουρκάλες που φτάνουν στη

βραχονησίδα Πίττα, και πώς τελικά μπορεί να βρεθεί ένας τρόπος

συμβίωσης όλων.

– Η έννοια του εχθρού είναι ένα στερεότυπο;

– Από εχθρούς άλλο τίποτα, φτιάχνουμε κάθε εβδομάδα. Σήμερα η

Μέρκελ, χθες ο Ερντογάν. Νομίζω ότι μας τους υπαγορεύετε και εσείς,

τα μίντια. Κάθε βράδυ βλέπουμε κι από έναν καινούργιο.

– Φοβάστε ή ελπίζετε;

– Ελπίζω η ένταση που υπάρχει σήμερα στην ελληνική κοινωνία να

πάρει θετική τροπή. Ελπίζω, γιατί δεν βλέπω άλλη διέξοδο γι’ αυτό

το πράγμα. Δεν πιστεύω πως θα μπορούσε να γίνει μια αναίμακτη

εξέγερση. Το κακό είναι ότι λείπει και το όραμα. Ολοι είναι

αρνητικοί, λένε τι δεν θέλουν. Κανένας δεν λέει τι θέλει, δεν

προτείνει μια λύση. Είναι τραγικό, όλες οι προτάσεις μένουν στο

«δεν».

– Η ρευστότητα ή η αμφισημία των καιρών είναι θετικό ή αρνητικό

για έναν καλλιτέχνη;

– Το μόνο θετικό είναι ότι υπάρχει ένα θέμα για να

προβληματιστεί ο ίδιος και να προβληματίσει το κοινό. Δεν πιστεύω

πως ο κινηματογράφος άλλαξε την κοινωνία ή τον ρου της Ιστορίας.

Φάνηκε όμως χρήσιμος για να συνειδητοποιήσει κάποια πράγματα ο

κόσμος. Τώρα, που βγάζουμε μια ταινία μέσα στην αναμπουμπούλα, η

μόνη μου ελπίδα είναι να έχει αλλάξει λίγο η διάθεση του κοινού και

να ενδιαφερθεί για κάτι περισσότερο από ένα καλαμπουράκι ή μια

ατάκα – σαχλαμάρα.

– Η κωμωδία είναι σύγκρουση με την πραγματικότητα ή ευφυής

τρόπος διαφυγής;

– Δεν θεωρώ τις ταινίες μου κωμωδίες. Σάτιρες είναι, με κωμικά

στοιχεία. Ρεαλιστικές ταινίες… Το κωμικό υπάρχει παράλληλα και το

χρησιμοποιώ για να μη γίνομαι διδακτικός. Αυτό ήταν και το μεγάλο

μου πρόβλημα όταν ήρθα να δουλέψω στην Ελλάδα, αν δεν υπήρχε το

μήνυμα με το σκεπάρνι ή το σφυρί η ταινία πήγαινε στο πυρ το

εξώτερον. Το χιούμορ, πάντως, είναι σαν κάθαρση, με την έννοια ότι

συνειδητοποιώ κάτι.

– Η σημερινή ευφορία για την ελληνική ταινία είναι βάσιμη ή

τεχνητή;

– Πρέπει να βρούμε τρόπους για να κρατήσουμε ζωντανό το σινεμά.

Βοηθάει το ότι ελληνικές ταινίες παίζονται σε διεθνή φεστιβάλ και

βραβεύονται. Οι θεσμοί που υπήρχαν κατέρρευσαν. Παλιά λέγαμε «θα

κάνεις ταινία;», «θα πας φεστιβάλ;». Tο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης δεν

υπάρχει πια.

Συνταγή αποτυχίας

– Σταρ σίστεμ υπάρχει;

– Τι βι σίστεμ υπάρχει, δυστυχώς.

– Τι θα λέγατε για τη διαπλοκή μόδας, τηλεόρασης και σινεμά;

– Εξαρτάται προς τα πού πάει. Το να βάλεις ένα αναγνωρίσιμο

πρόσωπο σ’ έναν ρόλο δεν θεωρώ πως είναι κακό. Το να φτιάξεις έναν

θίασο από τηλεοπτικούς σταρ στη λογική αν δεν αρέσει ο ένας θ’

αρέσει ο άλλος, αυτό είναι συμβιβασμός ακόμη και για τους κανόνες

της τηλεοπτικής αγοράς. Η συνταγή έφερε τεράστιες αποτυχίες.

– Για τον κωμικό τού χθες;

– Οι ηθοποιοί κάνουν πάντα αυτό που τους ζητάει ο σκηνοθέτης,

κατ’ επέκταση ο κινηματογράφος, η τηλεόραση. Ο ηθοποιός δεν

ευθύνεται αν μια ταινία βγήκε μπαλαφάρα, αποστασιοποιημένη ή

φορμαλιστική. Στο «Λούφα και παραλλαγή» ο Φιλιππίδης μπορούσε να

παίξει πιο ρεαλιστικά, τον άφησα ελεύθερο γιατί έτσι ήταν οι

φιγούρες των αξιωματικών που έζησα στον στρατό. Ο Τσάπλιν στον

«Δικτάτορα» δεν ήταν τίποτα μπροστά στους αξιωματικούς που μας

‘βγάζαν λόγους.

– Tώρα οι κωμικοί είναι σαν να ‘χουν βγει από μια εικονική

πραγματικότητα.

– Οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και στον παλιό κινηματογράφο. Οι

ηθοποιοί, τότε, ίσως έγιναν δημοφιλείς γιατί ήταν καρικατούρες.

Σήμερα είναι τραγικό να βλέπεις τον ηθοποιό να μην παίζει τον

μπακαλόγατο, αλλά να μιμείται τον ηθοποιό που κάποτε έπαιξε τον

μπακαλόγατο. Αυτό κι αν είναι καρικατούρα.

– Για το κιτς, τι θα λέγατε;

– Δύσκολη απάντηση και υποκειμενική. Η έλλειψη οποιασδήποτε

αισθητικής συνέπειας, αυτό που γυαλίζει, προκαλεί και ίσως

φανερώνει τις φιλοδοξίες αυτού που το ντύνεται ή το

χρησιμοποιεί.

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT