Οι Γερμανοί και οι ψείρες

Κύριε διευθυντά

Το Μαλακάσι είναι ορεινό χωριό στην Πίνδο, στις πηγές του Πηνειού ποταμού. Εκεί γεννήθηκα το 1935. Τον Οκτώβριο 1943 οι Γερμανοί πυρπόλησαν το Μαλακάσι, καθώς και όλα τα χωριά κατά μήκος των ποταμών Πηνειού και Αχελώου. Αυτά τα έπραξαν οι Γερμανοί γιατί ανέμεναν απόβαση των Συμμάχων στις ακτές της Ελλάδος και ήθελαν να έχουν εξασφαλισμένα τα νώτα τους από τον στρατό του ΕΛΑΣ.

Η πυρπόληση του Μαλακασίου έγινε στις 19 και 20 Οκτωβρίου 1943. Οταν έφθασαν οι Γερμανοί στο Μαλακάσι, το χωριό ήταν άδειο από κατοίκους. Ο κόσμος είχε εγκαταλείψει τα σπίτια και είχε φύγει νύχτα προς τη Χίνιστα και το βουνό Κόκκινο. Ελάχιστοι υπερήλικες είχαν μείνει στα σπίτια τους αψηφώντας τους επερχόμενους Γερμανούς. Μεταξύ αυτών των ελαχίστων ήταν και οι γονείς της μητέρας μου και κατόρθωσαν να πείσουν τους Γερμανούς να μην κάψουν το σπίτι.

Οι Γερμανοί πυρπόλησαν περί τα 150 σπίτια. Τα λίγα που έμειναν όρθια τα έσωσαν γέροντες και γερόντισσες που διακινδύνευσαν τη ζωή τους, υποδεχόμενοι τους Γερμανούς. Μόνον ο γερο-Κωνσταντίνος Παπαστεργίου δεν μπόρεσε να πείσει τους Γερμανούς να μην κάψουν το σπίτι του. Κάηκε και αυτός προσπαθώντας να σβήσει τη φωτιά.

Οι Γερμανοί μετά την πυρπόληση του Μαλακασίου, την 21η Οκτωβρίου επανήλθαν στο φυλάκιό τους στον Κάμπο Δεσπότη. Τις τελευταίες ημέρες του Οκτωβρίου 1943 οι πυρόπληκτοι Μαλακασιώτες επανήλθαν στο χωριό τους. Αρκετοί μοιράστηκαν στα σπίτια που σώθηκαν από το γερμανικό πυρ, αλλά οι περισσότεροι προσπαθούσαν να στήσουν κάποια πρόχειρη στέγη γιατί πλησίαζε ο χειμώνας.

Οι γονείς μου, εγώ και οι δύο νεότερές μου αδελφές ήμασταν τυχεροί γιατί μετά τη λαίλαπα των Γερμανών, επιστρέψαμε από το βουνό στο άθικτο σπίτι μας, έχοντας όμως ως συντροφιά μια βασανιστική ακολουθία: τις ψείρες! Οχι μόνον εμείς, αλλά όλο το χωριό. Η αλισίβα που ετοιμαζόταν πριν από το «κάψιμο», μόνον κάθε Σάββατο για το εβδομαδιαίο καθιερωμένο λούσιμο, τώρα επαναλαμβανόταν πολύ συχνότερα. Περίμενα την ημέρα της σκάφης με την αλισίβα ως βασανιστικό μαρτύριο που ήταν αδύνατον να αποφύγω. Προτιμούσα τη συμβίωση με τις ψείρες, που ούτως ή άλλως δεν τις αποφεύγαμε γιατί είχαν κυριεύσει και τον περιβάλλοντα χώρο, τις βελέντζες, τις κουβέρτες και τους χώρους όπου τις αποθηκεύαμε. Από εκεί ξεκινούσαν τις «οργανωμένες επιδρομές» εναντίον μας. Το αίμα μας αποτελούσε εκλεκτή τροφή για τα σιχαμερά ζωύφια. Ο «αντιφθειρικός αγών» κάποτε κάποτε έπαιρνε μορφή «εκκαθαριστικών επιχειρήσεων».

Οι γονείς μας άναβαν δύο-τρεις φωτιές στην κάτω αυλή του σπιτιού και σε μεγάλα καζάνια έκαναν γενικό ζεμάτισμα κλινοσκεπασμάτων, στρωμάτων και εσωρούχων. Διασκέδαζα με την όλη επιχείρηση καθώς παρατηρούσα από την άνω αυλή την εξέλιξη της μάχης, ως άλλος Ξέρξης από το όρος Αιγάλεω, τη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Επειτα από κάθε τέτοια εκτεταμένη αντιφθειρική επιχείρηση πλήρωνα την όποια επιτυχία, με άλλοτε άλλης διάρκειας κατ’ οίκον περιορισμό, γιατί οι επισκέψεις σε γειτονικά σπίτια συνοδεύονταν συνήθως από ανταλλαγή φθειρών!

Στη γειτονιά μας το μόνο σπίτι που δεν κάηκε και είχε παιδιά της ηλικίας μου ήταν του Τραγάνη. Με τα μεγαλύτερα αγόρια της οικογένειας Τραγάνη, τον Γιάννη και τον Θεόφιλο, ήμασταν συνομήλικοι και καλοί φίλοι. Πολύ μου άρεσε να πηγαίνω για παιγνίδια στην πίσω αυλή του σπιτιού τους, όπου ο πράος πατέρας, ο Σταύρος, διατηρούσε το εργαστήριό του με κάθε είδους ξυλουργικά εργαλεία. Ολα αυτά έλειπαν από το δικό μου σπίτι. Η μητέρα τους, η δραστήρια Κατίνα, μάνα επτά παιδιών, αποτελούσε εγγύηση ότι θα περνούσα καλά. Κάθε φορά που για ένα διάστημα δεν μπορούσα να πηγαίνω στου Τραγάνη από τον φόβο μήπως ανταλλάξουμε ψείρες, το θεωρούσα βαριά ποινή. Ο πόλεμος κατά της ψείρας άρχισε να γέρνει «υπέρ ημών» μετά πολλούς μήνες, όταν αποκτήσαμε την ψειρόσκονη.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT