Περί τέχνης, καλού (ή κακού) γούστου, και το βιβλίο του Τσβάιχ για τη Μαρία Αντουανέτα

Περί τέχνης, καλού (ή κακού) γούστου, και το βιβλίο του Τσβάιχ για τη Μαρία Αντουανέτα

Περί τέχνης, καλού (ή κακού) γούστου, και το βιβλίο του Τσβάιχ για τη Μαρία Αντουανέτα-1
Δεν υπήρξε άλλη τελετή έναρξης που να προκάλεσε παγκοσμίως τέτοιο ορυμαγδό αντικρουόμενων σχολίων όσο αυτή των Ολυμπιακών Αγώνων του Παρισιού, που πέρασαν ήδη στην κρίση της Ιστορίας. Χαρακτηρίσθηκε από καινοτόμος και ευφάνταστη έως προκλητική και ασεβής· από «πολύ μπροστά» και άρτια σκηνοθετημένη έως «χύμα» και αλαλούμ· από πληθωρική και εμπνευσμένη έως ανάρμοστο τσίρκο. «Εννοιες ρευστές, ακαθόριστες, το καλόγουστο και το κακόγουστο, που δεν στηρίζονται σε μέτρα και σταθμά, εκτός εάν παρασύρονται από την παντοδύναμη προπαγάνδα που ονομάζεται μόδα», είχε γράψει παλαιά (πάντα υπήρχαν αφορμές…) η Ελένη Βλάχου. Στη φωτογραφία, ένας «φτερωτός» κομπάρσος της διοργάνωσης καθισμένος σε γέφυρα της Πόλης του Φωτός κατάλληλα διακοσμημένη με δύο ημίγυμνους αθλητές «αρχαιοελληνικού κάλλους», εκ των οποίων ο ένας κρατάει ρακέτα και ο άλλος μπάλα μπάσκετ.

Kύριε διευθυντά

Οι φετινοί Ολυμπιακοί Αγώνες στο Παρίσι πέρα από το «σκάνδαλο» που απασχόλησε για πολύ τα ΜΜΕ, Τύπο, τηλεόραση, για το tableau vivant με τον μυστικό δείπνο (ήταν, δεν ήταν, έμοιαζε, δεν έμοιαζε) και τον γαλάζιο θεό ∆ιόνυσο, που σίγουρα δεν ήταν ο ∆ιόνυσος αλλά ένας ταλαίπωρος Σιληνός της ακολουθίας του (ο ∆ιόνυσος αν μη τι άλλο ήταν όμορφος), με έκαναν να ξανανοίξω τα παλιά μου βιβλία περί αισθητικής των δασκάλων μου Παν. Μιχελή και Ευάγγελου Παπανούτσου, αλλά και τα νεότερα του μαθητή μου Θανάση Μουτσόπουλου περί μαζικής κουλτούρας και «Οχι ακριβώς τέχνη» και της Cynthia Freeland «Μα είναι αυτό τέχνη;». Ο,τι κατάφερα να βρω στη βιβλιοθήκη μου, προσπαθώντας να βρω απάντηση στο αν αυτά που είδα φέτος στην τηλεόραση στους Ολυμπιακούς στο Παρίσι ήταν καλού ή κακού γούστου. Αν εγώ γέρασα και παραξένεψα ή πράγματι κάτι δεν πάει καλά.

Κι άλλες φορές είχα αναρωτηθεί γι’ αυτό (π.χ. στον διαγωνισμό τραγουδιού της Eurovision, σε πολλές εκπομπές «πρωινάδικες» που μάλιστα δίνουν και οδηγίες στις κοπέλες που συμμετέχουν για το πώς πρέπει να ντύνονται κ.λπ., κ.λπ.).

Καλά όλα αυτά, αλλά και στο Παρίσι; Το κέντρο υποτίθεται της μόδας. Στο λεξικό του Μπαμπινιώτη το γούστο ερμηνεύεται ως η αισθητική αντίληψη κάποιου ή το κριτήριο προσωπικών επιλογών ή η εξαιρετικά ανεπτυγμένη και καλλιεργημένη αισθητική. Και ως Αισθητική η φιλοσοφική αντίληψη για το ωραίο και την τέχνη. Ούτε καν «γούστο» δεν είχε ο καημένος ο γαλάζιος Σιληνός. Δεν ήταν καν αστείος, για να περάσουμε στην άλλη έννοια του γούστου. Παραμένοντας ανικανοποίητη και ψάχνοντας πάντα για απάντηση θυμήθηκα μια έρευνα του περιοδικού «Ζυγός», ενός περιοδικού που έβγαινε από το 1955 μέχρι το 1983 (μ’ ένα μικρό διάλειμμα) με θέματα γύρω από την αρχιτεκτονική, τις τέχνες και τη διακόσμηση, για το «καλό και κακό γούστο». Μια έρευνα που κράτησε από τον Απρίλιο του 1960 (τεύχ. 53) μέχρι τον Ιανουάριο του 1961 (τεύχ. 62).

Στην έρευνα συμμετείχαν οι αρχιτέκτονες Χαρ. Σφαέλλος, Αρ. Κωνσταντινίδης, Δ. Φατούρος, Κ. Μπίρης, Ιππόλυτος Παπαηλιόπουλος, Τάκης Μάρθας, οι ζωγράφοι Κούλα Μπεκιάρη, Σπ. Βασιλείου, Θ. Φανουράκης, Περικλής Βυζάντιος, Γιόχαν Ρωμανός, οι τεχνοκριτικοί Μάρης Καλλιγάς, Γ. Βακαλό, Ιων. Δραγούμης, ο λογοτέχνης Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, ο Γ. Σαββίδης και βέβαια η «δική μας» Ελένη Βλάχου, «ένα πρόσωπο που ασκεί υπεύθυνο κοινωνικό λειτούργημα και επηρεάζει άμεσα την κοινή γνώμη». Τον απολογισμό της έρευνας ανέλαβε να γράψει ο Ε. Παπανούτσος. Στο κείμενο του Παπανούτσου συνοψίζονται οι απόψεις των συμμετεχόντων. Κάποιοι απ’ αυτούς ίσως να μη λένε τίποτα πια στους νεότερους. Δεν παύουν όμως να είναι η πνευματική μας κληρονομιά. «Το καλό γούστο προϋποθέτει ένα έμφυτο αισθητήριο και μια καλλιέργεια», λέει ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος. «Η καλλιέργεια μπορεί να λείπει, το έμφυτο αισθητήριο όμως ποτέ».

«Καλόγουστο, κακόγουστο… έννοιες ρευστές, ακαθόριστες, άπιαστες που δεν στηρίζονται σε μέτρα και σταθμά, εκτός όταν παρασύρονται από την παντοδύναμη, επικίνδυνη και ύπουλη προπαγάνδα που ονομάζεται μόδα», γράφει η Ελένη Βλάχου.

Ωραίο – άσχημο, καλόγουστο – κακόγουστο, πόσο άραγε απασχολούν τους Νεοέλληνες οι έννοιες αυτές. Είχε και εξακολουθεί να έχει δίκιο η Ελένη Βλάχου. Ισως μια σύγχρονη έρευνα πάνω στο θέμα με απαντήσεις από σημερινούς αρχιτέκτονες, ζωγράφους, δημοσιογράφους, σε συνδυασμό με την επανέκδοση της έρευνας του «Ζυγού» μπορούν να αποτελέσουν ένα ενδιαφέρον κυριακάτικο αφιέρωμα της «Καθημερινής». Οσο για τους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Παρίσι, ίσως κάποια αποσπάσματα από τη «Marie Antoinette» του Στέφαν Τσβάιχ να εξηγούν κάποια πράγματα.

«Δύο φορές την εβδομάδα, η Μαρία Αντουανέτα εγκαταλείπει τις αριστοκράτισσες επί των τιμών κυρίες της και απομονώνεται σ’ ένα από τα ιδιωτικά της διαμερίσματα όπου συζητά με τη λατρεμένη της καλλιτέχνιδα (τη μοδίστρα) –συζήτηση μυστική– προκειμένου να λανσάρουν μια καινούργια μόδα, ακόμη πιο εκκεντρική από την προηγούμενη… Πότε οι Γαλλίδες δεν ξόδευαν τόσα χρήματα για να γίνουν γελοίες».

Στέφαν Τσβάιχ «Marie Antoinette Ca c’ est le gout parisienne».

Oι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2024 έμειναν πιστοί στην παράδοση…

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT