Η εργασία, η «δουλειά» που όλοι μας καθημερινά κάνουμε, αλλάζει. Τόσο η φύση της όσο και το περιβάλλον μέσα στο οποίο αυτή πραγματώνεται μεταβάλλονται διαρκώς, και μάλιστα με αυξανόμενο ρυθμό. Οι τεχνολογικές εξελίξεις, ιδιαίτερα στους τομείς των πληροφοριακών συστημάτων και της βιοτεχνολογίας, μας υπόσχονται ένα ενδιαφέρον μέλλον: μηχανές που θα «σκέφτονται» (κάποιοι δεν χρησιμοποιούν καν τα εισαγωγικά) και άνθρωποι που θα μεταδίδουν δεδομένα σαν μηχανές (μέσω ενσωματωμένων «τσιπ»), τα πάντα άυλα και «αόρατα» – από τα δεδομένα μέχρι το χρήμα, άνθρωποι που θα ζουν μέχρι τα 100 και θα εργάζονται μέχρι τα 80-90 τους και άλλα πολλά, που σήμερα μας φαίνονται «επιστημονική φαντασία». Ακριβώς όπως «επιστημονική φαντασία» μάς, φαίνονταν δέκα χρόνια πριν, η οθόνη αφής, η ηλεκτρονική κορνίζα, οι δωρεάν διεθνείς βιντεοκλήσεις και η λαπαροσκοπική επέμβαση.
Πώς λοιπόν παραμένει μια επιχείρηση ανταγωνιστική σε ένα τόσο ρευστό περιβάλλον; Πώς μπορεί να προετοιμαστεί καλύτερα για να πετύχει σε ένα μέλλον το οποίο όλοι ξέρουμε ότι θα είναι πολύ διαφορετικό από το σήμερα αλλά κανείς δεν έχει την παραμικρή ιδέα για το πώς ακριβώς θα είναι (και ας λένε πολλοί ότι ξέρουν); Τι έχει η επιχείρηση –όχι μόνο ατομικά, αλλά και ως θεσμός– να προσφέρει σε έναν κόσμο όπου ακόμα και τα κράτη θα έχουν διαφορετική μορφή και ο πόλεμος θα διεξάγεται αλλιώς;
Η απάντηση είναι απλή: τους ανθρώπους της.
Ήδη σήμερα, όχι μόνο το επιχειρηματικό, αλλά και το ευρύτερο κοινωνικό, πολιτισμικό, οικονομικό περιβάλλον είναι ιδιαίτερα ρευστό και ευμετάβλητο. Το μοντέλο «one size fits all» και η μαζική παραγωγή δεν δουλεύουν πια. Ο κάθε πελάτης, ακόμα και ο κάθε προμηθευτής, θέλει ειδική μεταχείριση για να είναι ικανοποιημένος και να συνεργαστεί ξανά με την επιχείρηση. Οι εξωτερικοί συνεργάτες γίνονται όλο και περισσότεροι και όλο και πιο απαραίτητοι. Οι αλλαγές, οι ανατροπές, τα νέα δεδομένα συμβαίνουν τόσο συχνά, που κάνουν πλέον κάθε προσπάθεια κεντρικής, «top-down» αντιμετώπισης να φαίνεται ξεπερασμένη πριν καλά καλά αυτή εφαρμοστεί. Τα κοινωνικά δίκτυα έχουν δώσει στον κάθε καταναλωτή δύναμη επηρεασμού της κοινής γνώμης σχεδόν εφάμιλλη με την κάποτε πανίσχυρη ζώνη prime time της τηλεόρασης. Η επιχείρηση είναι πλέον «διάφανη».
Όλα αυτά καλείται να τα διαχειριστεί ο εργαζόμενος. Το μέγεθος των δεδομένων είναι τεράστιο, ο ρυθμός αλλαγής φρενήρης, το εύρος των αποφάσεων μεγάλο και η ευελιξία, εκ των πραγμάτων, απαραίτητη. Και ο ρόλος του προϊσταμένου, του διευθυντή, του επιχειρηματία, του «αφεντικού»; Σε ένα τέτοιο περιβάλλον ο μάνατζερ απλώς δεν είναι δυνατόν να δώσει ακριβείς, λεπτομερείς κατευθύνσεις. Ούτε καλά καλά να παρακολουθήσει τις ενέργειες των συνεργατών του δεν είναι σε θέση, πόσω μάλλον να ελέγξει. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να δείξει τον δρόμο, να εμπνεύσει τους συνεργάτες του και να κρίνει εκ του αποτελέσματος.
Ο ρόλος του «απλού εργαζομένου» γίνεται πλέον κομβικός και κρίσιμος. Πρέπει να λειτουργήσει σαν μικρός επιχειρηματίας, να νιώσει ότι η δουλειά «τού ανήκει». Το βασικό, φυσικά, είναι ο εργαζόμενος να αισθάνεται άνετα με τις απολαβές από την εργασία του. Όμως, δεν είναι μόνο αυτό. Για να βρει την καλύτερη λύση για την επιχείρηση, θα πρέπει να είναι πλήρως ενημερωμένος και να αισθάνεται ότι η επιχείρηση τον εμπιστεύεται, μοιραζόμενη εμπιστευτικές πληροφορίες μαζί του και ζητώντας τη γνώμη του. Θα πρέπει να είναι όχι μόνο εκπαιδευμένος σε τεχνικές δεξιότητες ή σε νέα προϊόντα, αλλά και «παιδευμένος» με γνώσεις και εμπειρίες που θα τον αναπτύσσουν ως άνθρωπο. Θα πρέπει να έχει εμπιστοσύνη στην ηγεσία της επιχείρησης. Θα πρέπει να νιώθει ικανοποιημένος όχι μόνο στην επαγγελματική αλλά και στην προσωπική του ζωή. Θα πρέπει να αισθάνεται δεμένος με τους συναδέλφους του, ότι μπορεί να «ακουμπήσει πάνω τους» σε μια δύσκολη στιγμή. Και, βέβαια, θα πρέπει να εμπνέεται όχι μόνο από το όραμα, την αποστολή και τις αξίες –τον λόγο ύπαρξης– της εταιρείας, αλλά και από την ίδια τη φύση της εργασίας του.
Για να συναντήσει λοιπόν το μέλλον, η επιχείρηση θα πρέπει να αρχίσει να αλλάζει από σήμερα. Και το μοντέλο Great Place to Work είναι μια καλή αρχή, αφενός για να διαπιστώσει πού βρίσκεται και αφετέρου για το πώς θα μπορέσει να κοιτάξει το μέλλον με αισιοδοξία.