Το αλησμόνητο πατρικό φιλί

Κύριε διευθυντά

Γεννήθηκα την 5η Μαρτίου 1935 στο ορεινό χωριό Μαλακάσι Καλαμπάκας. Την ημέρα των Φώτων το απόγευμα, στις 6 Ιανουαρίου 1941, ο κόσμος του χωριού ανέβαινε προς την εκκλησία του Προδρόμου για τον εσπερινό. Ακόμη και σήμερα εκεί γίνεται ο εσπερινός, επειδή την επομένη, του Αϊ-Γιαννιού, ο ναός γιορτάζει. Ο ανηφορικός δρόμος ήταν σκεπασμένος με λίγο χιόνι. Ανέβαινα κι εγώ με τον πατέρα, ο οποίος βάδιζε πίσω μου για να με προσέχει. Σε κάποιο σημείο μάς έφτασε ο Θεόδωρος Πλακιάς. Χαιρέτησε θερμά τον πατέρα μου, που είχε χρόνια να τον δει, επειδή εκείνος ζούσε στη Φαρκαδώνα Τρικάλων. Συνεχάρη τον πατέρα μου ο Θεόδωρος, γιατί είχε κιόλας μεγάλο παιδί!… Εκείνη την ώρα ακούσαμε τον μακρινό απόηχο μιας ομοβροντίας κανονιοβολισμών από τον πόλεμο στην Αλβανία. Ο Θεόδωρος Πλακιάς σχολίασε:

– Ποιος ξέρει τι μας περιμένει, Θανάση…

Γύρισε προς τα πίσω ο πατέρας και του είπε, σιγά ώστε να μην τον ακούσω:

– Θόδωρε, χθες πήρα ατομική πρόσκληση. Επιστρατεύομαι και αύριο φεύγω για το μέτωπο.

Εγώ τα άκουσα όλα και από εκείνη τη στιγμή βουβάθηκα. Δεν τα μαρτύρησα στη μάνα μου γιατί κατάλαβα ότι ήθελε να της τα πει εκείνος μετά τον εσπερινό. Ετσι μάλλον έγινε μόλις επιστρέψαμε στο σπίτι, αλλά οι γονείς θέλησαν να το κρατήσουν, για λίγο ακόμα, μυστικό από τα παιδιά τους. Στο βραδινό φαγητό, εγώ που γνώριζα τι θα συνέβαινε, είδα ότι η ατμόσφαιρα ήταν βαριά. Κανείς δεν μιλούσε. Σε λίγο πλαγιάσαμε για ύπνο. Η αδελφή μου, κατά ένα χρόνο νεότερή μου, αποκοιμήθηκε αμέσως. Εγώ δίπλα της παρέμεινα ξύπνιος σαν να περίμενα κάτι. Ποιος ξέρει μετά πόση ώρα, είδα τον πατέρα να μας πλησιάζει κι ακολουθούσε η μάνα, κρατώντας στο χέρι την αναμμένη λάμπα. Γονάτισε ο πατέρας, μας φίλησε και εξαφανίστηκε μέσα στη νύχτα.

Το 1940 ο πατέρας ήταν 35 ετών και δεν επιστρατεύθηκε αμέσως μετά την κήρυξη του πολέμου.

Δεν θυμάμαι αν, όταν ξημέρωσε, η μητέρα προσπάθησε να κρύψει από εμένα και την αδελφή μου τους λόγους για τους οποίους θα απουσίαζε ο πατέρας κι αν εγώ της είπα ότι γνώριζα τα πάντα. Μάλλον σύντομα θα μας είπε την αλήθεια, γιατί θυμάμαι να μου λέει και να με προτρέπει:

– Πήγαινε στην πλατεία να δεις αν έχομε γράμμα από τον μπαμπά σου.

Δεν χρειαζόταν βέβαια να μου το υπενθυμίζει, γιατί ούτως ή άλλως κάθε βράδυ ήμουνα στην πλατεία, όπου πολύς κόσμος συζητούσε για τον πόλεμο και περίμενε με αγωνία τον ταχυδρόμο. Μερικές φορές ήμουνα κι εγώ από τους τυχερούς. Κυριολεκτικά, άρπαζα το γράμμα από το χέρι του ταχυδρόμου και σαν σφεντόνα έτρεχα στο σπίτι να το δώσω στον παππού μου, τον Περικλή. Λόγω του πολέμου, το γράμμα ήταν ανοιχτό, αλλά ακόμα δεν ήξερα να διαβάζω.

Αυτή είναι η ιστορία που συνοδεύει το πρώτο πατρικό φιλί που θυμάμαι. Ενας πατρικός ασπασμός αποχωρισμού, που λόγω των συνθηκών υπό τις οποίες έγινε, είναι αδύνατον να τον λησμονήσω.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT