Ο Λόης Λαμπριανίδης έχει ασχοληθεί πολλαπλώς με το brain drain – τόσο ως πανεπιστημιακός όσο και στον ρόλο του ως γενικός γραμματέας στρατηγικών επενδύσεων στις κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Στη συνέντευξη που μας παραχώρησε για το ειδικό αφιέρωμα της «Κ», συζητήσαμε για τα αίτια του φαινομένου, το κατά πόσο έχουν αντιμετωπιστεί, τις αλλαγές που απαιτούνται από τον ιδιωτικό τομέα για να μπορέσει να σταθεί σε κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας και άλλα πολλά. Ακολουθούν τα βασικά σημεία των όσων κουβεντιάσαμε.
Δηλώσατε πρόσφατα ότι έχει μειωθεί το brain drain και έχει αρχίσει να εμφανίζεται μια τάση επιστροφής. Πού το βασίζετε αυτό;
Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία – η τελευταία δική μου έρευνα έγινε το 2015. Υπάρχουν όμως ανεκδοτολογικού τύπου ενδείξεις που μου έχουν δημιουργήσει αυτή την αίσθηση.
Οι ενδείξεις αυτές υπήρχαν και πριν· τώρα όμως πληθαίνουν, λόγω τόσο της βελτιωμένης κατάστασης στη χώρα, αλλά και της κατάστασης στις άλλες χώρες της Ευρώπης, όπου είναι δύσκολη η εξεύρεση δουλειάς και όπου επικρατεί αυξανόμενη καχυποψία απέναντι στους μετανάστες, ακόμα και αν είναι Ευρωπαίοι. Για παράδειγμα, μπορώ να αναφέρω δύο μεγάλες ξένες εταιρείες λογισμικού, μια γερμανική και μια βρετανική, που θα ανακοινωθεί προσεχώς ότι θα επενδύσουν στην Ελλάδα. Οι θέσεις εργασίας που θα δημιουργηθούν –τριάντα από τη μία εταιρεία, γύρω στις δέκα από την άλλη– δεν είναι πάρα πολλές, αλλά μπορούν να απασχολήσουν εξειδικευμένο προσωπικό ώστε να μη φύγουν στο εξωτερικό και, μακροπρόθεσμα, να αποτελέσουν σκαλοπάτι για τη δημιουργία ενός εγχώριου κλάδου τεχνολογιών αιχμής. Αλλά, για να γίνει αυτό, πρέπει να αλλάξει η δομή της οικονομίας.
Ποια είναι τα κυριότερα χαρακτηριστικά της μετανάστευσης στα χρόνια της κρίσης;
Ας πάμε πίσω, στα χρόνια πριν από την κρίση. Η μετανάστευση τότε ήταν επιλογή εκείνων που ήθελαν να προχωρήσουν στην καριέρα τους, να αποκτήσουν εξειδίκευση σε κλάδους που δεν υπήρχαν στη χώρα ή ακόμα και να ζήσουν σε άλλες κοινωνίες από αυτή στην οποία ανατράφηκαν. Πήγαιναν λοιπόν σε συγκεκριμένες ανεπτυγμένες χώρες και σε συγκεκριμένες πόλεις. Στα χρόνια της κρίσης, η μετανάστευση έγινε ανάγκη – με αποτέλεσμα να φεύγουν άτομα πολλών, διαφορετικών ειδικοτήτων, προς πολύ περισσότερους προορισμούς – κωμοπόλεις, χωριά, οπουδήποτε, σε 140 διαφορετικές χώρες.
Πείτε μας για τις «Γέφυρες Γνώσης»: σε τι αποσκοπούσαν; Πόσο καλά έχουν λειτουργήσει στην πράξη;
Το πρόγραμμα αυτό ξεκίνησε, προ διετίας, με την αναγνώριση ότι τα άτομα που έφυγαν στα χρόνια της κρίσης εξαιτίας των διαρθρωτικών προβλημάτων της οικονομίας δεν θα επιστρέψουν άμεσα, καθώς χρειάζεται χρόνος για να αλλάξει το αναπτυξιακό υπόδειγμα. Παράλληλα, υπάρχει το αναξιοποίητο δυναμικό της Ομογένειας – πάνω από 8 εκατομμύρια άνθρωποι ελληνικής καταγωγής που βρίσκονται στο εξωτερικό και θα παραμείνουν εκεί. Αυτό που θέλαμε να κάνουμε είναι να δημιουργούμε δυνατότητες συνεργασίας μεταξύ ελληνικών επιχειρήσεων και ακαδημαϊκών, ερευνητών και επιχειρηματικών στελεχών που δραστηριοποιούνται στο εξωτερικό. Έχουμε πάρα πολλούς τέτοιους ανθρώπους, ένας εκ των οποίων έπαιξε σημαντικό ρόλο στην απόφαση της Tesla να δραστηριοποιηθεί στην Ελλάδα. Έχουμε υποτιμήσει την αξία της Ομογένειας, την έχουμε προσεγγίσει με όρους κομματικούς ή ψηφοθηρικούς, γεγονός που έχει πικράνει πολλούς… Εμείς θέλουμε να δημιουργήσουμε ένα πλαίσιο, όπου ο ομογενής ή ο Έλληνας του εξωτερικού θα έρθει εδώ να κάνει κάτι όχι μόνο λόγω πατριωτικών αισθημάτων, αλλά και επειδή το επιτάσσει η επιχειρηματική λογική.
Είπατε ότι χρειάζεται χρόνος για να αλλάξει το αναπτυξιακό υπόδειγμα της χώρας. Είστε ικανοποιημένος με όσα έχει κάνει η κυβέρνηση για να θέσει σε κίνηση αυτή τη διαδικασία αλλαγής;
Κατ’ αρχήν θεωρώ ότι πλέον υπάρχει συναίνεση από τις πολιτικές δυνάμεις υπέρ του να στραφεί η χώρα στην εκβιομηχάνιση, στην καινοτομία και στις εξαγωγές, ώστε να βρεθεί υψηλότερα στη διεθνή αλυσίδα αξίας, και αυτό θεωρώ ότι έχει πολύ μεγάλη σημασία. Ο αναπτυξιακός νόμος που προωθήσαμε δίνει κίνητρα με αυτήν ακριβώς τη λογική – το ίδιο και ο νόμος για τις στρατηγικές επενδύσεις. Αυτό που διαπιστώνουμε, βέβαια, τώρα είναι ότι η πρόθεση της κυβέρνησης και η νομοθέτηση δεν αρκούν: πρέπει και οι επιχειρηματίες να συνειδητοποιήσουν ότι οφείλουν να κάνουν ακριβώς αυτή τη στροφή. Ακούγονται οι σωστές διατυπώσεις σε συνέδρια, από τα επιμελητήρια κ.ο.κ., αλλά η εφαρμογή στην πράξη αποδεικνύεται δύσκολη.
Είδος εν ανεπαρκεία έχουν γίνει οι οξυγονοκολλητές στην ελληνική οικονομία.
Ήθελα να σας ρωτήσω για τον ρόλο και την ευθύνη του ιδιωτικού τομέα, αλλά θεωρείτε ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ έλαβε τα αναγκαία μέτρα από την πλευρά της;
Όχι όλα, κάναμε αρκετά. Τροχιοδεικτικά δείξαμε προς τα πού πρέπει να πάμε. Με τις αντιφάσεις μας. Δεν θέλω να μπω σε λεπτομέρειες, γιατί είναι κάπως λεπτό το ζήτημα. Να αναδείξω πάντως ένα ιδιαίτερα σημαντικό θετικό στοιχείο των τελευταίων ετών. Οι δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη, ως ποσοστό του ΑΕΠ, έχουν αυξηθεί στο 1,13% του ΑΕΠ. Αυτό είναι σημαντικό από μόνο του, αλλά ακόμα πιο σημαντικό είναι το μείγμα: ο λόγος της αύξησης είναι κυρίως η αύξηση του μεριδίου του ιδιωτικού τομέα. Άρα ένα μέρος του ελληνικού επιχειρείν –της κοινωνίας, με άλλα λόγια– έχει καταλάβει προς τα πού πρέπει να κατευθυνθεί και δρα αναλόγως. Η συντριπτική μερίδα ωστόσο παραμένει συντηρητική, μη προσανατολισμένη προς τις διεθνείς αγορές.
Πώς σχολιάζετε την κριτική της Νέας Δημοκρατίας ότι με την εκπαιδευτική πολιτική της, ειδικά στην ανώτατη παιδεία, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έδειξε να συντάσσεται με αυτό το συντηρητικό μέρος της κοινωνίας και όχι με την πρόοδο;
Σίγουρα υπάρχει ένα ζήτημα στο οποίο έπρεπε να γίνουν περισσότερα. Αναφέρομαι στην τεχνική εκπαίδευση, που είναι κορυφαίο ζήτημα, και όπου όντως υπάρχει πρόβλημα. Γνωρίζω τις ανάγκες της βιομηχανίας και γνωρίζω ότι δυσκολεύονται να βρουν τεχνίτες με τις δεξιότητες που χρειάζονται – οξυγονοκολλητές, ηλεκτρολόγους κ.ά.
Είχα ασκήσει κριτική από παλιά στον τρόπο με τον οποίο ιδρύθηκαν τα περιφερειακά πανεπιστήμια, γράφοντας ότι δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες της οικονομίας και της κοινωνίας. Αυτό όμως έχει να κάνει με τη νοοτροπία της κοινωνίας – ακόμα και αν το Υπουργείο Παιδείας έπαιρνε κάποια μέτρα πιο προωθημένα, θα αντιμετώπιζε την ελληνική οικογένεια που θέλει για λόγους κύρους το παιδί να αποφοιτήσει με πτυχίο γιατρού, νομικού κ.λπ.
Πρέπει να εξηγήσουμε στους νέους ότι δεν είναι στίγμα η τεχνική εκπαίδευση και ότι μπορεί να τους δημιουργήσει πολύ καλύτερες προοπτικές στην αγορά εργασίας.