Κύριε διευθυντά
Είναι πολύ συγκινητικό και χρήσιμο θα έλεγα, το ενδιαφέρον ενεργών πολιτών, αλλά και καθηγητών άλλων, εκτός αρχαιολογίας, και νομικών ειδικοτήτων, όπως ο κ. Α. Π. Οικονομόπουλος («Η Καθημερινή», 15/10/2024), οι οποίοι κοινοποιούν σκέψεις και προτάσεις σχετικά με τον «επαναπατρισμό» των Γλυπτών του Παρθενώνα – εν προκειμένω με αφορμή την πρόταση του συνταγματολόγου κ. Νίκου Αλιβιζάτου για «συμφωνία παρακαταθήκης».
∆εν γνωρίζω αν η παρακαταθήκη προϋποθέτει «ιδιοκτησία» ή άλλο «αγκάθι». Υποθέτω ότι αυτό έχει ελεγχθεί. Ωστόσο, αρκεί που «υποχρεώνει σε επιστροφή οποτεδήποτε τούτο ζητηθεί από τον παρακαταθέτη». Εδώ δεν πρόκειται για μέση οδό ή πρώτο βήμα, αλλά για καινοφανές άλμα στο κενό. Το «οποτεδήποτε» είναι εκρηκτικό και συνιστά μία εν δυνάμει απειλή ανά πάσα στιγμή.
Η συμφωνία της παρακαταθήκης μπορεί να ακούγεται σαν «κάποια λύση», αλλά στην πραγματικότητα είναι ένα «φάρμακο» με τρομερές παρενέργειες.
Μπορεί να φαντασθεί κανείς τι μέλλει γενέσθαι στην Αθήνα –και όχι μόνον– σε μια τέτοια περίπτωση επιστροφής της επιστροφής, δηλαδή «καταστροφής»; Και ποιος θα χρεωθεί το νέον «άγος», όσο κι αν εν τω μεταξύ θα έχουν αμβλυνθεί τα ήθη και τα ανακλαστικά μας, σχετικά με τα μνημεία της αρχαιότητας;
Και τι θα γίνει από την άλλη πλευρά, αν αρνηθεί κανείς την προβλεπόμενη επιστροφή;
Το προτεινόμενο εγχείρημα είναι πιο περίπλοκο απ’ ό,τι φαίνεται.
Ακόμη και το εξόχως παρηγορητικό «less is more», δεν πιστεύω ότι εξυπηρετεί εδώ. Σ’ αυτήν την περίπτωση, ακόμη και το «δάνειο» μοιάζει πιο «αξιοπρεπές».
Επομένως, η θέση του πρώην αρεοπαγίτου κ. Ευάγγελου Ανδριανού για την επανένωση χωρίς όρους, παραμένει σταθερή και επίμονη. Θα έλεγα ότι συνιστά κοινό αίτημα και το μόνον.
*Επίτιμη γενική διευθύντρια Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς