Κύριε διευθυντά
Ο εξαιρετικός κ. Νίκος Βατόπουλος στο άρθρο του «Ενας πίνακας αντί συγγνώμης» («Η Καθημερινή», 25/10/2024) μάς διηγείται μια συγκινητική ιστορία των παππούδων και του πατέρα του Αντώνη Κοκολάκη, γειτόνων μου στη Χαλέπα Χανίων, τους οποίους είχα γνωρίσει. Είμαι, πώς να το κάνουμε, «προπολεμικός» και δόξα τω Θεώ έχω ακόμη και γερή μνήμη. ∆εδομένου ότι αυτές τις ημέρες γιορτάσαμε την έναρξη των ενδόξων γεγονότων του ’40-’41 επιτρέψτε μου παρακαλώ να ανασύρω κάποιες δικές μου αναμνήσεις.
Τα έργα και οι ημέρες του γερμανικού στρατού στην Κρήτη και σε όλο τον κόσμο είναι γνωστά και δεν υπάρχουν ελαφρυντικά ούτε ωραιοποιήσεις. Σε προσωπικό όμως επίπεδο παρουσιαζόταν μια εντελώς διαφορετική εικόνα. Αυτό εξαρτάτο από τον χαρακτήρα και την ανατροφή των απλών στρατιωτών και των αξιωματικών. Δεν αναφέρομαι στις κοινωνικές σχέσεις σε υψηλό επίπεδο, οι οποίες αποσκοπούσαν στην εξασφάλιση για τους κατακτητές διαφόρων ωφελειών. Μιλώ για την απλή επαφή που ο Γερμανός στρατιώτης, κι αυτός μιας μάνας παιδί, επιζητούσε για να βρει μια θαλπωρή, την οποία οι Κρητικοί δεν του την αρνήθηκαν. Οι επιμέρους συμπεριφορές είναι θέμα ανθρώπων και όχι λαών και σαν παράδειγμα αναφέρομαι στη συμπεριφορά Βρετανών στρατιωτικών που έμεναν στα Δεκεμβριανά στο επιταγμένο σπίτι συμφοιτητού και φίλου μου στον λόφο Σικελίας στην Καλλιθέα, οι οποίοι προτιμούσαν να πετάξουν στα σκουπίδια τα πολλά υπολείμματα φαγητού παρά να τα δώσουν στην πεινασμένη λόγω αποκλεισμών ελληνική οικογένεια του σπιτιού στο οποίο έμεναν.
Κλείνοντας παραθέτω μια σύντομη ιστορία από τις πρώτες μέρες της γερμανικής κατοχής στην Κρήτη: Ενα απόγευμα εμφανίζεται στο ανοιχτό βορινό παράθυρο του σπιτιού μας ένας Γερμανός στρατιώτης, με γυαλάκια, αξύριστος και με τα λερωμένα κοντά παντελόνια των Ορεινών Κυνηγών. Κρατά ένα άδειο λαδομπούκαλο που είχε βρει στο εγκαταλελειμμένο σπιτάκι που του είχαν δώσει για διαμονή, βάζει τα δυο του δάκτυλα στη βάση του μπουκαλιού παρακαλώντας μας για δύο δάκτυλα λάδι. Ο πατέρας μου μόνο δύο δάκτυλα λάδι δεν του έδωσε, αλλά σχεδόν του το γέμισε. Η μάνα μου του έδωσε και 5-6 αυγά από τα πολλά που κάνανε οι κότες μας, όταν εμείς βρισκόμασταν ακόμη στα καταφύγια της Αγίας Κυριακής. Ο φαντάρος ευχαρίστησε και έφυγε. Την άλλη μέρα ο πατέρας μου με συνοδεία πάντα εμένα τον βλέπει μπροστά στο κατάλυμά του και του λέει: «Ελα σπίτι, μαμ», συνοδεύοντας τα λόγια με τις ανάλογες κινήσεις των χεριών. Ο φαντάρος δείχνοντας τα κοντά του παντελόνια και την αθλία εμφάνιση, του απαντά: «Νάιν, ντάνκε, μαντάμ». Δεν ήθελε να παρουσιαστεί μπροστά στη μάνα μου με την εμφάνιση αυτή. Τις άλλες μέρες τον χάσαμε και δεν τον ξαναείδαμε. Σίγουρα ήταν αλλού χρήσιμος, δεδομένου ότι σε λίγες μέρες ξεκινούσε η εισβολή στη Ρωσία. Το φθινόπωρο να σου και καταφθάνει στο σπίτι ένας μοτοσικλετιστής από την Κομαντατούρ με έναν διερμηνέα. Μας φέρνει ένα δεματάκι και ένα γράμμα στα γερμανικά μεταφρασμένο στα ελληνικά από την Κομαντατούρ. Ο φάκελος γραμμένος με ελληνικούς χαρακτήρες και γερμανικούς. Ηταν από τη μάνα του φαντάρου που ευχαριστούσε γι’ αυτό που κάναμε στον γιο της. Δυστυχώς η επιστολή αυτή καταστράφηκε κατά λάθος μαζί με άλλα χειρόγραφα άκρως επιβαρυντικά για τη μετέπειτα δράση του πατέρα μου. Το δέμα περιείχε έναν Γκρινιάρη και ένα σκάκι, όχι με πούλια αλλά μαυρόασπρες τάπες, το μοναδικό μας παιγνίδι σε όλη την Κατοχή και για μερικά χρόνια ακόμη.
*Βούλα