Επιλεκτική ευαισθησία και απώλειες ζωών

Επιλεκτική ευαισθησία και απώλειες ζωών

Κύριε διευθυντά
Η κοινωνία μας ευαισθητοποιήθηκε έντονα τις τελευταίες εβδομάδες από τον θάνατο δύο παιδιών, στις Σέρρες και στη Θεσσαλονίκη. Και δικαίως απαιτεί πλήρη διερεύνηση των συμβάντων. Οχι μόνον για να αποδοθούν οι νόμιμες ευθύνες στους υπευθύνους, αλλά πρωτίστως για να ληφθούν μέτρα που θα αποτρέπουν την εμφάνιση παρόμοιων τραγωδιών στο μέλλον. Για παράδειγμα, να καθοριστούν τα κριτήρια που πρέπει να πληρούν τα εργαστήρια επισκευής λεβητοστασίων, να μειωθεί ο αναλφαβητισμός των τσιγγάνων και να βελτιωθεί η εκπαίδευση των αστυνομικών. 

Ωστόσο η κοινωνία δεν δείχνει την ίδια ευαισθησία για μια διαφορετική τραγωδία, μεγαλύτερη και χειρότερη. Τα τελευταία τρία σχεδόν χρόνια έχουν χάσει τη ζωή τους από την COVID-19 περίπου 35.000 συμπολίτες μας. Και οι θάνατοι συνεχίζονται. Για να περιορίσουμε το κακό, αυξήσαμε –πολύ σωστά– τον αριθμό των μονάδων εντατικής θεραπείας (ΜΕΘ) και του ιατρονοσηλευτικού προσωπικού. 

Διατυπώνεται όμως η άποψη ότι αυτό το μέτρο δεν αρκεί. Και ότι για την αποφυγή παρόμοιων τραγωδιών στο μέλλον πρέπει επιπλέον να διορθώσουμε τις παθογένειες του εθνικού μας συστήματος υγείας. Από αυτές αναφέρω μόνον τρεις: Εχουμε γιατρούς υπερδιπλάσιους από όσους χρειαζόμαστε, αλλά τους κατανέμουμε στις διάφορες ειδικότητες τελείως ανορθολογικά. Λόγω ιδεοληψίας διώχνουμε κάθε χρόνο αρκετές δεκάδες άριστων νέων γιατρών, οι οποίοι χάνονται από το ιατρικό μας δυναμικό, ενώ διαπρέπουν στο εξωτερικό. Αρνούμενοι την εφαρμογή των ευρωπαϊκών οδηγιών και συστάσεων για την ιατρική κατάρτιση, εκπαιδεύουμε στις ιατρικές ειδικότητες τους γιατρούς που μένουν στον τόπο μας, βασιζόμενοι σε ένα «θεσμικό πλαίσιο» το οποίο, σύμφωνα με πρόσφατη διαπίστωση εφτά ειδικών, «παραπέμπει ουσιαστικά στη δεκαετία του 1950». 

Συνέπεια αυτών και άλλων παθογενειών είναι η επιστημονική και επαγγελματική ανεπάρκεια μιας μερίδας του ιατρικού μας δυναμικού, με συνακόλουθο την υψηλή θνητότητα της COVID-19, που σημειώνεται σε πολλές ΜΕΘ της χώρας. Σύμφωνα με δημοσιεύσεις, η θνησιμότητα των ασθενών με COVID-19, που νοσηλεύτηκαν στο σύνολο των ελληνικών ΜΕΘ, ανήλθε σε 72,7%. Και κυμάνθηκε ευρύτατα μεταξύ του 40% σε ορισμένα νοσοκομεία του Κέντρου και του ακραίου 100% σε ένα τουλάχιστον νοσοκομείο της Περιφέρειας, ενώ σε έξι χώρες της Κεντρικής Ευρώπης ήταν 55%. Αυτή η διαφορά σημαίνει ότι αν η κατάρτιση όλων των γιατρών μας ανταποκρινόταν στις διεθνείς προδιαγραφές, θα μπορούσε ίσως να αποτραπεί ο θάνατος αρκετών εκατοντάδων ή χιλιάδων συμπατριωτών μας. 

Δυστυχώς, φαίνεται ότι αυτή την άποψη αρνούνται ακόμη και να συζητήσουν τα κόμματα, οι Ιατρικές μας Σχολές, ο Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος και οι επιστημονικές ιατρικές μας ενώσεις. Επίσης, δεν τη σχολιάζει καν η δημοσιογραφία μας εκτός από σπάνιες εξαιρέσεις, όπως είναι ο εξαίρετος Π. Μανδραβέλης της «Καθημερινής». Μήπως όμως αυτή η άρνηση υποδηλώνει ότι την κοινωνία μας δεν την απασχολεί το γεγονός ότι συνάνθρωποί μας έχασαν τη ζωή τους, ενώ θα μπορούσαν να είχαν σωθεί; Μήπως, δηλαδή, αδιαφορεί για την ίδια την αυτοσυντήρησή της; Κάθε απάντηση ευπρόσδεκτη.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT