Η κρίση της Δύσης, η ευθύνη του Τύπου

Kύριε διευθυντά

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ∆ύση διανύει μία ιδιαίτερα κρίσιμη ιστορική περίοδο, την κρισιμότερη ίσως από τους δύο παγκοσμίους πολέμους που σημάδεψαν τον περασμένο αιώνα. Οι αντιπαλότητες δεν εκφράζονται με ιδεολογικές διεκδικήσεις από ηγετικές φυσιογνωμίες εναντίον πολιτικών κατεστημένων (όπως, π.χ., από τους Μαρξ-Ενγκελς-Λένιν πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο). Εκφράζονται με κοινωνικά κινήματα ενάντια στην καταπίεση μειονοτήτων (όπως στην Παλαιστίνη) ή υπέρ δικαιωματικής ισότητας και κοινωνικής αποδοχής (π.χ. μεταναστευτικό, ΛΑΟΤΚΙ). Εξίσου σημαντική διαπίστωση αποτελεί το γεγονός ότι τα κοινωνικά κινήματα διαμαρτυρίας συμβαίνουν αποκλειστικά στις φιλελεύθερες χώρες της ∆ύσης, ενώ στα απολυταρχικά καθεστώτα είτε προλαμβάνονται διά της βίας είτε καταπιέζονται αδίστακτα (Ρωσία, Κίνα, Τουρκία, Ιράν, κ.α.).

Οι δημοσιογράφοι που μας ενημερώνουν για τα γεγονότα τα εντάσσουν κατά κανόνα σε ιδεολογικό πλαίσιο – δεξιό, αριστερό, προοδευτικό, φιλελεύθερο, ακροδεξιό, φασιστικό, κ.ά. Αναφέρω δύο επίμαχα παραδείγματα: η πολιτική ωρίμανση της Μελόνι υπήρξε υποδειγματικά αποτελεσματική, σθεναρά προσηλωμένη στην ουσία κοινωνικών και πολιτικών προβλημάτων και πολύ λιγότερο σε ιδεολογικές προκαταλήψεις. Η πολιτική σταθερότητα της ιταλικής δημοκρατίας ενισχύεται όλο και περισσότερο από τότε που ανέλαβε την πρωθυπουργία, ενώ η Μελόνι αναδεικνύεται σε προσωπικότητα με διεθνές κύρος. Ακόμη μεγαλύτερη εμβέλεια σε εθνικά και ευρωπαϊκά ζητήματα αναδεικνύουν οι μακρόπνοες, αναπτυξιακές πολιτικές του προέδρου Μακρόν. Εχοντας πραγματοποιήσει φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις στην οικονομία, στην παιδεία, στα κοινωνικά δικαιώματα και στο μεταναστευτικό, ο Μακρόν εισπράττει δυστυχώς την απαξίωση της ψηφοθηρικής πλειοψηφίας που επιβάλλουν οι φόβοι και οι ανασφάλειες που ενθαρρύνει η Λεπέν.

Ανάλογη εκλογική δυσπραγία αντιμετωπίζει και ο πρόεδρος Μπάιντεν στις ΗΠΑ, παρά το γεγονός ότι έχει επιτύχει συνεχή ανάπτυξη της οικονομίας και μεγάλη μείωση της ανεργίας.

Το πολιτικοκοινωνικό αυτό φαινόμενο (συχνά περιγράφεται πλέον με τη διεθνή λέξη «Trumpism») δεν καλλιεργείται μόνον από λαοπλάνους πολιτικούς και τα ΜΜΕ που εξυπηρετούν τα συμφέροντά τους. Ενθαρρύνεται επίσης από δημοσιογράφους και αναλυτές όλων των αποχρώσεων οι οποίοι προτιμούν την εύκολη αναγνωρισιμότητα μιας επικεφαλίδας από την κριτική περιγραφή της κυβερνητικής πολιτικής. Το λεξιλόγιο της δημοσιογραφικής κάλυψης του Μακρόν, της Μελόνι, του Μπάιντεν υπερτερεί κατά πολύ σε αρνητικές αποτιμήσεις από ό,τι ανάλογες αποτιμήσεις των πολιτικών αντιπάλων τους, οι οποίοι κατά κανόνα προσφέρουν μελλοντικές υποσχετικές άδηλης γνησιότητας.

Παρατηρώντας τις στατιστικές εκλογικών αναμετρήσεων των τελευταίων ετών σε πολλές δυτικές δημοκρατίες, δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσουμε ότι παντού σχεδόν τα κυρίαρχα ποσοστά κυμαίνονται μεταξύ 30% και 36% και για τις τρεις κατηγορίες: αυτών που αδιαφορούν και απέχουν από τις κάλπες, των συντηρητικών/φιλοκυβερνητικών και των αντικυβερνητικών που προτιμούν μεταρρυθμίσεις ή αλλαγές πολιτεύματος. Παράλληλη διαπίστωση αποτελεί το γεγονός ότι τα εκλογικά σώματα ψηφίζουν κυρίως με βάση δημοσιογραφικές παρουσιάσεις στα ΜΜΕ που επιλέγουν και όχι με βάση τα (υλοποιήσιμα;) προγράμματα των κομμάτων.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT