Ενα τρένο με συνεπιβάτες συγγραφείς

8' 7" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ενα τρένο με συνεπιβάτες συγγραφείς
Ενα τρένο με συνεπιβάτες συγγραφείς-1

Συνέντευξη στην Ολγα Σελλα

«Εχω φτιάξει και μηλόπιτα», μου είπε η συγγραφέας Ευγενία

Φακίνου, όταν μπήκα στο σπίτι της, στο Χαλάνδρι. Ενα σπίτι που

κυριαρχείται από χειροποίητα έργα, δικά της και άλλων. Χειροποίητο

μοιάζει να είναι και το τελευταίο της μυθιστόρημα, που έχει τίτλο

«Το τρένο των νεφών» (εκδ. Καστανιώτης). Σαν σταυροβελονιά, σαν

πλέξη ζακάρ, αφού η δική της αφήγηση μπλέκεται και πλέκεται,

κυριολεκτικά, με την αφήγηση μερικών από τα πιο κλασικά βιβλία της

λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας. Ενας κόσμος, που έφυγε από τις

σελίδες του βιβλίου της και… εγκαταστάθηκε στις επιφάνειες των

κεντημάτων, που πάντα βρίσκει χρόνο να κάνει η Ευγενία Φακίνου. Και

πάντα της αρέσει να μιλάει πολύ για το βιβλίο που μόλις τελείωσε.

Μόνο που αυτή τη φορά λέει με όλους τους τρόπους ότι αυτό είναι ένα

αλλιώτικο βιβλίο. Ισως γιατί «ταξίδεψε» στη Λατινική Αμερική, με

συνεπιβάτες συγγραφείς αυτής της ηπείρου. Πάντως, δηλώνει

ευτυχισμένη και το εννοεί. Και επίσης δηλώνει προβληματισμένη, και

πάλι το εννοεί. Γιατί «αυτό το βιβλίο κυκλοφορεί σε μια εποχή τόσο

δύσκολη, που ο κόσμος δεν έχει όρεξη ούτε απ’ έξω από τα

βιβλιοπωλεία να περάσει. Η αγωνία μου είναι αν θα βρει τους

αναγνώστες του αυτό το βιβλίο. Επειδή ο συγγραφέας δεν θέλει να

πουλιούνται τα βιβλία του, θέλει να διαβάζονται, θα ήθελα αυτό το

βιβλίο να δανειστεί. Αυτός που θα το πάρει να το δώσει σε τρεις, σε

τέσσερις, σε πέντε φίλους του. Γιατί θέλω πολύ να διαβαστεί». Τι

ακριβώς θέλει να μοιραστεί με τους αναγνώστες; «Θέλω να μοιραστώ

τον κόπο μου και τη χαρά. Γιατί χάρηκα όταν το έγραφα». Και δεν

κρύβει ότι πάντα την στενοχωρούν οι κακές κριτικές. «Είμαι πάντα

παιδάκι. Ποτέ δεν έχω μεγαλώσει. Και κανείς συγγραφέας δεν

μεγαλώνει. Ο,τι έχει συμβεί και τον έχει αλλάξει και τον έχει κάνει

συγγραφέα, βρίσκεται εκεί, στην παιδική του ηλικία. Σ’ εκείνα τα

τραύματα που δεν θεραπεύονται, αλλά παρηγοριούνται από βιβλίο σε

βιβλίο».

– Ποιο ήταν το αρχικό ερέθισμα γι’ αυτό το πολύ διαφορετικό

βιβλίο σας;

– Το θέμα το είχα από το προηγούμενο βιβλίο μου. Είναι το

μυθιστόρημα που αγωνιζόταν να τελειώσει εκείνος ο ιδιόρρυθμος

συγγραφέας από το βιβλίο μου «Οδυσσέας και Μπλουζ». Καθώς

προχωρούσα, λοιπόν, το προηγούμενο βιβλίο, αδυνατούσα να βρω τι

είδους βιβλίο θα έγραφε αυτός. Προχωρούσε το βιβλίο και δεν το

έβρισκα… Και μια μέρα μου ήρθε στο μυαλό ένα ντοκιμαντέρ που είχα

δει, για το τρένο των νεφών. Τώρα πώς από εκεί βρήκα τον ήρωα που

τον έλεγαν Κανένα και ο οποίος από βαγόνι σε βαγόνι μεγάλωνε κατά

δέκα χρόνια μ’ έναν μαγικό τρόπο και τα βαγόνια ήταν η ιστορία της

Λατινικής Αμερικής, δεν μπορώ να το εξηγήσω…

– Είχατε λοιπόν αυτή την ιδέα. Η διαδικασία όμως της γραφής,

αυτό το πάντρεμα και το μπλέξιμο με αποσπάσματα από βιβλία

Λατινοαμερικανών συγγραφέων, πώς ήταν;

– Ηταν προκλητική. Το θέμα το ήξερα πολύ καλά, ήθελα να το γράψω

και το φοβόμουν. Γιατί είναι άλλο να κάνεις την περίληψη ενός

βιβλίου και άλλο να κάνεις το βιβλίο. Αποφάσισα να φρεσκάρω τη

μνήμη μου διαβάζοντας λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία. Κι εκεί

παγιδεύτηκα, με την καλή έννοια. Και σκέφτηκα, ότι αφού «παίζω» με

τη διακειμενικότητα θα το κάνω και εδώ. Γνωρίζοντας το ρίσκο. Θα

μπορούσε κάποιος να μου πει ότι ήταν ξιπασιά να θελήσω να βάλω

τέτοια κείμενα, τέτοιων συγγραφέων, και να «αναμετρηθώ» με τα δικά

τους.

– Θα μπορούσε να το πει κανείς και γενναιότητα…

– Την ημέρα έλεγα, τι είναι αυτά που σκέφτομαι; Είναι

παλαβομάρες. Τη νύχτα, γιατί δουλεύω πολύ τη νύχτα, έλεγα θα το

κάνω κι ό,τι θέλει ας γίνει. Σε τελευταία ανάλυση, είμαι τόσο

χρονών, έχω γράψει τόσα βιβλία, έχω δικαίωμα να κάνω το ρίσκο μου.

Απ’ τη στιγμή που πήρα την απόφαση, αφέθηκα. Και είναι το

γοητευτικότερο γράψιμο που έχω κάνει έως τώρα, γιατί ήταν πρόκληση.

Ξέρεις, ο συγγραφέας χρειάζεται ένα ερέθισμα. Οταν έχει κατακτήσει

τα εργαλεία του, δεν θα πω ότι είναι εύκολο, ποτέ δεν είναι εύκολο,

αλλά το να βάλει μια δυσκολία του το κάνει ερεθιστικό. Λοιπόν,

διάβασα σαράντα βιβλία. Αποδελτίωσα τα είκοσι οκτώ. Είναι δεκαέξι

συγγραφείς από έξι χώρες. Και δεν έφτανε που έβαζα τα κείμενα τα

εμβόλιμα, χρησιμοποίησα αρκετούς εμβληματικούς ήρωες αυτών των

βιβλίων σε μια άλλη στιγμή της ζωής τους. Ηταν πάρα πολλή η

αναλυτική δουλειά που προηγήθηκε. Κι αυτό που επίσης διέφερε από τα

άλλα βιβλία μου ήταν ο πολύ συμπυκνωμένος χρόνος.

– Εννοείτε ότι έπρεπε να το τελειώσετε γρήγορα;

– Οχι, δεν είχα καμιά υποχρέωση. Δούλεψα όμως σε μια πυρετώδη

κατάσταση. Θα μπορούσα να μην το εκδώσω τώρα, να το πάω για του

χρόνου. Εχω όμως, πάντα είχα, αλλά μετά το ανεύρυσμα έχω ένα

πρόβλημα με τον χρόνο: ότι δεν θα προλάβω. Κι αυτό το βιβλίο ήθελα

να το δω. Αυτό το βιβλίο το κανάκεψα, το στόλισα, θυμήθηκα την

παλιά μου δουλειά ως γραφίστρια, έφαγα δύο μήνες για να βρω το

εξώφυλλο που του ταίριαζε. Θέλω να πω ότι δεν το ‘γραψα και το

‘ριξα.

Η ελληνική κρίση

– Σ’ ένα σημείο ο Χουάν, ένας από τους ήρωες, λέει: «Ετσι είχανε

τα πράματα και η ζωή μας είχε μπει στ’ αυλάκι της. Ενα καινούργιο

αυλάκι, πιο στενό, αλλά το νερό κυλούσε, αυτό είχε σημασία».

Πιστεύετε ότι οι σημερινοί Ελληνες θα μπορούσαν να πουν κάτι

τέτοιο;

– Θα σου πω κάτι, που δεν είναι και πρωτότυπο: είχαμε πολύ

κακομάθει. Πάρα πολλοί άνθρωποι είχαν κάνει εξαιρετικά κακή

διαχείριση των χρημάτων που τους έπεσαν στα χέρια, με αποτέλεσμα

σήμερα να είναι χρεωμένοι. Οταν ξεκίνησε η κρίση, η οποία έχει

χτυπήσει τον εκδοτικό χώρο τόσο πολύ, είπα «παιδιά, εντάξει. Δεν θα

πουλάμε όσο πουλάγαμε. Αλλά τη δουλειά μας θα την κάνουμε. Ολοι

πρέπει να κάνουμε τη δουλειά μας…».

– Δεν την κάνουν όλοι, όμως…

– Οχι, δεν την κάνουν και δεν την έκαναν. Είχαν μάθει σε μία

επίπλαστη ασφάλεια και σε μία επίπλαστη ευημερία. Μιλάω με το βάρος

των χρόνων μου γιατί έζησα στα παιδικά μου χρόνια, δύσκολα. Η μάνα

μου ήταν ένας πολύ δυναμικός άνθρωπος που δεν παραδόθηκε ποτέ, κι

όταν ήρθε από την Αίγυπτο στην Ελλάδα το ’45 ήταν από τις ελάχιστες

γυναίκες που δούλευαν. Κι έκανε μία δουλειά ταπεινή. Επαιρνε το

τσαντάκι της και πήγαινε στα σπίτια κι έκανε ενέσεις. Οι άνθρωποι

βρήκαν λύσεις τότε, γιατί δεν είχε πάρει το κεφάλι τους αέρα και

γιατί θεώρησαν ότι έπρεπε να κάνουν ό,τι ήταν δυνατόν για να

μορφώσουν τα παιδιά τους. Είναι δυστύχημα που γυρνάμε σε δύσκολες

εποχές, γιατί είχαμε φανταστεί όλοι ότι τα παιδιά μας θα ζούσαν

καλύτερα από μας. Και δυστυχώς αυτό δεν θα συμβεί. Και λυπάμαι πάρα

πολύ, όχι τα παιδιά που είναι 18-20, γιατί αυτά θα προσαρμοστούν

υποχρεωτικά. Αυτά που είναι 30-40, που έχουν «στρώσει» μια ζωή, την

οποία θα υποχρεωθούν να αλλάξουν. Μην ξεχνάς ότι αυτό το βιβλίο

ξεκίνησα να το γράφω τον περασμένο Γενάρη μέχρι τα τέλη του Μάη.

Από τις 2 μέχρι τις 2.30 που γράφω μέχρι τις 10 το πρωί ήμουν στις

Ανδεις, αλλά μετά τις 10 ήμουν στην Ελλάδα. Κι επειδή είμαι

πολιτικό ον, τα παρακολουθούσα όλα.

Ο Κανένας, ο Καθένας και ο ελεγκτής

«Το πρώτο μέρος του βιβλίου είναι απολύτως ρεαλιστικό. Εκεί που

πρέπει ο αναγνώστης να κάνει τη σύμβαση είναι στο σημείο που ο

Κανένας μεγαλώνει κατά δέκα χρόνια, μ’ έναν τρόπο μαγικό. Αυτή

είναι μία οδύσσεια υπαρξιακή του Κανένα, που μπορεί να είναι και

του Καθένα, και είναι και μια οδύσσεια στην ιστορία της Λατινικής

Αμερικής. Οσο για τον ελεγκτή του τρένου, ο καθένας μας έχει έναν

ελεγκτή. Μπορεί να είναι ο πατέρας σου, η μάνα σου, τα παιδιά σου,

η υγεία σου – γιατί άμα δεν είσαι καλά, έχεις περιορισμούς».

– Ο δικός σας ελεγκτής ποιος είναι σήμερα;

– Η υγεία μου. Πιστεύω ότι για τις αρρώστιες μας και τα

προβλήματά μας πρέπει να μιλάμε. Πρώτον γιατί αυτή η έκθεση προς τα

έξω βοηθάει εμάς να το συνειδητοποιήσουμε, να το αφομοιώσουμε, να

το αποδεχθούμε και γιατί κάνει και τον άλλον να καταλάβει ότι ένα

πρόσωπο που το βλέπει χαμογελαστό σε μια φωτογραφία, μπορεί να

κρύβει ένα δράμα. Οταν δημοσιοποίησα στο βιβλίο μου «Για να δει τη

θάλασσα» το πρόβλημα με το ανεύρυσμα, πήρα συγκινητικά τηλεφωνήματα

από ανθρώπους που ήθελαν μια πρακτική βοήθεια για το πώς

αντιμετωπίζεις αυτή την ακραία κατάσταση. Και δεν σου κρύβω, ότι

πριν μπω να κάνω τον εμβολισμό, πήρα τηλέφωνο τους φίλους μου,

ζητώντας την αγάπη τους. Στην πραγματικότητα ήταν κι ένας

αποχαιρετισμός, γιατί δεν ήξερα τι θα έβγαινε. Αυτές οι οριακές

καταστάσεις σίγουρα μάς αλλάζουν μετά, δεν είμαστε ίδιοι

άνθρωποι.

– Εχετε αλλάξει;

– Εντελώς. Τα τρία βιβλία που έγραψα μετά το ανεύρυσμα έχουν

υπαρξιακά θέματα.

«Οι εκδότες είχαν ζήσει μία φούσκα»

– Πώς βλέπετε το εκδοτικό τοπίο;

– Είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα. Το πρόβλημα ξεκινάει από τα

βιβλιοπωλεία. Τα βιβλιοπωλεία του κέντρου έχουν πάθει μεγάλη ζημιά

από τις απεργίες, τις διαδηλώσεις, κ.λπ., ο κόσμος ασφαλώς πρέπει

πρώτα να εξυπηρετήσει τις ανάγκες του και μετά να πάρει το βιβλίο.

Προσπαθούν οι εκδότες να κρατήσουν το κόστος χαμηλό, αλλά το κόστος

είναι συνάρτηση πολλών, και της κυκλοφορίας. Υπάρχουν υποχρεώσεις

που είναι στον αέρα. Ολοι κάνουν τις εκπτώσεις τους, με την έννοια

ότι όσοι μπορούν να βοηθήσουν βοηθάνε, αλλά το τοπίο είναι δύσκολο.

Οι εκδότες είχαν ζήσει κι αυτοί μία φούσκα, πριμοδότησαν το

ευτελές, δημιουργώντας ένα κοινό που ίσως δεν είχε ξαναδιαβάσει

βιβλίο, αλλά που δυστυχώς έμεινε σ’ αυτό το επίπεδο και δεν

προχώρησε ένα σκαλάκι παραπάνω. Αυτό το κοινό έχει χτυπηθεί από την

κρίση κι έχει μειωθεί πάρα πολύ. Υπάρχει κι άλλο πρόβλημα, από

χρόνια το λέω: το αναγνωστικό κοινό έχει αποκτήσει τηλεοπτικές

συνήθειες. Εχει μάθει στους διαλόγους, στο πολύ μασημένο, έχει

περιορίσει το λεξιλόγιό του πολύ, κι αυτό δημιουργεί προβλήματα.

Βέβαια ο στενός πυρήνας των αναγνωστών έχει παραμείνει. Θα είναι

ένα νέο αυλάκι, πιο στενό, αλλά που το νερό θα εξακολουθήσει να

κυλάει.

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT