Κύριε διευθυντά
Ξεφυλλίζοντας το τελευταίο αφιέρωμα «Σελίδες Ιστορίας», στο φύλλο της «Κ» 26/11/2023, το μάτι μου έπεσε σε ένα «Ενδεικτικόν» μαθήτριας της Σχολής Φιλελλήνων (διά προσφυγόπαιδας) – επιμέρους κείμενο: «Μια σύγχρονη κιβωτός μνήμης», του Κωνσταντίνου Νίγδελη.
Εκεί, μετά το όνομα της μαθήτριας, στην προβλεπόμενη ένδειξη, αντί του επαγγέλματος πατρός, αναφέρεται η ιδιότης της μαθήτριας, ως ορφανής.
Με κάτι τέτοιες αφορμές, οι παλαιότεροι θυμόμαστε την αλήστου μνήμης κατηγορία των παιδιών των ορφανοτροφείων. Και εγώ προσωπικά, τα ευάριθμα αγόρια που φοιτούσαν, ως συμμαθητές μου, στο Γυμνάσιο της πόλης μας. Με κατακουρεμένα τα μαλλάκια τους και τις ομοιόμορφες, αποκλειστικά φαιού χρώματος, φορεσιές τους, σε αντίθεση με τις επικρατούσες ενδυματολογικές πολυχρωμίες ημών των υπολοίπων, συγκροτούσαν μια μειονότητα –την πρώτη με την οποία θα ερχόμαστε σε επαφή σαν παιδιά– στα όρια του σημειολογικού μιάσματος. Βορά, στην καλύτερη περίπτωση, της αδιάκριτης περιέργειας των συνομηλίκων τους.
Κύριος λόγος της επιστολής μου, ωστόσο, είναι να μοιραστώ με τους αγαπητούς συναναγνώστες της «Κ» ένα καίριο, σχετικό (πιο σχετικό δεν γίνεται) κείμενο του πεζογράφου Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλου. Πώς να δικαιολογήσει κανείς, εν προκειμένω, τον αχρείαστο και ανάλγητο βεβαίως στιγματισμό σκηνών και διαλόγων, όπως ο παρακάτω; Δραματοποιημένων έξοχα από τον σπουδαίο πεζογράφο μας, «δεξιοτέχνη της τρυφερότητας και της ειρωνείας, της δραματικότητας και του χιούμορ» (από το βιβλίο του με τίτλο, «Γενικός αρχειοθέτης», Τυπογραφείο – Κείμενα).
«Οταν το φθινόπωρο πήγα να γραφτώ στο σχολείο, ο καθηγητής που συμπλήρωνε τα στοιχεία, με ρώτησε:
– Επάγγελμα πατρός;
– Ηταν δικηγόρος, απάντησα.
– Τι θα πει ήταν; με ξαναρώτησε.
– Εχει πεθάνει, είπα.
– Τότε, είσαι ορφανός πατρός, με πληροφόρησε!
Εκτοτε, όταν επρόκειτο να γίνει διανομή τροφίμων, γάλακτος, ή ιματισμού, μας φώναζαν πρώτους πρώτους.
– Να περάσουν οι ορφανοί πατρός, έλεγαν.
Εμείς υπακούαμε αμέσως, κάπως ζεματισμένοι εννοείται, γιατί και οι υπόλοιποι μάς υπέβλεπαν (και μάλιστα οι ορφανοί εκ μητρός, οι οποίοι ποτέ δεν θεωρήθηκαν ιδιαίτερη κατηγορία), όλοι δε γενικά έδειχναν να αμφισβητούν τον χαρακτηρισμό μας, ως συμπαθούς τάξεως, που μας είχε ανεπίσημα απονεμηθεί.
Υπάρχει όμως και η αντίστροφης φοράς δημόσια, αδιάκριτη έκθεση: Οταν, δηλαδή, επρόκειτο να γίνει κανένας έρανος, ή προσφορά για αναξιοπαθούντες διαφόρων ειδών ενδύσεως, υποδήσεως κ.λπ., πάλι μας ξεχώριζαν.
Χωρίς να μας κοιτάζουν, σήκωναν το χέρι, έδειχναν κάποια άκρη και μας έλεγαν:
– Οι ορφανοί πατρός, εδώ.
Εμείς τότε τραβούσαμε προς τα εκεί αργά αργά, και με κάποια αμηχανία, γιατί καταλαβαίναμε ότι όλη αυτή η φράση δεν σήμαινε παρά πως από εμάς δεν είχαν τίποτα να προσδοκούν…».