Οι λάτρεις του οίνου, τα «αλμυρά» κρασιά, η δημοκρατική λίστα και τα… σπασμένα ποτήρια

Οι λάτρεις του οίνου, τα «αλμυρά» κρασιά, η δημοκρατική λίστα και τα… σπασμένα ποτήρια

Οι λάτρεις του οίνου, τα «αλμυρά» κρασιά, η δημοκρατική λίστα και τα… σπασμένα ποτήρια-1
Χιλιάδες χρόνια πέρασαν από τότε που ο θεός Διόνυσος λατρευόταν στον τόπο όπου εμείς τρυγούμε τα αμπέλια απολαμβάνοντας –ανάλογα με τις προτιμήσεις του καθενός– εκατοντάδες διαφορετικές ποικιλίες οίνου που ο κόπος, το μεράκι των παραγωγών αλλά και τα επιτεύγματα της επιστήμης σερβίρουν στο ποτήρι μας. Η αρχέγονη, ενίοτε μεθυστική, σχέση Ελλήνων – κρασιού πιστοποιείται και μέσω μυθολογίας, ενώ περνώντας από τα χείλη των αρχαίων προγόνων μας υμνείται από γενιά σε γενιά συνοδεία τσουγκρισμάτων. Στην εικόνα αριστερά: Ο Μάρωνας, ιερέας του Απόλλωνα στη χώρα των Κικόνων στη Θράκη, προσφέρει στον Οδυσσέα ασκί με γλυκό κρασί, ευγνώμων για τη ζωή που του χάρισε. Δώρο που αποδείχθηκε πολύτιμο, καθώς ο περιπλανώμενος ήρωας με αυτό θα μεθύσει τον Πολύφημο, τυφλώνοντάς τον στη συνέχεια. Οι δύο γυναικείες μορφές είναι η Οπώρα και η Αμπελίς, προσωποποιήσεις αντίστοιχα της συγκομιδής και της αμπέλου. Κρατήρας του 4ου αιώνα π.Χ. που βρίσκεται στο αρχαιολογικό μουσείο της νήσου Λίπαρι, βορείως της Σικελίας (από την «Ελληνική Μυθολογία», τόμος «Τρωικός Πόλεμος» της Εκδοτικής Αθηνών).

Κύριε διευθυντά

Επικαιρότατο το μικρό αφιέρωμα του κυριακάτικου φύλλου σας (17/3/2024) στο «αλμυρό μπουμ των αθηναϊκών εστιατορίων». Σημείωσα, ωστόσο, την παντελή απουσία σ’ αυτό κάθε αναφοράς στην υπερ-αλμυρή τιμολόγηση του κρασιού στους καταλόγους τους. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι αυτό αποτελεί σημαντικότατο τμήμα του συνολικού λογαριασμού κάθε εξόδου μας. Επ’ αυτού, του τελευταίου, η παρούσα.

Κατά τη γνώμη μου, ο κατάλογος κρασιών ενός εστιατορίου πρέπει να ικανοποιεί τρία κριτήρια: το γαστρονομικό, το οικονομικό και το σημειολογικό-συναισθηματικό. Σε αυτή τη σειρά. Οι Ελληνες εστιάτορες όμως έχουν άλλη γνώμη. Προτάσσουν το τρίτο κριτήριο, λες και όλοι μας, κάθε φορά που βγαίνουμε «έξω», κάτι γιορτάζουμε. Ή ότι πρόκειται για μια ρομαντική, τρυφερή έξοδο. Περιπτώσεις που, όπως και να το κάνουμε, θα δικαιολογούσαν ένα ακριβό κρασί, αντάξιο της περίστασης.

Το κρασί δεν είναι μια άκρως ελιτίστικη συνήθεια, όπως το μεταπολιτευτικό lifestyle το καθιέρωσε στην Ελλάδα. Βεβαίως και πρέπει στον κατάλογο να υπάρχουν κρασιά που θα συνοδέψουν – τιμήσουν την εξαιρετική ευκαιρία κάποιας εξόδου. Ομως, όσο απαραίτητα είναι αυτά τα κρασιά, άλλο τόσο –και περισσότερο– είναι αναγκαία και η αντιπροσώπευση στον κατάλογο και της κατηγορίας των ευπρεπών, προσιτών οικονομικά επιλογών, που καλύπτοντας τις ανάγκες ποιότητας και ποσότητας θα αναδείξουν μια συνηθισμένη έξοδο, συνηθισμένων ανθρώπων.

Σε όλον τον κόσμο έχει καθιερωθεί το χ3, άντε το χ4. Η τιμολόγηση, δηλαδή, ενός κρασιού να είναι 3+ φορές πάνω από την τιμή της αγοράς του. Ομως, στην ελληνική εστίαση, εκτός από τα λίγα εστιατόρια, τα οποία έχουν επενδύσει στις απαιτούμενες ειδικές εγκαταστάσεις, οι υπόλοιποι εστιάτορες, εν ονόματι ποιας προστιθέμενης αξίας δικαιολογούν τη μεταπώληση των κρασιών σε πενταπλάσια + τιμή; Ανακαλώ, επ’ αυτού, την απάντηση, σε σχετική ερώτησή μου, εστιάτορα (που συμπτωματικά συμμετείχε στο αφιέρωμά σας), ότι η τιμολόγηση «καλύπτει το “σημαντικότατο” κόστος της αντικατάστασης των σπασμένων, από τη χρήση, βαρύτιμων ποτηριών του καταστήματός του!».

Η πρότασή μου είναι: οι εστιάτορες να συμπεριλαμβάνουν στον κατάλογό τους δυο-τρεις ετικέτες ευπρόσωπων ελληνικών κρασιών στην τιμή πέριξ των 15 ευρώ. Μια τιμή εφικτή και δίκαιη για όλα τα μέρη: παραγωγούς, εστιάτορες, καταναλωτές, ας πούμε στο πλαίσιο της λογικής, εκ μέρους των εστιατόρων, «διαλέγω πριν από σας για σας».

«Οίνον δεσποτικόν και αρκούντα» βρήκα κάπου τη φράση. Που σημαίνει πως δεν αρκεί ο οίνος να είναι «δεσποτικός», αλλά και αρκετός. Τι συμβαίνει εδώ; Αντί το κάθε εστιατόριο να έχει εξασφαλίσει στους (αγαπημένους) πελάτες του «τον πότο τους ίσον με τον πόθο τους», αυτά, να καθιστούν απαγορευτικό όχι μόνο ένα δεύτερο ή τρίτο μπουκάλι, αναλόγως (που θα ήθελαν να πιουν και να ευχαριστηθούν), αλλά ακόμα και το πρώτο, εξωθώντας τους αβασάνιστα στη λύση τού χύμα. Κάτω από τις συνθήκες που περιγράφονται και στο αφιέρωμά σας, επιτρέψτε μου (εκπροσωπώντας, πιστεύω, μια σεβαστή πλειονότητα καταναλωτών) την παρακάτω προσωπική εκμυστήρευση: Ο,τι γαστρονομικά ενδιαφέρον συμβαίνει στη ζωή μου, τα τελευταία χρόνια, είναι στο πλαίσιο της σπιτικής ζωής, όπου μαζί με τη γυναίκα μου αναζητούμε μια υγιεινή, γευστική και δίκαιη (σωστά πληρωμένη) τροφή, ως απόρροια και μιας «γαστρονομικής νοημοσύνης» στην οποία ασκούμαστε. Αναφορικά με το «έξω», οι Ελληνες εστιάτορες και με βάση την αξιολόγηση των μαγαζιών τους, με όρους «value for money», όλο και φροντίζουν, άλλοτε με πράξεις και άλλοτε με παραλείψεις, για δύο πράγματα. Το ένα: να μην είμαστε (τακτικοί) πελάτες κανενός εστιατορίου. Και το άλλο: να νιώθουμε, έπειτα από κάθε έξοδο, σχεδόν πάντα, την οδυνηρή αλήθεια της φράσης: «Η έξοδος σε ένα κακό εστιατόριο είναι πάντα μια ελπίδα ματαιωμένη».

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT