Κύριε διευθυντά
Βρισκόμαστε στις αρχές Οκτωβρίου 1940. Εχει προηγηθεί ο τορπιλισμός της «Ελλης». Ο Μεταξάς είναι πεπεισμένος ότι επίκειται επίθεση της Ιταλίας εναντίον της χώρας μας από την Αλβανία. Και προετοιμάζεται πυρετωδώς για τον πόλεμο. Ομως δεν θέλει να προκαλέσει τον Μουσολίνι. Γι’ αυτό δεν κηρύσσει γενική επιστράτευση. Ομως καλεί υπό τα όπλα με ατομικές προσκλήσεις όλους τους στρατεύσιμους άνδρες, που διαμένουν κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Οι στρατεύσιμοι της Επαρχίας Βοΐου απαρτίζουν το ιστορικό 53ο Σύνταγμα Πεζικού.
Το οποίο οι ίδιοι αποκαλούν «Το ένδοξο Σύνταγμα». Μεταξύ των στρατευθέντων περιλαμβάνεται και ο πατέρας μου. Η στρατιωτική Μονάδα του στρατοπεδεύει πολύ κοντά στο χωριό μου, το Παλιούρι Βοΐου, που σήμερα καλείται Αλιάκμονας Βοΐου. Εγώ, βρέφος δεκαπέντε μηνών, μόλις έχω αρχίσει να αρθρώνω τις πρώτες μου συλλαβές.
Οταν ύστερα από λίγα χρόνια άρχισα να αντιλαμβάνομαι τον κόσμο, άκουγα πολλές φορές την ακόλουθη ιστορία: Κάθε πρωί ακουγόταν καθαρά σε όλο το χωριό μας το σάλπισμα, που καλούσε τους στρατιώτες να πάνε να πάρουν το πρωινό τους συσσίτιο. Το σάλπισμα μεταφραζόταν ως εξής: «Τσολιά, φαντάρε, πού πας; Πάρε την καραβάνα σου κι έλα να φας». Η μητέρα μου μού το τραγουδούσε ελαφρώς τροποποιημένο: «Μπαμπά, φαντάρε πού πας; κ.λπ.».
Κι εγώ το επαναλάμβανα: «Μπα ντάλε πας». Αυτό ήταν το πρώτο μου τραγούδι πριν από ογδόντα τέσσερα χρόνια. Και ήταν πολεμικό…
*Θωρακοχειρουργός