Από το χωριό στα θρανία της πόλης, το χαρτζιλίκι, οι «τράκες» και οι πρώτες δειλές «ασωτίες»

Από το χωριό στα θρανία της πόλης, το χαρτζιλίκι, οι «τράκες» και οι πρώτες δειλές «ασωτίες»

Από το χωριό στα θρανία της πόλης, το χαρτζιλίκι, οι «τράκες» και οι πρώτες δειλές «ασωτίες»-1
Ενα παζλ με ψηφίδες μνήμης από την πρώτη νιότη συνθέτει ο επιστολογράφος της «Κ», περιγράφοντας το απλωμένο σε όλη την επικράτεια σκηνικό εσωτερικής μαθητικής μετανάστευσης, όταν τα χωριατόπαιδα άφηναν την οικογενειακή στέγη για να βρεθούν στα θρανία γυμνασίων γειτονικής πόλης· σχολεία φυτώρια πολλών (και κορυφαίων) επιστημόνων. Η δίψα για μάθηση και προκοπή, το «καθήκον» να βγάλουν ασπροπρόσωπους τους γονείς που έστυβαν τη ρηχή τους τσέπη γι’ αυτούς, δεν τους εμπόδιζε να κάνουν διαλείμματα: μπιλιαρδάδικα, δυσεύρετα εφηβικά αναγνώσματα, σκασιαρχείο, το πρώτο (δυστυχώς όχι τελευταίο) τσιγαράκι, σινεμαδάκι, κάποιοι προλάβαιναν ασθμαίνοντας κι άλλες δραστηριότητες. Τυχεροί όσοι είχαν παππούδες και γιαγιάδες που έστελναν «εμβάσματα»… Επάνω, στη φωτογραφία της Βούλας Παπαϊωάννου, αρχές δεκαετίας του ’50, σε μια Ελλάδα βαριά λαβωμένη που πάσχιζε να σταθεί όρθια, άνηβοι μαθητές «κεκαρμένοι εν χρω» δείχνουν ασφυκτικά αφοσιωμένοι στο ξεφύλλισμα των εικονογραφημένων σελίδων της «Διάπλασης των Παίδων». Από το αφιέρωμα της «Κ» Ελληνες Φωτογράφοι, «Επτά Ημέρες».

Κύριε διευθυντά

Επ’ ευκαιρία του νέου σχολικού έτους η σημερινή επιστολή μου. Αγαπημένο θέμα των φετινών συνάξεων, στον γενέθλιο τόπο, οι νοσταλγικές αναφορές των παρεπιδημούντων συνομηλίκων μου στη σχολική ζωή των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων. Ειδικότερα η ηρωική, αν όχι επική, κατά αδιαφιλονίκητο χαρακτηρισμό, φοίτηση του μεγάλου (τότε) πληθυσμού των χωριατόπαιδων στο γυμνάσιο της κοντινότερης πόλης. Εκεί όπου, ενοικιάζοντας ένα δωματιάκι σε κάποια αυλή με υποτυπώδη οικοσκευή, εκείνα τα δωδεκάρικα μειράκια θα μετέβαιναν, μακριά από την προστατευτική γονική επιτήρηση, κατευθείαν από την ακραία, περίπου βουκολική, αθωότητα, στους πειρασμούς και κινδύνους της ημιαστικής ή αστικής ζωής.

Κρίνοντας εκ των υστέρων, αυτή η έστω τολμηρή έκθεσή τους θα λειτουργούσε ευεργετικά, ακόμα και για τα ζωηρότερα απ’ αυτά. Περίπου, εν είδει ενός πρώιμου μπολιάσματος στις επίφοβες «ιώσεις» της εφηβείας. Ανεκτίμητο κέρδος και ο, επίσης πρώιμος, συγχρωτισμός τους με τα ήθη και τις συνήθειες τής, υπό διαμόρφωση, αστικής ζωής των μεταπολεμικών χρόνων. Ωστόσο, οι «κακές συναναστροφές» δεν θα αργούσαν να φανούν. Ετσι, σύμφωνα με τις κρατούσες συνήθειες του μαθητικού συρμού της εποχής, όλα έγιναν… στην ώρα τους: τσιγαράκι, κινηματογράφος, σφαιριστήρια, σκασιαρχείο, λαϊκά εφηβικά αναγνώσματα, ακόμα και χαρτάκι… Από το άλλο μέρος, ήταν τόσο φυσική και η λαχτάρα για κάποια μικροπραγματάκια του εμπορίου. Μια ζώνη, ας πούμε, ένα πορτοφολάκι, μια χτένα, γιατί όχι (οι μεγαλύτεροι) και κάποια φτηνά γυαλιά ηλίου. Ελα, όμως, που το χαρτζιλίκι των γονιών δεν έφτανε παρά για τη μόνη «περιττή» ανάγκη, που εκείνοι έβλεπαν και αναγνώριζαν ως απαραίτητη: το κουλούρι της ημέρας…

Φυσικά η όλη εμφάνιση και συμπεριφορά της ομάδας, κραυγαλέα περιθωριακή, δεν θα αργούσε να γίνει αντιληπτή και να προκαλέσει τη γνωστή ανάλγητη και παρακινητική μαθητιώσα επιθετικότητα, εκ μέρους των προνομιούχων συμμαθητών – βλαστών αστικών οικογενειών. Σε μια εποχή που το bullying δεν ήταν γνωστό ούτε με τη μετέπειτα ελληνική ονομασία του, σχολικός εκφοβισμός. Ομως, όπως φαίνεται, τα παιδιά ταπεινής προέλευσης εκείνης της εποχής είχαν σοβαρότερα προβλήματα και δυσκολίες να αντιμετωπίσουν για να τα αγγίξουν τέτοιες ανώδυνες, έως και θωπευτικές ευαισθησίες.

Προβλήματα και δυσκολίες ακόμη και διαβίωσης, αν όχι επιβίωσης. Με άλλα λόγια, κοντά στα άλλα αδιέξοδα της εφηβείας, το οικονομικό δεν ήταν το πιο ασήμαντο. Παππούδες, γιαγιάδες, θείοι και θείες ήταν στην πρώτη γραμμή επιστράτευσης για κάλυψη αυτού του μετώπου. Από κοντά, αν και διστακτικά στην αρχή, θα ερχόταν η σειρά της προθυμοποίησής τους σε θελήματα τρίτων, για την εξασφάλιση της αξίας ενός μικρού πακέτου τσιγάρων, «Εθνος» «Πρώτα» ή «Νο 5 Παπαστράτος», ή ενός εισιτηρίου για τον κινηματογράφο. Η κατάσταση, όμως, θα χειροτέρευε με την είσοδό τους στον ατελέσφορο κύκλο των δανεικών και την αποτρόπαιη εξοικείωση με την ταπείνωση της τράκας.

Χρειάζεται πολύς χώρος για να τα πω όλα. Καθώς μίλησα για θελήματα, κλείνω με ένα απ’ αυτά, μνημείο τόλμης και εφευρετικότητας, σε μια πορεία πρόωρης ενηλικίωσής τους: τη συμφωνία (σύμβαση θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε!), όπου κάποια παιδιά αναλάμβαναν, εκ περιτροπής, όλα τα θελήματα για λογαριασμό ενός κοντοπατριώτη εμποροράφτη της πόλης, όπως τα συνεχή πήγαιν’ έλα στην αποθήκη υλικών ραπτών – μοδιστρών, την προμήθεια κάρβουνου για το σίδερο σιδερώματος και το μαγκάλι, την (ελλείψει, τότε, τηλεφώνων) παραγγελία καφέδων για τους πελάτες του ραφείου, έναντι της παραχώρησης εκ μέρους του –δίκην εργολαβίας– της καθιερωμένης υπηρεσίας παράδοσης, κατ’ οίκον, κάθε Σάββατο των έτοιμων ρούχων που είχαν ετοιμαστεί κατά τη διάρκεια της εβδομάδας. Μια υπηρεσία, που συνήθως απέφερε μικρό ή μεγάλο φιλοδώρημα – αποτέλεσμα πολλές φορές του επαναλαμβανόμενου και επίμονου, έως πιεστικού, ευχολογίου, που με στόμφο μετέρχονταν οι μικροί εκείνοι φτωχοδιάβολοι, αρτίως δασκαλεμένοι, επί τούτω: «καλοφορεμένο», «καλορίζικο», «και σε άλλα με υγεία», «με τις υγείες σας», «πάντα τέτοια» κ.ο.κ…

Κι όμως, αν γινόταν να τα ξαναζήσουμε, κανένας μας, πιστεύω, δεν θα άλλαζε με κάτι άλλο εκείνα τα χαρισάμενα χρόνια.

Καλή σχολική χρονιά στα παιδιά και τα εγγόνια όλων.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT