Κύριε διευθυντά
Εξ αφορμής της μεγάλης χριστιανικής εορτής του Πάσχα, επιτρέψτε μου να εκφράσω κάποιες σκέψεις γύρω από την πανάρχαια μυστηριακή θεοφαγία, που στον Χριστιανισμό είναι γνωστή ως «θεία κοινωνία» ή «θεία μετάληψη».
Η θεοφαγία είναι μια αρχαιοτροπία, ένα θρησκευτικό έθιμο του πρωτόγονου ανθρώπου να «κοινωνεί» με τον θεό του, τρώγοντάς τον. Αυτή η μυστηριακή βρώση της σάρκας του θεού μετατρέπει τον άνθρωπο σε «ένθεο», όπως η βρώση του σώματος του Χριστού μετατρέπει τον πιστό σε «χριστοφόρο».
Συνήθως ο θεός «τρώγεται» με τη μορφή ενός ζώου ή ενός συμβόλου. Στη χριστιανική θεοφαγία χρησιμοποιούνται δύο σύμβολα: ο άρτος (για τη «σάρκα») και ο άκρατος οίνος (για το «αίμα»).
Αν και ο Απόστολος Παύλος είναι ο πρώτος που κάνει λόγο για μυστηριακή θεοφαγία (Προς Κορινθίους Α΄, 11:23-26), ξεκάθαρη αναφορά σε αυτήν έχουμε στον Ευαγγελιστή Ιωάννη, ο οποίος βάζει τον Ιησού να λέει στους μαθητές του: «ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα έχει ζωήν αιώνιον» (6:54).
Μελέτες δείχνουν ότι απ’ όλες τις γνωστές σε εμάς μυστηριακές θεοφαγίες, αυτή που απαντά στις «Βάκχες» του Ευριπίδη έχει κάποια κοινά σημεία με τη χριστιανική μυστηριακή θεοφαγία. Ο θεός Διόνυσος υπέστη βίαιο θάνατο και αναστήθηκε ή, πιο συγκεκριμένα, υπέστη διαμελισμό («σπαραγμό») και, έπειτα από ωμοφαγία των «σπαραγμάτων» του, αναγεννήθηκε. Το αν και κατά πόσο η εισαγωγή της μυστηριακής θεοφαγίας στη χριστιανική θρησκεία οφείλεται (και) στις «Βάκχες» του Ευριπίδη, αφήνουμε την απάντηση στους θρησκειολόγους.
Τέλος, ενδιαφέρον παρουσιάζει η προσπάθεια του Ευαγγελιστή Ιωάννη να αποθαρρύνει τους θιασώτες του Διόνυσου. Βάζει τον Ιησού να δηλώνει: «Εγώ ειμί η άμπελος η αληθινή» (15:1). Βέβαια, εδώ ο Ιησούς φέρεται να μιλάει για «πνευματική» άμπελο, με αμπελουργό τον Θεό: «ο πατήρ μου ο γεωργός εστιν» (ό.π.). Ετσι ο Ακρατοφόρος Διόνυσος (αυτός που μας παρέχει άκρατον οίνο) εξακολουθεί να θεωρείται θεός της αμπέλου, του κρασιού και του ελληνικού θεάτρου.