Η «επέκταση» της Αθήνας –προς Βορρά ή Νότο;–, η πυξίδα και τα επί τάπητος οράματα

Η «επέκταση» της Αθήνας –προς Βορρά ή Νότο;–, η πυξίδα και τα επί τάπητος οράματα

Κύριε διευθυντά
Από το 1834, οπότε άρχισε να εφαρμόζεται και να επεκτείνεται διαρκώς το πολεοδομικό σχέδιο της νεοπαγούς ελληνικής πρωτεύουσας, παραμένουν διαχρονικά δύο ισχυρά χαρακτηριστικά γύρω από το σχέδιο. Πρόκειται για τον αδιάκοπο θεωρητικό πολεοδομικό προβληματισμό και για τη χρόνια αποφυγή της εφαρμογής των προτεινομένων. Ηδη το 1918 ο δημοτικός πολεοδόμος Β. Τσαγρής έγραφε απογοητευμένος ότι οι συνεχείς βελτιωτικές προτάσεις που δεν έφταναν στο στάδιο της πραγμάτωσης, μπορεί να γεμίσουν ένα «Μουσείο αφάνταστου πλούτου». Τα πάμπολλα σχέδια εμφανίζονται στον αττικό μας ουρανό ως κομήτες: «μια λάμψη μια τροχιά και αμέσως μετά η αιώνια ησυχία του ουρανού μας και μετά η αιωνιότερη των αρχειακών συρταριών».

Η μεγάλη ανεξέλεγκτη επεκτατική έξαρση και η ραγδαία εξάπλωση της αντιπαροχής θα κορυφωθούν μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο ασυγκράτητος οικοδομικός οργασμός όμως έφερε και τα σπέρματα της αμφισβήτησης, ειδικότερα δε την έλλειψη γενικού στρατηγικού σχεδιασμού. Πρώτος ταράζει τα πνεύματα ο διεθνώς διάσημος πολεοδόμος Κωνσταντίνος Δοξιάδης, ο οποίος το 1958 δημοσιεύει τη συνολική πρότασή του «Αθήνα και το μέλλον της» υποδεικνύοντας την επέκταση προς Βορράν. Σύντομα θα αναγγείλει το 1962 και τη δική του «θέση-ιδέα» της εξάπλωσης προς Νότον ο επίσης διεθνώς διάσημος πολεοδόμος από το Παρίσι Γεώργιος Κανδύλης, ο οποίος γοητεύεται από μια Αθήνα κατά μήκος της σαρωνικής ακτής. Αντίθετα από τον αυστηρό πραγματιστή Δοξιάδη, ο ρομαντικός Κανδύλης χωροθετεί την πρότασή του με ρομαντική γεωπολιτική: «Οι ποιητές και λαϊκοί τραγουδιστές, με τα διάσημα μπουζούκια, ίσως από ένστικτο, εγκαταστάθηκαν στον Σαρωνικό Κόλπο για να τραγουδούν τη νύχτα τις μελωδίες που εκφράζουν το πάθος της Ανατολής, τη λογική σκέψη της Δύσης και τη μαγεία της Αφρικής, δηλαδή εκεί που σμίγουν οι 3 ήπειροι».

Για το μέλλον της Αθήνας έχουν μετακληθεί πολλές φορές ξένοι ειδικοί, προκαλώντας και τη σχετική γκρίνια: «δεν είμαστε Φελάχοι για να φέρνουμε ξένους». Η τελευταία λίαν διδακτική μετάκληση χρονολογείται το 1959, όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος προσκαλούν τον διακεκριμένο Γερμανό πολεοδόμο Werner Hebebrand, τον δημιουργό του νέου Αμβούργου από τη στάχτη των πολεμικών βομβαρδισμών. Αυτός ήρθε, μελέτησε την αθηναϊκή κατάσταση και παρουσίασε λακωνικά τις εντυπώσεις του. Καταρχήν παραιτήθηκε της αμοιβής του και απεφάνθη ότι «έχετε πολλούς άξιους επιστήμονες. Βάλτε τους να δουλέψουν». Προφανώς η επισήμανση αφορά την επεξεργασία ενός ολοκληρωμένου γενικού στρατηγικού σχεδιασμού.

Την απολύτως απαραίτητη αυτή ανάγκη ήρθε προσφάτως να επαναφέρει στη συζήτηση ο Νίκος Βατόπουλος («Καθημερινή» 3.6.2022), ο οποίος αποζητά μια σύνθετη σκέψη για την Αθήνα του μέλλοντος και φαντάζεται την «παραλιακή Αθήνα» να αναπτύσσεται και να απλώνεται προς τον Νότο εφόσον όλα τα μελλούμενα συνδέονται με κάποιο όραμα, ενώ οι μεγάλες μεταβολές πρέπει να εντάσσονται σε έναν γενικότερο σχεδιασμό. Ενα όραμα αποτελεί στις διάφορες θρησκείες μια επουράνια αποκάλυψη, πλην όμως οτιδήποτε οραματίζεται κανείς βρίσκεται σε κατάσταση εκστάσεως ή ευαγγελίζεται την προσδοκία μιας ποθητής ιδανικής κατάστασης. Οταν φυλλορροήσουν η έκσταση και η προσδοκία, τα οράματα καταντούν «σκιάς απατηλότερα».

Γοητευτικές οι γενικόλογες προτάσεις, αλλά απαραίτητος επιτέλους και ο συγκεκριμένος επιστημονικός σχεδιασμός για μια νέα Αθήνα.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT