Ενα στρωμένο τραπέζι με «χάδια της κοιλιάς» βγαλμένα από τις σελίδες του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Ενα στρωμένο τραπέζι με «χάδια της κοιλιάς» βγαλμένα από τις σελίδες του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Ενα στρωμένο τραπέζι με «χάδια της κοιλιάς» βγαλμένα από τις σελίδες του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη-1
«…Εφθασαν εις τον Αγιον Ηλίαν άμα τη ανατολή του ηλίου, και αφού εδροσίσθησαν υπό την εξαισίαν φυλλάδα των μεγαλοπρεπών πλατάνων παρηκολούθουν με βλέμμα θωπευτόν το ολονέν ροδίζον αρνί εις την σούβλαν, περιμένοντες όσον ούπω ν’ απολαύσωσιν ως “προφταστήρα” το ορεκτικόν κοκορέτσι» – «Στην Αγι’ Αναστασά». Ο επιστολογράφος της «Κ» μάς ανοίγει για τα καλά την όρεξη με μια επιλογή γαστρονομικών αναφορών από κείμενα του κορυφαίου μας διηγηματογράφου Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Μια πρώτη γεύση: Γκιουβέτσι με χασάπικους μεζέδες, σπληνάντερο, κοιλίτσες και καρδιές. Αστακοί μαγειρεμένοι με μάραθα. Χέλι ψητόν μετά φύλλων δάφνης. Χοιρίδιον παραγεμιστόν. Τυρόπιτες, όρνιθες, πετροκάβουρα, τουλουμοτύρια, μπακλαβάδες, λάχανα θαλασσινά, στρείδια, σκόμβρια, κοσσύφια αλατισμένα, νεφραμιές, κασκαβάλι της Αίνου, τηγανίτες με πετμέζι, ξηρά σύκα. Και βεβαίως –στεγνοί θα μείνουμε;– ρούμι, ρακή, μαστίχα, ασκοί γενναίου οίνου και αφρίζων ρητινίτης… Η φωτογραφία του Σπύρου Μελετζή είναι από προετοιμασία γιορτινής ευωχίας στην Αράχωβα το έτος 1953. Από το παλαιότερο αφιέρωμα της «Κ», Ελληνες Φωτογράφοι-Επτά Ημέρες. Και με την ευκαιρία: Το Πάσχα του 2025 πέφτει νωρίς, στις 20 Απριλίου…

Κύριε διευθυντά

Απολαυστικός, όπως πάντα, και ο Γαστρονόμος με αφιέρωμα στο «ελληνικό ταψί». Και συνακόλουθα στο παραπλήσιο σκεύος, τον νταβά ή ταβά. Κάτι που μου έφερε στο μυαλό τους περίφημους νταβάδες, τις γιουβετζάδες του Παπαδιαμάντη.

Προς χάριν των συναναγνωστών της «Κ», ανθολογώ από κείμενα εγκρίτων «παπαδιαμαντολόγων» αποσπάσματα, τα οποία αποκαλύπτουν ότι ο κορυφαίος διηγηματογράφος μας –«παρά πάσαν κρατούσαν εντύπωσιν»– είχε καταπιαστεί και με πολύ πιο «μερακλήδικα» γαστρονομικά δημιουργήματα, από τις περίφημες «κοκώνες» του.

Σε αντίθεση, λοιπόν, με την πανταχού παρούσα δραματική συνιστώσα του παπαδιαμαντικού έργου, τη στέρηση, η οποία συνόδευε διά βίου τον συγγραφέα, στα διηγήματά του θάλλουν επίμονες αναφορές σε φαγητά, που λαχταρούσε η ψυχούλα του, όπως εχίνους και στρείδια, αστακούς μαγειρεμένους με μάραθα, τα συναρπαστικά «φουσκάκια» (τους λουκουμάδες), τυρόπιτες, περσικό πιλάφι, σούβλες, νεφραμιές, γουρουνοπούλες, χοιρίδιον παραγεμιστόν, σπληνάντερα, κοκορέτσι (ως προφταστήρια, ή ψυχόσιαγμα…), χέλι ψητόν μετά φύλλων δάφνης στη σούβλα, τρυφερά ερίφια, αρμυρήθρα, τουλουμοτύρια, πετροκάβουρα, παγούρια εύχυμα, κογχύλια, γωβιούς, λάχανα θαλασσινά, μοσχάτον οίνον, μαστίχα, ρούμι, ρακή, μπακλαβάδες, τρίγωνα, τηγανίτες με πετμέζι, ξηρά σύκα, και τόσα άλλα «χάδια της κοιλιάς», όπως τα αποκαλεί, και που ο ίδιος «δεν ήτο ειμαρμένον» να γευθεί. Ενδεικτική, ως εξαίρεση, η καταγραφή: «[…] κατά τη διάρκεια “μικράς διαχύσεως” με δημοσιογράφους της εποχής (Μάρτιος 1893) εις το μπακάλικον του Μπάρκα με “αχνίζον γκιοβέτσι, μισήν οκάν άρτου κεκομμένου μπακάλικα και αφρίζοντα ρητινίτην”, ο Παπαδιαμάντης, λέγω, “εζήτησε και τυρόν, μάλιστα”».

Ας δούμε όμως μερικά, σχετικά αποσπάσματα από γνωστά διηγήματά του: […] Εφεξεν ο Θεός την χαρμόσυνον ημέραν και οι αιπόλοι εφιλοτιμήθησαν να σφάξωσι και να ψήσωσι δύο τρυφερά ερίφια, ενώ οι δύο υλοτόμοι είχον φέρει από το βουνόν πολλάς δωδεκάδας κοσσύφια αλατισμένα. Και ο καπετάν Κωνσταντής ανεβίβασεν από το γολετί, […] δύο ασκούς γενναίου οίνου, και εν καλάθιον με αυγά και κασκαβάλι της Αίνου και ημίσειαν δωδεκάδα όρνιθας και μικρόν βυτίον με σκόμβρια («Στο Χριστό στο κάστρο»).

«[…] Εφθασαν εις τον Αγιον Ηλίαν άμα τη ανατολή του ηλίου, και αφού εδροσίσθησαν υπό την εξαισίαν φυλλάδα των μεγαλοπρεπών πλατάνων παρηκολούθουν με βλέμμα θωπευτόν το ολονέν ροδίζον αρνί εις την σούβλαν, περιμένοντες όσον ούπω ν’ απολαύσωσιν ως “προφταστήρα” το ορεκτικόν κοκορέτσι». («Στην Αγι’ Αναστασά»).

«[…] Εν τω μεταξύ ο μπαρμπα-Γκιουλής […] ανεβίβασεν τεράστιον ρακοκάζανον, τεμαχίσας εντός του οκτάμηνον πρόβατον, και ήρχισε να το τσιγαρίζη δια να κάμη το σύνηθες εις τους γάμους περσικόν πιλάφι, ενώ επί της άλλης, ευθύς ως έγινεν η ανθρακιά, έτεινε παραλλήλους δύο σούβλας με δύο άλλα σφαχτά». («Οι Αλαφροΐσκιωτοι»).

«[…] Μικρόν μετά την μεσημβρίαν έφθασε μέγα πήλινο γκιουβέτσι με χασάπικους μεζέδες, σπληνάντερο και κοιλίτσες και καρδιές, μετά παχείας βορβορόχρου σάλτσας». («Χαλασοχώρηδες»).

Οι δειγματοληπτικές αυτές αναφορές, εν είδει φθινοπωρινής βροχούλας, σε μερικά μόνο από τα «χάδια της κοιλιάς» και δη οι δαψιλώς παρεχόμενες λεπτομέρειες δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ότι τα φαγητά στον Παπαδιαμάντη δεν αποτελούν λαογραφικές, ηθογραφικές ή άλλες καταθέσεις, αλλά λειτουργούν μέσα στην όλη τεχνική της περιγραφής, ως μια επιμέρους πραγματογνωσία. Και όλα αυτά παρά το γεγονός ότι ο ίδιος σπάνια συμμετείχε στην περιπόθητη ευωχία των εδεσμάτων τα οποία, με τόση τρυφερότητα, περιγράφει στα έργα του.

Ειδικότερα για τις γιουβετζάδες, οφείλουμε να υπενθυμίσουμε τη μαρτυρία που μας παραδόθηκε, ότι στα διάφορα συναφή τσιμπούσια έφτανε αργοπορημένος και μελιχρός στους τρόπους. Καθόταν σε μιαν άκρη, δεν άγγιζε το φαγητό και έφευγε απαρατήρητος…

*Βούλα

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT