To Έπος του ΄40 και οι νεοέλληνες

Κύριε διευθυντά

Λένε ότι η ιστορία είναι συχνά άδικη προς ορισμένα ιστορικά γεγονότα. Τρανταχτό παράδειγμα το Επος του ’40. Αρκούντως συναισθηματικό το περιεχόμενο της επιστολής μου, υπηρετεί ακριβώς αυτό το ιστορικό αναπάντητο: Πώς, δηλαδή, ένα δημιούργημα μιας στιγμής ανεπανάληπτης, ένα φαινόμενο, ψυχολογικά και ιστορικά απροσδόκητο, αδικήθηκε από τις μετέπειτα ιστορικές επιχωματώσεις. Η κατοχή, η αντίσταση, ο εμφύλιος, τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, το ξύπνημα ενός νέου κόσμου, που ακολούθησαν, ήρθαν να εκτοπίσουν τη στιγμή της Αλβανίας.

Τι απέμεινε από τη λάμψη του μεγάλου συμβάντος; Πόσοι θυμούνται σήμερα τους περήφανους μαχητές, που ταπεινωμένοι, με την κατάρρευση του μετώπου, έφταναν στα χωριά τους και τις γειτονιές τους, σέρνοντας τα πληγιασμένα από τα κρυοπαγήματα πόδια τους; Πώς μπόρεσαν, οι ίδιοι, να ξεχάσουν το σηματάκι με την ένδειξη «ανάπηρος πολέμου», καρφιτσωμένο στους γιακάδες τόσων συνανθρώπων τους, που είτε με τις πατερίτσες είτε με λειψή υγεία κυκλοφορούσαν ανάμεσά τους; Ακόμα, ποιος θυμάται εκείνες τις ανασούμπαλες χλαίνες, το μόνο δώρο της ευγνωμονούσας πατρίδας, που ζέσταιναν τα ισχνά κορμιά των απομάχων, μέχρι να τις αντικαταστήσουν με κάποιο πανωφόρι του εμπορίου; Πώς ξεχάστηκε, επίσης, εκείνη η πινακιδίτσα που πρόβλεπε θέσεις ανάπηρων πολέμου στα μέσα μεταφοράς; Και, η συχνή έκκληση των εισπρακτόρων των λεωφορείων προς τους καθήμενους συνεπιβάτες: «Μια θέση για τον ανάπηρο παιδιά…». Και εκείνες οι μπλε πινακίδες κυκλοφορίας, με την ένδειξη «Α.Π.», σε αυτοκίνητα παραχωρημένα από την πατρίδα σε άτυχους πατριώτες μας που είχαν αφήσει κάτι από την αρτιμέλειά τους στα πεδία των μαχών!

Κι αργότερα, πώς απαλείφθηκε από τη μνήμη μας η, ζοφερής μνήμης και αχρείαστης δημόσιας αναλγησίας, ομάδα συμμαθητών μας, αυτή η κατονομαζόμενη ως «ορφανοί πατρός»; Και οι άλλοι συμμαθητές μας, τα παιδάκια των ορφανοτροφείων, με τα, αποκλειστικά φαιού χρώματος, ομοιόμορφα ρουχαλάκια τους, που στιγμάτιζαν τόσο εμφατικά τις πολύχρωμες φορεσιές ημών των υπολοίπων; Πότε προφτάσαμε και τους απαρνηθήκαμε όλους αυτούς; Πώς έγινε και τα ξεχάσαμε όλα αυτά; Λες και ήταν, απλώς, μια γιορτή των παππούδων μας;

Ακόμα και η λογοτεχνία που, με τον τρόπο της, τόσα προσφέρει στην εμπέδωση της κοινής ιστορικής μας συνείδησης, δεν έχει ενδιαφερθεί, όσο θα περίμενε κανείς, για το Επος του ’40.

Ο,τι έχει γραφτεί περιορίζεται σε ορισμένα, σπουδαία μεν ευάριθμα δε, παραδείγματα έργων, όπως αυτά του Τερζάκη, του Μπεράτη, του Θεοτοκά, του Αθανασιάδη, του Ελύτη, του Αγγ. Βλάχου. Ολων, συγγραφέων που έζησαν το έπος ως στρατευμένοι. Από τους νεότερους λογοτέχνες, πολύ μικρό ενδιαφέρον έχει εκδηλωθεί. Στη θέση τους λουστήκαμε, εμείς οι παλιότεροι τις αλήστου μνήμης ταινίες του Τζέιμς Πάρις ή κάποιες άλλες, του τύπου «Υπολοχαγός Νατάσα».

Δυστυχώς, με τους Ελληνες, κατά γενική διαπίστωση και καίρια διατύπωση, «συμβαίνει κάτι σπάνιο στο ιστορικό πεδίο: Να αρνείται ένας λαός τα ιστορικά του προικιά –και τι προικιά– και να πιθηκίζει ασυναίσθητα αλλότριες συνήθειες, εν ονόματι κάποιου δήθεν κοσμοπολιτισμού και μιας επιφανειακής εξωστρέφειας. Ισως ίσως μάλιστα, ένα τμήμα του να ντρέπεται και λίγο για τα μεσογειακά και βαλκανικά του χούγια».

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT