Ζούσαμε το πανηγύρι των τρελών

4' 52" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ζούσαμε το πανηγύρι των τρελών

Ο τραγουδοποιός Σωκράτης Μάλαμας εξηγεί γιατί έγινε «εσωτερικός

μετανάστης»

Συνέντευξη στη Γιωτα Συκκα

Για λίγο άφησε την απομόνωσή του, τα βουνά και τα ρέματα, τους

αγαπημένους του περιπάτους σε ένα χωριό έξω από τα Τρίκαλα, όπου

ζει εδώ και δεκατρία χρόνια, και ήρθε για παραστάσεις στην Αθήνα.

Οχι πολλές. Εμφανίζεται στον «Σταυρό του Νότου» μόνο τις Δευτέρες

και οι φανατικοί θαυμαστές του πιάνουν τραπέζι ή θέση στο μπαρ για

να τον ακούσουν με τη συνηθισμένη ευλαβική προσοχή. Είναι ανεξήγητο

αυτό που συμβαίνει, χρόνια τώρα, με τα λάιβ του Θεσσαλονικιού

τραγουδοποιού, όπως και ενός άλλου φίλου του, του Θανάση

Παπακωνσταντίνου από τη Λάρισα. Και οι δυο τους έχουν στην Αθήνα

κοινό που τους λατρεύει, ακολουθεί κάθε εμφάνισή τους, υποστηρίζει

κάθε δίσκο τους.

Από κοντά ο Σωκράτης Μάλαμας δεν έχει τίποτε απόμακρο. Με

χαμόγελο αληθινό, και όσο οι μουσικοί του δοκιμάζουν στον πρώτο

όροφο τον ήχο παίζοντας ροκιές, εκείνος ανάβει το πρώτο τσιγάρο. Σε

λίγα λεπτά, οι φήμες περί δύσκολου ή αμίλητου καλλιτέχνη που τον

ακολουθούν, διαψεύδονται μία – μία.

«Εσωτερικός μετανάστης», μας συστήνεται εξηγώντας μας ότι ζει σε

ένα χωριό έξω από τα Τρίκαλα και ας γεννήθηκε στη Χαλκιδική.

«Πρακτικές σκέψεις» τον οδήγησαν εκεί θέλοντας να μοιράσει την

απόσταση Αθήνα – Θεσσαλονίκη. «Είχα μείνει δύο χρόνια στα βουνά,

στο Περτούλι και στην Ελάτη, μου άρεσε, όπως η ευθύτητα των

ανθρώπων εκεί».

Στα προγράμματα που φτιάχνει, στόχος του είναι η επικοινωνία και

η παρέα. «Αν είμαι σε άλλο κόσμο και το κοινό αλλού, φεύγω. Οι

μικρές παρέες είναι πάρεργο της ανάγκης». Πολύ περισσότερο τώρα που

«χρειάζεται μια συσπείρωση». «Είχαμε αποχαλινωθεί τελείως και οι

30άρηδες είχαν απομονωθεί από κοινές δράσεις. Από τις βλακείες της

φούσκας περάσαμε μια εικοσαετία ταλαιπωρημένοι βαθιά. Εκανα καβγά

σε παράσταση στη Β. Ελλάδα, γιατί σε ένα τραπέζι κολλητά μου στη

σκηνή, κραύγαζαν για τις τιμές των μετοχών σε όλη τη διάρκεια του

προγράμματος. Δεν με πειράζει να μιλάνε, η επίδειξη με ενοχλεί.

Πρέπει να ξέρουν πού πηγαίνουν. Μια ελαφρά διάκριση των δράσεών μας

δεν βλάπτει κανέναν».

Συγγρού, Πλάκα…

Πέρασε διάφορες φάσεις και κάθε δεκαετία είχε τη δική της

συμπεριφορά. Δεκαεπτά χρόνια σε νυχτερινά μαγαζιά, σκυλάδικα,

εστιατόρια, κλαμπ. Κιθαρίστας στη Συγγρού αλλά και στην Πλάκα,

κάποιοι θυμούνται ακόμη εκείνον τον αδύνατο νεαρό που δεν έπαιζε

μόνο αλλά τραγουδούσε και βαριά λαϊκά. Εμπειρίες που αποκάλυπταν

και τις νοοτροπίες μας από το 1980.

«Τα μεσαία λαϊκά μαγαζιά είχαν φυλές ανθρώπων που έβγαιναν

αποκλειστικά για την επαφή. Εμπαιναν κατευθείαν στο τσιφτετέλι,

ξεσηκωμένοι από τις υποσχέσεις των πολιτικών πως τα πράγματα θα

γίνουν καλύτερα. Μετά την απενοχοποίηση ήρθαν διάφορες σκηνές. Στη

Θεσσαλονίκη άνοιξαν εξαιρετικοί χώροι με τζαζ – ροκ σχήματα, που

ήταν πρόταση στην πόλη. Από το 1990 και μετά, τα μικρά μαγαζιά

εξομοιώθηκαν με τα μεγάλα. Οι αποφάσεις του ΠΑΣΟΚ γονάτισαν τους

μικρούς επαγγελματίες, οι απανωτοί έλεγχοι, η αυστηρότητα δήθεν στο

τυπικό του πράγματος. Ετσι έφυγαν όλα τα ενδιάμεσα μαγαζιά και

κρατήθηκαν οι μεγάλες σκηνές του λαϊκοπόπ».

Κρίση – μετανάστες

«Η κρίση έφτασε και στα χωριά», μου λέει όταν τον ρωτάω για την

Αθήνα. «Πρόσφατα μια γυναίκα, έχοντας το παιδί της στην αγκαλιά,

σταμάτησε τη σύντροφό μου και της ζήτησε δουλειά. Εκείνη τη ρώτησε

πού μπορεί να την αναζητήσει αν βρει κάτι, και η απάντηση της

γυναίκας ήταν: «Εδώ, στον δρόμο». Αυτή η εικόνα ήταν άγνωστη στην

επαρχία. Τώρα βλέπεις ζητιάνους από διαφορετικές φυλές να

περιφέρονται άσκοπα. Ζούμε μια περίεργη περίοδο, που δεν την είχαμε

προβλέψει. Ποιος φανταζόταν την Αθήνα να έχει μετατραπεί σε γκέτο,

το οποίο φοβάσαι να περάσεις».

Απαισιόδοξος, τον ρωτάω ευγενικά, γι’ αυτό που οι άλλοι

ερμηνεύουν ως «νταουνιάρη». «Ποτέ δεν έβλεπα κάτι θαυμαστό εδώ

γύρω. Τώρα που μελετάω διάφορα ιατρικά συγγράμματα, βλέπω ότι ίσως

ήμουν καταθλιπτικός. Δεν έχω κάτι βαρύ μέσα μου, απλώς το έργο που

έβλεπα έξω μου φαινόταν παράλογο, δεν είχε λογική. Το έβλεπα σαν

πανηγύρι τρελών. Δεν μπορεί, λ.χ., να διατυμπανίζεις ότι

βρισκόμαστε στο κέντρο ενός πολιτισμού, που για βάση του έχει τη

λογική θέση και παράλληλα να βλέπεις την Αμερική να επιτίθεται σε

διάφορους λαούς, για τα καύσιμα. Εβλεπα ότι, γύρω μου, όλοι

εξυπηρετούσαν αυτό το καθεστώς. Εβλεπα μια συνέχεια του

φεουδαρχισμού, χωρίς να είμαι κάποιος αριστερός οργανωμένος. Το

έβλεπα λοιπόν, σαν τη συνέχεια του έργου ο βασιλιάς, η βασίλισσα,

οι υπήκοοι σκλάβοι και οι διαχειριστές. Οπως παλιά που ο μισός

πληθυσμός ήταν στα νησιά και οι άλλοι μιλούσαν για τη λογική θέση.

Σε αυτήν τη λογική θέση δεν βρήκα ποτέ θέση από τα 15 μου, που

σκέφτομαι όλα αυτά».

Τα συζητάει και με τα παιδιά του όλα αυτά. Στις μικρές και

μεγάλες τους βόλτες. «Τα δηλητηριάζω συνειδητά». Τους βάζει ένα

θέμα και ανοίγουν συζήτηση. Οπως ήταν η συμπεριφορά των παιδιών

απέναντι στους αλλοδαπούς. «Προσέξτε, είναι ίδιοι με σας», τους

λέω». «Δεν θέλω να είναι κανονικοί. Δεν με ενδιαφέρει η

κανονικότητα. Είναι αρκετά κοινωνικά παιδιά για να φτάσουν στο

σημείο να αισθανθούν οff». Ο μεγάλος του είναι 29, ακολουθεί η

κόρη, 21, και από τον δεύτερο γάμο του, η μικρότερη, 13 χρόνων, και

ο βενιαμίν της οικογένειας, που είναι 10. «Ολα τους είναι καλοί

ακροατές και ασχολούνται με τη μουσική».

Οι εμπειρίες από τα νυχτερινά μαγαζιά και η απομόνωση

Βία, αλκοόλ, ξύλο, ναρκωτικά ήταν τα σύννεφα της νύχτας που

δούλεψε ο Σωκράτης Μάλαμας.

Στα σκυλάδικα υπήρχε «ένα κάψιμο», με αδιανόητες συνθήκες

εργασίας και «μερικές φορές με το πιστόλι στον κρόταφο από τους

εργοδότες για να παίξουμε.

Αν δεν υπήρχαν όλα αυτά, ίσως να μη σας ταλαιπωρούσα σήμερα».

Αυτοκαταστροφικός, όπως δηλώνει συχνά. «Το λέω, γιατί από τα 55

χρόνια της ζωή μου, τα 35 τα κατανάλωσα χρησιμοποιώντας και

δοκιμάζοντας τα πάντα. Με επιμονή και κατ’ επανάληψη πέρασα μέσα

από καταστάσεις που καλό είναι κανείς να γεύεται, αλλά να

εγκαταλείπει».

«Δεν κάηκες, όμως», του λέω περιμένοντας να συμφωνήσει.

«Και πού το ξέρεις; Φρόντισα να μπω στο συνεργείο, άλλαξα

καλώδια, μηχανή και λάδια. Βρήκα το κουράγιο, το 1996, κάθισα 18

μήνες σε απόλυτη μοναξιά, τραβήχτηκα και ρώτησα τον εαυτό μου: “

λέγε, τι θα αφήσεις πίσω;”».

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT