Ιερές αναμνήσεις από χρόνια δύσβατα

Κύριε διευθυντά

Ο εκλεκτός συνεργάτης σας Νίκος Κωνσταντάρας στο άρθρο του «Παράδοση προς πώληση» (φ. 5/7) εκφράζει τον βαθύτατο προβληματισμό του για την επικρατούσα έξαρση της (εμπορικής) οικιστικής εκμετάλλευσης στη χώρα. Πολύ περισσότερο, για την ασεβή, στα όρια της ύβρεως, εξαφάνιση «ανθρωπίνων έργων που μιλούσαν για τις δύσκολες εποχές που τα διαμόρφωσαν». Με αυτή την αφορμή, η επιστολή μου:

Ο πατέρας είχε παρακαλέσει τον Γ. Ε., τον καλύτερο και μάλλον μοναδικό καλλιγράφο του χωριού. Ολα τα πανέμορφα πλαγιαστά κεντήματα, «εις ανάμνησιν», που ακόμη κοσμούν κάποια αγκωνάρια σπιτιών του χωριού, είναι δικά του έργα. Το μόνο που ήθελε ο πατέρας ήταν η εγχάραξη της χρονολογίας. Αυτής που, ανάγλυφη σε μια προσεκτικά λιασμένη επιφάνεια, θα μετρούσε «εσαεί», με την αποπεράτωσή του, την ηλικία του περήφανου πατρογονικού σπιτιού.

Ολα τα προηγηθέντα δέοντα είχαν γίνει στην ώρα τους. Το σφάξιμο του πετεινού και το ασήμωμα φίλων και συγγενών με τον θεμέλιο λίθο. Ο αγιασμός με την ευχή: «(…) έδρασον αυτόν (τον οίκον) επί στερεάν πέτραν», τα συχνά και απλόχερα τραπεζώματα σε μαστόρους και παραπαίδια, κι αργότερα, με το στήσιμο της στέγης, τα «μαντ’λώματα» –φιλέματα μαντιλιών στους χτίστες, πουκάμισο στον αρχιμάστορα– και τις εργασίες να ολοκληρώνονται με γενναίο φαγοπότι για όλους. Με όλα, λοιπόν, καλώς καμωμένα, η μεγάλη ώρα είχε έρθει, το σπίτι να ανοίξει και το ζεύγος «εισελθείν εις οίκον νέον».

Οι γονείς δεν υπάρχουν πια, αλλά το αγαθό τους πνεύμα υπερίπταται, σε αυλές, χαγιάτια, αποθήκες, υπόγεια, παράσπιτα και κήπους που περιβάλλουν το πανέμορφο οικοδόμημα. Που, με τη φέρουσα χρονολογία, 1952, προσμετρά την απαρχή, τη διαδρομή, το θάρρος, τα όνειρα και κυρίως την απαντοχή και την πίστη τους σε μια επίφοβη νέα εποχή, που μόλις ανέτελλε, μετά τη δήωση της γερμανικής κατοχής και τα συντρίμμια των όσων επακολούθησαν.

Της ανοικοδόμησης του σπιτιού, ωστόσο, είχε προηγηθεί μια άλλου είδους στέγαση, δύο χρόνια πρωτύτερα, όταν η οικογένειά μου –και με τη μητέρα κατάκοιτη με οξεία σπονδυλίτιδα– αναγκεμένη σύρθηκε, από τη θαλπωρή του σπιτικού της στο χωριό, στο έλεος μιας, αλλόφρονης επίσης, Αθήνας. Μια στέγαση εκείνη συμπεριληπτική αποτύπωση της εποχής: πρόχειρη μεν, όπως οι έκτακτες ανάγκες επέβαλλαν, σωτήρια δε για όσους δεν είχαν πού την κεφαλήν κλίναι.

Πόσο είχαν χαρεί οι γονείς μου την οικογενειακού μεγέθους σκηνή –τέντα την αποκαλούσαν οι ίδιοι–, ένα ζηλευτό κατασκεύασμα, από ανθεκτικό και αδιάβροχο υλικό, δώρο της UNRRA στον χειμαζόμενο πληθυσμό της χώρας.

Η σύσταση των κοινωνικών υπηρεσιών ήταν, αυτή να στηθεί κάτω από κωνοφόρο δένδρο, πεύκο κατά προτίμηση. Κάποιος συντοπίτης, τυχερότερος από εμάς, με μια παράγκα σε ημιδασώδη περιοχή, μας παραχώρησε, προς τούτο, ένα παρακείμενο της παράγκας του, πεύκο.

Το πρόβλημα της στέγης είχε λυθεί. Τουλάχιστον, για όσο η μητέρα ήταν στο νοσοκομείο και ο πατέρας αλλοπαρμένος έψαχνε για κάποιο μεροκάματο: μεροδούλι μεροφάι. Επιστρέφοντας στο χωριό, με τον περίφημο επαναπατρισμό, οι γονείς μαζί με την υποτυπώδη οικοσκευή μας μετέφεραν καλοδιπλωμένη και εκείνη τη σωτήρια σκηνή. Η αποστολή της δεν είχε τελειώσει: Τεμαχισμένη με εργονομική προσοχή, πολλαπλά χρήσιμη για χρόνια, είχε μετατραπεί, ανάλογα με τις ανάγκες, σε γεωργικό στρωσίδι, προστατευτικό κάλυμμα, πρόχειρο παραπέτο σε παράσπιτα. Σκορπώντας, επαναληπτικά, κουράγιο και αισιοδοξία, ήταν εκεί για να θυμίζει σε όλους μας ότι τα χειρότερα είχαν περάσει.

*Βούλα

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT