Οι «εργάτες του καλού», τα τσιράκια, η ελληνική μαστοριά, ο Κόντογλου, ο Τσαρούχης και ο Πικιώνης

Οι «εργάτες του καλού», τα τσιράκια, η ελληνική μαστοριά, ο Κόντογλου, ο Τσαρούχης και ο Πικιώνης

Οι «εργάτες του καλού», τα τσιράκια, η ελληνική μαστοριά, ο Κόντογλου, ο Τσαρούχης και ο Πικιώνης-1
Τη λιτή περιγραφή του Γιάννη Τσαρούχη για τη μαθητεία του δίπλα στον Φώτη Κόντογλου παραθέτει μεταξύ άλλων ο επιστολογράφος της «Κ»: «Σιγά σιγά άρχισα να επισκέπτομαι το σπίτι του και γρήγορα έγινα βοηθός του. Μαστορόπουλο, όπως έλεγαν όσοι αγαπούσαν τις παλιές λέξεις…». Και ο Δημήτρης Πικιώνης υμνεί τους επί γης «εργάτες του καλού»: Αρχιτέκτονες, οικοδόμους, πελεκάνους, γυψοπλάστες, σοβατζήδες, ζωγράφους, τόσους και τόσους γνωστούς είτε λησμονημένους της παντοειδούς μαστοριάς. Επάνω, ο Τσαρούχης το 1981, στις Καρυές του Αγίου Ορους, σχεδιάζει απορροφημένος, στο κελί του γέροντα Ιερόθεου (φωτογραφία, Πέτρος Φλεμετάκης, από το παλαιό αφιέρωμα της «Κ», «Ζωγράφοι της γενιάς του ’30», Επτά Ημέρες). Ενα τυχαίο δείγμα του μοναδικού σαρκασμού του μετέφερε σε κείμενό της στο εν λόγω αφιέρωμα, η Μαρία Καραβία. Σε προχωρημένη ηλικία και ασθενής ο Τσαρούχης προσπαθεί ν’ ανοίξει την πόρτα κεντρικού ζαχαροπλαστείου της Αθήνας. «Αυτά είναι τα πορνό μου, έρχομαι και τρώω καμιά πάστα όταν δεν με βλέπουν» και «ο θάνατος ούτε πεσκέσια δέχεται ούτε ρουσφέτια κάνει».

Κύριε διευθυντά

Η ανάδειξη, εν είδει αξιοθαύμαστου, της περίπτωσης του κατασκευαστή βιολιών κ. ∆ημήτρη Κακού («Κ», φ. 22/5/2024) παραπέμπει ευθέως στην πάλαι ποτέ ακμάζουσα, περήφανη και σεβαστή συντεχνία. Νοσταλγική, δυστυχώς, και η επιστολή μου, ένα (ρέκβιεμ;) στη χαμένη τιμή της περίφημης ελληνικής μαστοριάς. Με τα λόγια άλλων:

Διηγείται ο Διονύσιος Ρώμας: Γιαννιώτες προεστοί θέλησαν κάποτε να χαρίσουν έναν εξαιρετικό ασημένιο δίσκο στον Αλή πασά. Γυρέψανε, λοιπόν, από έναν περίφημο μάστορα να δώσει με το σφυρί του τον τελειωτικό «αέρα» στο μοναδικό αυτό «σινί». Ο Καλαρρύτης τεχνίτης δέχτηκε, αλλά ζήτησε ένα φλουρί για κάθε σφυριά του. Απελπισμένοι οι Γιαννιώτες από τον ανήκουστο αυτόν όρο τού προτείνανε ένα μεγάλο ποσό για να εκτελέσει την εργασία δίχως, όμως, σφυρομετρήματα. Ο μάστορας αρνήθηκε και, όταν οι προεστοί υποχώρησαν, έδωσε τον «αέρα» του δίσκου με τρεις μονάχα σφυριές. Είπε τότε στους κατάπληκτους εργοδότες ότι δεν αποζητούσε το πολύ χρήμα, αλλά την αναγνώριση της τέχνης του.

Ο μεγάλος μας γλύπτης Γιάννης Παππάς σε κείμενό του αναφέρεται στη μακροχρόνια διαδικασία που στις μέρες του προϋπέθετε η κατάκτηση του τίτλου του ζωγράφου ή του γλύπτη. Το τσιράκι έμπαινε στο εργαστήρι του μάστορα, όπου, και αφού επί καιρό έκανε βοηθητικές εργασίες, θα γινόταν βοηθός, και πολύ αργότερα, παραδίδοντας το αριστούργημά του, το chef d’oeuvre, κρινόταν από τις κεφαλές της συντεχνίας. Ενα παράδειγμα: Το έργο που ο Αντουάν Βατό Watteau παρουσίασε στη συντεχνία των ζωγράφων του Παρισιού για να του απονεμηθεί ο τίτλος του ζωγράφου, ήταν ο πίνακάς του «Η αναχώρηση για τα Κύθηρα».

Τη μακρά πορεία προς την καταξίωση βεβαιώνει και ο Γιάννης Τσαρούχης, αναφερόμενος στη μαθητεία του δίπλα στον Φώτη Κόντογλου: «Σιγά σιγά άρχισα να επισκέπτομαι το σπίτι του και γρήγορα έγινα βοηθός του. Μαστορόπουλο, όπως έλεγαν όσοι αγαπούσαν τις παλιές λέξεις…».

Την ίδια μακρόσυρτη μαθητεία ακολούθησαν και οι συντεχνίες μαστορικής –τα λεγόμενα «εσνάφια»– των αρχών του 19ου αιώνα. Απόλυτος κυρίαρχος της όλης διαδικασίας, ο μάστορας: «Να! σου το παραδίδω. Το κρέας δικό σου, τα κόκκαλα δικά μου». Αυτή ήταν η στερεότυπη φράση του πατέρα παραδίδοντας το παιδί του. «Πολλάκις, ο πατέρας δεν συνοδεύει το παιδί στην πόλη. (…) Ο μικρός ταξιδιώτης αναχωρεί. Εν μικρά πήρα (δισάκι), έχει τον δεύτερον χιτώνα του και ολίγον άρτον. (…) Οδοιπορών, δεν κάμνει σχέδια. (…) Η μόνη ευχή του είναι να ανεύρει εν τη πόλει έναν συμπατριώτη του. Ολα τα άλλα ο Θεός θα τα έφερνε δεξιά. Ποίον αφήνει ο Θεός;».

Σε συμφωνητικό μαθητείας της εποχής, αφού περιγράφονται λεπτομερώς τα υπεσχημένα των δύο πλευρών, το έγγραφο καταλήγει: «(…) Τούτη η συμφωνία ευρέθη εύλογος και από τα δύο μέρη και έγινεν το παρόν μαρτυρικόν γράμμα να έχη το κύρος και την ισχύν εν παντί κριτηρίω δικαιοσύνης». (Γιώργος Παπαγεωργίου, «Η μαθητεία στα επαγγέλματα», Αθήνα 1986).

Στέκομαι στην τελευταία φράση, ενδεικτική, πρωτίστως, του βαθύτατου λαϊκού αισθήματος σεβασμού προς την έννοια και την ουσία της δικαιοσύνης, εν τόπω και χρόνω. Δευτερευόντως, για να επισημάνω τις, σε παράθεση, δύο ζουμερές δοτικές (εν παντί κριτηρίω), οι οποίες μαρτυρούν ότι εκείνο τον καιρό λίγοι ήξεραν γράμματα, αλλά όσοι ήξεραν, ήξεραν καλά γράμματα!

Κλείνω με ένα δοξαστικό προσκλητήριο της παντοειδούς μαστοριάς από τον Δ. Πικιώνη. Στο τέλος μιας μελέτης του για την αρχιτεκτονική της Χίου, ο θεματοφύλακας της νεοελληνικής παράδοσης, καταλήγει: «Δεν θα ήθελα να τελειώσω, χωρίς να μνημονεύσω εσάς τους λησμονημένους κι όμως αξέχαστους εργάτες του “καλού” απάνω στη γη, τους αρχιτέκτονες, οικοδόμους, πελεκάνους, μαρμαρογλύπτες, σοβατζήδες, γυψοπλάστες, ζωγράφους», ονομάζοντας τον καθένα ξεχωριστά.

*Βούλα

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT