Οσο ακούμε την καμπάνα…

Κύριε διευθυντά

Μια διαπίστωση, από τις σύντομες αλλά πυκνότατες επισκέψεις μου στον γενέθλιο τόπο μου – ένα, άλλοτε, ακμάζον κεφαλοχώρι με τα όλα του.

Η διαπίστωση: οι μοναδικές κοινωνικές εκδηλώσεις (ας τις χαρακτηρίσουμε έτσι) που «ανθούν» πλέον στο χωριό είναι οι κηδείες και τα μνημόσυνα. Οι, σε άλλες εποχές, πρωταγωνιστές, γάμοι και βαφτίσια, αποτελούν πλέον μακρινή ανάμνηση της ζωής του χωριού.

Σχεδόν δεν υπάρχει φορά που να «τύχει» να μη διασταυρωθώ, κατά την άφιξή μου στο χωριό, με κάποιο αγγελτήριο μνημοσύνου. Ακόμη χειρότερα, αν και όχι τόσο συχνά αυτό, να μην ακουστεί, κατά την παραμονή μου, ο πένθιμος ήχος της καμπάνας του χωριού. Αλλη μια κηδεία στο χωριό.

Το τελευταίο, κυρίως ως εκφρασμένη εν ζωή επιθυμία των εκλιπόντων της διασποράς ή ως επιλογή – απόφαση, για πρακτικούς λόγους, των οικείων οικογενειών. Και μόνο την ψυχοφθόρο διαδικασία εκταφής –υποχρεωτικής στα αστικά νεκροταφεία– να σκεφτεί κανείς, κατανοεί αυτό το «ρεύμα επιστροφής» στα πάτρια. Στο κοιμητήριο του χωριού τους, οι κεκοιμημένοι αδιακρίτως μπορούν να βρουν τη δικαιούμενη αδιατάραχτη αιώνια γαλήνη, κι ακόμη να εξασφαλίσουν διά παντός τα «δημοκρατικά» δύο τετραγωνικά μέτρα γης που τους αναλογούν.

Εδώ θα μπορούσε να είχε τελειώσει η επιστολή μου. Ελάτε όμως που με τα παραπάνω ταιριάζει απολύτως ένα ιλαρό περιστατικό, επισυμβάν σε παλιότερη επίσκεψή μου στο χωριό, και το οποίο πολύ θα ήθελα να μοιραστώ με τους αγαπητούς συναναγνώστες της «Κ»: Οπως μπορεί να φανταστεί κανείς, στο άκουσμα κάθε φορά τού, οικείου μεν, αιφνιδιαστικού δε, μελαγχολικού ήχου, όλοι οι λιγοστοί κάτοικοι του χωριού βγαίνουν από τα σπίτια τους προς αναζήτηση κάποιου παρατυχόντος που ενδέχεται να έχει πληροφορηθεί την ταυτότητα του συντοπίτη που «εξέλιπε της συγγενείας αυτού». Το ίδιο είχα κάνει, εκείνη τη φορά, και εγώ. Ο παρατυχών που μου έτυχε, σεβαστός συγχωριανός πρεσβύτης, γνωστός για τον αντισυμβατικό του λόγο.

Παρακάμπτοντας την ερώτησή μου, «για ποιον χτυπάει η καμπάνα», και επικεντρωνόμενος στα… προσφιλή «καθ’ ημάς», θα δώσει την απάντησή του: ένα αξιομνημόνευτο εκφραστικό αποταμίευμα, μείγμα ενός, έως και απωθητικού, σαρκασμού και μιας καλοδεχούμενης ιλαρότητας: «Αφού την ακούμε!…σκέφτεσαι να μην την ακούγαμε;…».

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT