Μία ακόμα χρονιά υπεραποδόσεων θα είναι το 2024 για την Ελλάδα, σύμφωνα με αναλυτές από τους μεγαλύτερους οίκους αξιολόγησης και επενδυτικούς οίκους του εξωτερικού, οι οποίοι μίλησαν στην «Κ». Οι προβλέψεις τους για την αύξηση του ΑΕΠ ξεκινούν από το 1% και πλησιάζουν ακόμα και το 3%, όμως κατά μέσο όρο ξεπερνούν το 2%, προϊδεάζοντας ουσιαστικά για μια χρονιά όπου η ελληνική οικονομία θα εμφανίσει ανάπτυξη περίπου διπλάσια της Ευρωζώνης.
Οι εισροές κοινοτικών κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης και το ευρωπαϊκό πρόγραμμα για την ενεργειακή μετάβαση RePowerEU, οι οποίες προβλέπονται ενισχυμένες σε σχέση με το 2023, αποτελούν βασικό παράγοντα στήριξης της οικονομίας. Για τους ξένους αναλυτές, το Ταμείο Ανάκαμψης αποτελεί μια μεγάλη ευκαιρία, όχι μόνο γιατί φέρνει σημαντικές επενδύσεις στην Ελλάδα, αλλά και γιατί υπαγορεύει μεταρρυθμίσεις οι οποίες μπορούν να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Σε κάθε περίπτωση, οι αναλυτές τονίζουν την ανάγκη να αξιοποιηθούν αποτελεσματικά τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης σε παραγωγικά projects.
Η ελληνική οικονομία θα εμφανίσει το 2024 ρυθμό ανάπτυξης άνω του 2%, ενώ Ταμείο Ανάκαμψης και επενδυτική βαθμίδα θα αυξήσουν τις επενδύσεις.
Την ίδια στιγμή, όμως, αναγνωρίζουν ότι η ελληνική οικονομία στηρίζεται πλέον και από την κατανάλωση, η οποία εμφανίζεται ανθεκτική, παρά τον υψηλό πληθωρισμό που πιέζει τα διαθέσιμα εισοδήματα. Η μείωση της ανεργίας κάτω από το φράγμα του 10% για πρώτη φορά από το 2009, η μείωση του μεγέθους του μη ενεργού πληθυσμού αλλά και οι αυξήσεις μισθών αποτελούν παράγοντες που διασφαλίζουν την ανθεκτικότητα της κατανάλωσης μέσα σε συνθήκες μειούμενου μεν, αλλά ακόμα υψηλού πληθωρισμού.
Αντίθετα, οι ξένοι οίκοι εκφράζουν αμφιβολίες για το εάν ο τουρισμός μπορεί να επιδείξει κάποια ιδιαίτερη δυναμική το 2024, ώστε να ξεπεράσει τα επίπεδα-ρεκόρ στα οποία όπως όλα δείχνουν θα κλείσει το 2023. Με τις σχετικές εισπράξεις να βρίσκονται ήδη πάνω από τα προ πανδημίας επίπεδα, το χαμένο έδαφος έχει κιόλας καλυφθεί, ενώ οι πολύ χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης που προβλέπονται στις οικονομίες της Ευρωζώνης, σε συνδυασμό με τις συνέπειες της κρίσης κόστους ζωής, τις οποίες εξακολουθούν να βιώνουν οι Ευρωπαίοι, θεωρούνται ένας σημαντικός ανασταλτικός παράγοντας. Συνεπώς, το στοίχημα για τον ελληνικό τουρισμό μέσα στο 2024 φαίνεται πως θα είναι η περαιτέρω διεύρυνση της σεζόν, ώστε να αυξηθούν η τουριστική δραστηριότητα αλλά και τα αντίστοιχα έσοδα κατά το πρώτο και το τέταρτο τρίμηνο του έτους.
Οι ξένοι οίκοι εκφράζουν αμφιβολίες για το εάν ο τουρισμός το 2024 θα μπορέσει να ξεπεράσει τα ρεκόρ που κατέγραψε το 2023.
Σε ό,τι αφορά τους κινδύνους που θα μπορούσαν να διαψεύσουν τις αισιόδοξες προβλέψεις των ξένων οίκων για την Ελλάδα μέσα στη νέα χρονιά, αυτοί θεωρούνται κυρίως εξωτερικοί και περιλαμβάνουν μια απότομη ύφεση στην Ευρωζώνη ή την κλιμάκωση των γεωπολιτικών εντάσεων. Ως μικρή αλλά και ανοιχτή πλέον οικονομία, η Ελλάδα είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένη στις αλλεπάλληλες κρίσεις, που έχουν γίνει η νέα πραγματικότητα τα τελευταία χρόνια. Βέβαια, οι αναλυτές μιλούν και για τον κίνδυνο του εφησυχασμού και καλούν την κυβέρνηση να συνεχίσει στο μονοπάτι των μεταρρυθμίσεων και της δημοσιονομικής σύνεσης.
Σε πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα, οι βασικές προκλήσεις για την ελληνική οικονομία εντοπίζονται κυρίως στην κλιματική αλλαγή και στο δημογραφικό. Έπειτα από τα ακραία καιρικά φαινόμενα που έπληξαν την Ελλάδα το 2023 –πυρκαγιές, πλημμύρες και καύσωνες– οι ξένοι παρατηρητές βλέπουν μια πολύ πραγματική απειλή για τους κρίσιμους για την ελληνική οικονομία τομείς του τουρισμού και της γεωργίας. Και από την άλλη πλευρά, τονίζουν την ανάγκη να ενισχυθούν οι χαμηλοί δυνητικοί ρυθμοί ανάπτυξης της Ελλάδας, κάτι το οποίο θεωρούν ότι περνά μέσα από την αύξηση της συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό, η οποία ειδικά στις γυναίκες και στους νέους παραμένει σε χαμηλά επίπεδα.
Οι δημοσιονομικές επιδόσεις της χώρας κερδίζουν τα εύσημα των επενδυτικών οίκων, με τους ξένους αναλυτές να επικροτούν την αφοσίωση της Αθήνας στον στόχο για πρωτογενή πλεονάσματα. Για τον λόγο αυτόν, άλλωστε, η Ελλάδα «λείπει» από τη λίστα των ευρωπαϊκών χωρών που θεωρούνται οι πιο εκτεθειμένες στα υψηλά επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Πέραν της ευνοϊκής δομής του ελληνικού χρέους, η Ελλάδα καταφέρνει να διαχωρίσει τη θέση της από χώρες όπως η Ιταλία και δευτερευόντως η Γαλλία, που συγκεντρώνουν τις ανησυχίες των αναλυτών, κυρίως μέσω της δημοσιονομικής πειθαρχίας και των χαμηλών δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Αυτές οι επιδόσεις, άλλωστε, οδήγησαν και στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, η οποία σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις φέρνει περισσότερες και πιο σταθερές επενδύσεις στη χώρα, καθώς αποκαθιστά την εμπιστοσύνη στην οικονομία και στις επιχειρήσεις.
Σύμφωνα με τους αναλυτές που μίλησαν στην «Κ», «αγκάθι» για την ελληνική οικονομία αποτελεί η αύξηση στο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, καθώς η εξέλιξη αυτή εκθέτει τη χώρα στον κίνδυνο μιας ξαφνικής διακοπής στην εισροή ξένων κεφαλαίων. Αν και οι άμεσες ξένες επενδύσεις βρίσκονται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, εντούτοις οι αναλυτές τονίζουν την ανάγκη μεταρρυθμίσεων προκειμένου να ενισχυθούν οι εξαγωγές της Ελλάδας.
Οι επενδύσεις, μοχλός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2024
Samuel Tilleray, Marko Mrsnik (S&P Global Rating)
Προβλέπουμε ότι η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί κατά 2,4% το 2024. Πιστεύουμε ότι η οικονομική ανάπτυξη θα τροφοδοτηθεί κυρίως από τις επενδύσεις, οι οποίες θα ωφεληθούν ιδιαίτερα από την επιτάχυνση της υλοποίησης των έργων του Ταμείου Ανάκαμψης. Οι αυξημένες δαπάνες του προϋπολογισμού για τις επενδύσεις υποδομών, συμπεριλαμβανομένων των προσπαθειών ανοικοδόμησης έπειτα από τις πρόσφατες πλημμύρες, θα παίξουν επίσης έναν ρόλο, ενώ την ίδια στιγμή είμαστε αισιόδοξοι ότι οι ιδιωτικές επενδύσεις θα γίνονται όλο και πιο σημαντικές, λόγω του θετικού κλίματος και του γεγονότος ότι ο τραπεζικός τομέας είναι σε καλύτερη θέση για να χορηγήσει δάνεια στην πραγματική οικονομία.
Παρ’ όλα αυτά, περιμένουμε αρκετά χαμηλές επιδόσεις στις καθαρές εξαγωγές, καθώς ειδικά ο τουριστικός τομέας πιθανότατα θα δυσκολευτεί να ξεπεράσει ουσιαστικά την επίδοση-ρεκόρ του 2023, μέσα σε συνθήκες συνεχιζόμενης οικονομικής επιβράδυνσης στην Ευρωζώνη.
Στο εσωτερικό, πιστεύουμε ότι η κατανάλωση θα συνεχίσει να αντιμετωπίζει προκλήσεις το πρώτο εξάμηνο του 2024, αν και η συνεχιζόμενη μείωση του πληθωρισμού θα πρέπει να στηρίξει την αύξηση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος, ειδικά κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους, εφόσον οι επιδόσεις της αγοράς εργασίας παραμείνουν ανθεκτικές. Ως εκ τούτου, η συνεχιζόμενη μείωση της ανεργίας και οι αυξήσεις των μισθών, όπως και οι αυξήσεις στις συντάξεις και τις απολαβές των δημοσίων υπαλλήλων, θα στηρίξουν την ανθεκτικότητα της κατανάλωσης το δεύτερο εξάμηνο του 2024.
Σε ό,τι αφορά τις προκλήσεις, η ανοιχτή οικονομία της Ελλάδας είναι εκτεθειμένη στην επιδείνωση των εξωτερικών συνθηκών, όπως για παράδειγμα από μια νέα εκτίναξη στις τιμές του πετρελαίου ή από ένα άλλο σοκ στον ευρωπαϊκό πληθωρισμό, το οποίο θα πίεζε ακόμα περισσότερο τις τσέπες των Ελλήνων, καθώς και των δυνητικών τουριστών που σκέφτονται να κάνουν διακοπές στην Ελλάδα. Εκτός από τις επιπτώσεις στην ανάπτυξη, κάτι τέτοιο θα έφερνε στο προσκήνιο τις εξωτερικές ανισορροπίες που επιμένουν στην ελληνική οικονομία – η χώρα εξακολουθεί να εισάγει πολύ περισσότερα από όσα εξάγει, με τη διαφορά να ξεπερνά το 2022 τα 20 δισ. ευρώ. Περιμένουμε ότι το κενό αυτό θα κλείσει το 2023 και σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, αλλά η αποτυχία να γίνει κάτι τέτοιο θα συνεπαγόταν προβλήματα ανταγωνιστικότητας εγγενή στην οικονομία και θα απαιτούσε περαιτέρω μεταρρυθμίσεις.
Στο δημοσιονομικό μέτωπο, σε γενικές γραμμές είμαστε αρκετά θετικοί με τις επιδόσεις της κυβέρνησης μέσα στο 2023. Μάλιστα, η δημοσιονομική πρόοδος ήταν κρίσιμη για την αναβάθμιση της αξιολόγησης της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα εκ μέρους μας τον Οκτώβριο, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι προοπτικές είναι απαλλαγμένες από κινδύνους. Αρχικά, έχουμε συναίσθηση ότι το απόθεμα του χρέους είναι ακόμα ένα από τα μεγαλύτερα του κόσμου, καθώς προβλέπεται να φτάσει στο 161% του ΑΕΠ έως τα τέλη του 2023. Επιπλέον, θα παρακολουθούμε από κοντά πώς εξελίσσεται η τροχιά του προϋπολογισμού τα επόμενα χρόνια. Βλέπουμε κάποιους κινδύνους εδώ, με δεδομένες και τις προσδοκίες του εκλογικού σώματος, σε τομείς όπως οι υποδομές, όπου την τελευταία δεκαετία υπήρξαν σημαντικές υποεπενδύσεις, αλλά και στην προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή. Ωστόσο, αυτή τη στιγμή περιμένουμε ότι η κυβέρνηση θα επιτύχει τον στόχο της για πρωτογενές πλεόνασμα στο 2,1% του ΑΕΠ το 2024 και θα το διατηρήσει στη συνέχεια.
Η πρόσφατη αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας στο BBB-/A-3 αντανακλά το γεγονός ότι θεωρούμε τους κινδύνους για τη δημοσιονομική της θέση περιορισμένους. Παρ’ όλα αυτά, το ακόμα υψηλό απόθεμα χρέους της Ελλάδας την εκθέτει σε μια δυνητική επιδείνωση των εξωτερικών συνθηκών, ειδικά σε ό,τι αφορά την πιθανή περαιτέρω εξασθένηση των οικονομικών επιδόσεων της Ευρωζώνης.
Μιλώντας συγκεκριμένα για την έκθεση της Ελλάδας στα αυξανόμενα επιτόκια, επισημαίνουμε ότι υπάρχουν σημαντικά μαξιλάρια που προστατεύουν την ελληνική κυβέρνηση τουλάχιστον για τα επόμενα χρόνια. Πρώτον, η κυβέρνηση έχει χτίσει πολύ υψηλά ταμειακά διαθέσιμα, που ανέρχονται στα 37 δισ. ευρώ. Επίσης, καταλαβαίνουμε ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει εισέλθει σε μια σειρά από θέσεις επιτοκιακών swaps τα τελευταία χρόνια, που ουσιαστικά περιορίζουν την έκθεσή της στις διακυμάνσεις των επιτοκίων.
Αυτή τη στιγμή έχουμε τέσσερις χώρες της Ευρωζώνης με αρνητικές προοπτικές στις αξιολογήσεις τους. Οι τρεις από αυτές είναι χώρες της Βαλτικής –Εσθονία, Λετονία και Λιθουανία– λόγω των κινδύνων που προκύπτουν από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Οι αρνητικές προοπτικές της Γαλλίας –αν και σε ανώτερο επίπεδο αξιολόγησης– αντανακλούν την άποψή μας ότι οι κίνδυνοι για τα δημόσια οικονομικά της χώρας είναι σημαντικοί, ειδικά στο πλαίσιο του ήδη υψηλού αποθέματος χρέους και της αργής δημοσιονομικής προσαρμογής.
Αύξηση του ΑΕΠ έως και 2,5% φέτος, με στήριξη από κατανάλωση και επενδύσεις
Steffen Dyck (Moody’s)
Οι οικονομικές επιδόσεις της Ελλάδας ήταν ισχυρές κατά το πρώτο εξάμηνο του 2023, με το πραγματικό ΑΕΠ να αυξάνεται κατά 2% σε ετήσια βάση το πρώτο τρίμηνο και 2,7% το δεύτερο. Για το 2023 προβλέπουμε μια επιβράδυνση στην πραγματική αύξηση του ΑΕΠ στο 2,3%, έπειτα από το 5,6% του 2022. Η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης θα επιβραδυνθεί στο 1,7% από σχεδόν 8% το 2022, λόγω της σταδιακής άρσης των περισσότερων κρατικών προγραμμάτων στήριξης για την ενέργεια, αλλά η σταθερή αγορά εργασίας και η αύξηση των μισθών θα στηρίξουν τα εισοδήματα των νοικοκυριών και την κατανάλωση. Η αύξηση του σχηματισμού ακαθάριστων επενδύσεων παγίων θα παραμείνει ισχυρή κοντά στο 11%, με τη βοήθεια της αναμενόμενης επιτάχυνσης της απορρόφησης των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Το αναθεωρημένο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης κατατέθηκε στις 31 Αυγούστου του 2023 και περιμένουμε ότι το τρίτο αίτημα πληρωμής για επιδοτήσεις 1,72 δισ. ευρώ θα πληρωθεί (τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος του) πριν από τα τέλη του έτους. Η Ελλάδα, επίσης, κατέθεσε αίτημα για την αύξηση του σκέλους των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης περίπου κατά 5 δισ. ευρώ (2,4% του ΑΕΠ του 2022) στο πλαίσιο του RePowerEU, κάτι που θα φέρει το συνολικό σκέλος των δανείων στα 17,7 δισ. δολάρια. Επιπλέον, ο τομέας του τουρισμού έχει ανακάμψει πλήρως από την πανδημία, με τα ταξιδιωτικά έσοδα για τα τρία πρώτα τρίμηνα του 2023 να είναι κατά 11% υψηλότερα σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2019, ενώ οι πραγματικές εξαγωγές υπηρεσιών είναι κατά 9,3% υψηλότερες σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο του 2022.
Για το 2024 προβλέπουμε μια επιτάχυνση της αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ περίπου στο 2,5%, που θα στηριχθεί στην ισχυρή αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης και στην αύξηση του σχηματισμού ακαθάριστων επενδύσεων παγίων από κρατικές και ιδιωτικές επενδύσεις. Οι βασικοί κλάδοι της ανάπτυξης για τα επόμενα χρόνια περιλαμβάνουν τις κατασκευές (υποδομές, real estate), την ενέργεια (περαιτέρω ενίσχυση των ανανεώσιμων, συνδεσιμότητα με γειτονικές χώρες και περιοχές), τον τουρισμό (επέκταση της τουριστικής σεζόν και στόχευση σε υψηλότερη δαπάνη ανά επισκέπτη), τη μεταποίηση και τα σχετικά logistics. Οι αρνητικοί κίνδυνοι σε αυτό το σενάριο είναι κυρίως εξωτερικοί και περιλαμβάνουν μια απότομη ύφεση στην Ευρωζώνη ή μια κλιμάκωση των γεωπολιτικών εντάσεων.
Οι βασικοί κλάδοι της ανάπτυξης για τα επόμενα χρόνια περιλαμβάνουν τις κατασκευές, την ενέργεια, τον τουρισμό, τη μεταποίηση και τα σχετικά logistics.
Ο πληθωρισμός ήταν 3,8% σε ετήσια βάση τον Οκτώβριο, σύμφωνα με τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή (HICP), απότομα αυξημένος από το 2,4% του Σεπτεμβρίου, αλλά πολύ χαμηλότερος από το υψηλό του Σεπτεμβρίου 2022, όταν είχε φτάσει στο 12,1%. Ο πληθωρισμός αυξάνεται και πάλι από τον Ιούνιο. Ο δομικός πληθωρισμός ήταν περίπου δύο ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερος από τον βασικό δείκτη πληθωρισμού ανάμεσα στον Απρίλιο και τον Αύγουστο του 2023, αλλά έκτοτε έχει υποχωρήσει και τώρα είναι στο ίδιο επίπεδο με τον βασικό πληθωρισμό. Συνολικά, προβλέπουμε ότι ο πληθωρισμός για το 2023 θα διαμορφωθεί στο 4,2%, σημαντικά χαμηλότερα από το 9,3% που είχε καταγραφεί το 2022, με περαιτέρω μείωση στο 2,8% το 2024. Η τάση του πληθωρισμού στην Ελλάδα έχει υπάρξει πιο ευνοϊκή από εκείνη πολλών χωρών της Ευρωζώνης σε όλη τη διάρκεια του 2023.
Η ανεργία εμφανίζει συνεχή μείωση, με το ποσοστό στο 10% τον Σεπτέμβριο του 2023 (12,4% κατά μέσο όρο το 2022). Η απασχόληση αυξάνεται με τον υψηλότερο ρυθμό από το 2011, με τη βοήθεια της ισχυρής οικονομικής ανάκαμψης από το 2020, ενώ το μέγεθος του μη ενεργού πληθυσμού έχει μειωθεί σε ιστορικό χαμηλό.
Από τα τέλη του 2019, το ποσοστό ανεργίας της Ελλάδας έχει υποχωρήσει πολύ γρηγορότερα από τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης και είναι τώρα χαμηλότερο από εκείνο της Ισπανίας. Η μακροπρόθεσμη ανεργία έχει μειωθεί στο μισό από το 2018, με επιταχυνόμενη καθοδική τάση από τα τέλη του 2021, ειδικά για τους άνδρες. Γύρω στο 67% (για τα άτομα 20-64 ετών), το συνολικό ποσοστό των απασχολουμένων είναι πάνω από εκείνο της Ιταλίας και κοντά σε αυτό της Ισπανίας, αλλά ακόμα πολύ χαμηλότερο από τα επίπεδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης. Παρά την άνοδο της οικονομίας και την ισχυρή ανάπτυξη το 2021-2022, ο ρυθμός κενών θέσεων εργασίας είναι σχετικά χαμηλός, αλλά υψηλότερος σε σχέση με την Ισπανία, ενώ κινείται ανοδικά.
Το μεγάλο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, στο 10,3% του ΑΕΠ το 2022, ήταν ως επί το πλείστον αποτέλεσμα των ενεργειακών εισαγωγών, αλλά και σε ένα σημαντικό μέρος του οφειλόταν στις εισαγωγές καταναλωτικών και επενδυτικών προϊόντων. Κατά τους πρώτους εννέα μήνες του 2023, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών βελτιώθηκε κατά περίπου 4,7 δισ. ευρώ σε σύγκριση με την ίδια περίοδο του 2022, με τη βοήθεια του σημαντικά χαμηλότερου λογαριασμού των ενεργειακών εισαγωγών, της αύξησης των εξαγωγών προϊόντων και των ισχυρών τουριστικών εσόδων, τα οποία ενίσχυσαν το ισοζύγιο των υπηρεσιών.
Περιμένουμε ότι η προβλεπόμενη ισχυρή αύξηση των επενδύσεων και το μακροχρόνιο διαρθρωτικό εμπορικό έλλειμμα στα προϊόντα θα κρατήσουν το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών γύρω στο 5-7% του ΑΕΠ κατά το 2023-2025, με την όποια γρηγορότερη βελτίωση να εξαρτάται από την περαιτέρω διαφοροποίηση και την υψηλότερη επιτήδευση των εξαγωγών προϊόντων και υπηρεσιών.
Ωστόσο, οι κίνδυνοι εξωτερικής ευπάθειας περιορίζονται, κατά την άποψή μας, από τις προοπτικές για ισχυρές άμεσες ξένες επενδύσεις (FDI) και την ασφαλή χρηματοδότηση υπό το Ταμείο Ανάκαμψης, η οποία εκτιμάμε ότι θα φτάσει στα 10-12 δισ. ευρώ τον χρόνο (κατά μέσο όρο 4,5% του ΑΕΠ) μεταξύ του 2023 και του 2027 και θα χρηματοδοτήσει ένα μεγάλο μέρος του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών.
Αναμένουμε συνεχιζόμενη βελτίωση των δημοσιονομικών λογαριασμών της Ελλάδας. Το δημοσιονομικό έλλειμμα γενικής κυβέρνησης θα μειωθεί στο 1,9% του ΑΕΠ το 2023 και στο 1,7% το 2024 και το πρωτογενές ισοζύγιο θα δείξει πλεονάσματα περίπου 1% του ΑΕΠ. Οι βασικοί μοχλοί θα είναι οι ισχυρές προοπτικές ανάπτυξης, οι οποίες θα στηρίξουν το κομμάτι των εσόδων, κυρίως μέσω των φορολογικών εσόδων (ειδικά φόροι εισοδήματος και ΦΠΑ), ενώ το μερίδιο των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης θα μειωθεί σταδιακά. Στο 172,6% του ΑΕΠ στα τέλη του 2022, το ελληνικό δημόσιο χρέος είναι ένα από τα υψηλότερα ανάμεσα στα κράτη που αξιολογούμε. Παρ’ όλα αυτά, ο δείκτης χρέους/ΑΕΠ έχει μειωθεί από 207% που ήταν το 2020, ενώ ανάμεσα στο 2021 και το 2023 περιμένουμε ότι η Ελλάδα θα επιτύχει μία από τις μεγαλύτερες μειώσεις χρέους ανάμεσα σε όλες τις χώρες που καλύπτουμε, και τη μεγαλύτερη ανάμεσα στις ανεπτυγμένες οικονομίες και στα μέλη της Ευρωζώνης. Συνολικά, το χρέος αναμένεται να πέσει κάτω από το 150% του ΑΕΠ έως το 2025. Όμως, η Ελλάδα θα έχει ακόμα ένα από τα μεγαλύτερα χρέη σε όλο τον κόσμο τα επόμενα 3-5 χρόνια.
Ανάμεσα στο 2021 και το 2023 περιμένουμε ότι η Ελλάδα θα επιτύχει μία από τις μεγαλύτερες μειώσεις χρέους ανάμεσα σε όλες τις χώρες που καλύπτουμε.
Οι βασικές πιστωτικές προκλήσεις για την Ελλάδα είναι, κατά την άποψή μας, οι εξής: Παρά την αναμενόμενη πτώση του κρατικού χρέους, η περαιτέρω μείωση των ακόμα υψηλών επιπέδων του θα εξαρτηθεί από μια συνετή δημοσιονομική στάση για αρκετά χρόνια. Ενώ έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος σε ό,τι αφορά τις θεσμικές και οικονομικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, η μεταρρυθμιστική ατζέντα είναι ακόμα βαριά και η υλοποίησή της θα μπορούσε να αποδειχθεί πολιτικά δύσκολη σε εποχές λιγότερο ευνοϊκών οικονομικών συνθηκών. Η περαιτέρω βελτίωση της υγείας του τραπεζικού τομέα –με κινήσεις πέραν της επιτυχημένης μείωσης των δεικτών κόκκινων δανείων– είναι μία ακόμα πρόκληση. Το μεγάλο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών θα μπορούσε με τον καιρό να οδηγήσει σε παρατεταμένες πληθωριστικές πιέσεις, οι οποίες θα υπονόμευαν την ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας. Επιπλέον, με δεδομένο το μέγεθος και τη σημασία κλάδων όπως ο τουρισμός και η ναυτιλία, η οικονομία είναι ευάλωτη σε εξωτερικά σοκ και η περαιτέρω βελτίωση της ανθεκτικότητας της οικονομίας, μέσω της διεύρυνσης της εξαγωγικής βάσης, θα απαιτήσει χρόνο. Μακροπρόθεσμα, η Ελλάδα αντιμετωπίζει αυξανόμενες ορατές προκλήσεις από την κλιματική αλλαγή και τις δυσμενείς δημογραφικές τάσεις.
Οι μεταρρυθμίσεις βελτιώνουν την ανθεκτικότητα της οικονομίας
Nichola James (DBRS Morningstar)
Το 2024, η ελληνική οικονομία θα ενισχυθεί από την ευνοϊκή επίδραση της μείωσης του πληθωρισμού και της αύξησης της επενδυτικής δραστηριότητας. Η αύξηση του ΑΕΠ θα ξεπεράσει και πάλι το 2%, ενδεχομένως να αυξηθεί έως και το 3%. Η οικονομική ανάπτυξη στηρίζεται από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης για επενδύσεις και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Κατά την άποψη της DBRS Morningstar, η υλοποίηση των έως τώρα μεταρρυθμίσεων έχει βελτιώσει την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας έναντι των σοκ, ώστε η διαρθρωτική πρόοδος που έχει γίνει έως σήμερα να στηρίζει την ανάκαμψη του επόμενου έτους.
Οι βασικές προκλήσεις για την ελληνική οικονομία περιλαμβάνουν την αντιμετώπιση των παραγόντων που επιβαρύνουν την αξιολόγηση BBB (low). Ανάμεσα σε αυτούς είναι η οικονομική κληρονομιά την οποία άφησαν πίσω τους οι προηγούμενες κρίσεις της Ελλάδας, ο πολύ υψηλός δείκτης του δημοσίου χρέους, το ακόμη σημαντικό επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων δανείων και το υψηλό ποσοστό ανεργίας.
Η Ελλάδα συνεχίζει να κάνει καλή πρόοδο, με την υλοποίηση του σχεδίου Ελλάδα 2.0 να βοηθά να αυξηθεί το απόθεμα κεφαλαίου, το οποίο το 2022 ήταν θετικό για πρώτη φορά από το 2009. Το συνολικό ύψος των κοινοτικών κονδυλίων αναμένεται να φτάσει σχεδόν στα 36 δισ. ευρώ. Μια βασική πρόκληση θα είναι να απορροφηθούν αυτά τα κονδύλια σε ένα περιβάλλον ακόμη υψηλού πληθωρισμού και πιθανών σημείων συμφόρησης, γιατί το σχέδιο τελειώνει το 2026.
Οι περιστάσεις που οδήγησαν στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας φέρνουν περαιτέρω εμπιστοσύνη στην οικονομία και στις επιχειρήσεις, και αυτό θα επιταχύνει τις ξένες επενδύσεις, στο πλαίσιο και της πολιτικής σταθερότητας. Το κόστος δανεισμού και οι χρηματοοικονομικές συνθήκες θα μπορούσαν να βελτιωθούν σχετικά, λόγω της χαμηλότερης αντίληψης για το ρίσκο, και αυτό είναι σημαντικό για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν ακόμη υψηλό πληθωρισμό και πιο σφικτές χρηματοδοτικές συνθήκες. Τα ελληνικά κρατικά ομόλογα είναι τώρα ελκυστικά για μια ευρύτερη γκάμα επενδυτών και οι τράπεζες μπορούν να εκμεταλλευτούν τη βελτίωση της πιστωτικής ποιότητας των κρατικών ομολόγων που έχουν στα χαρτοφυλάκιά τους στις συναλλαγές repo.
Θέματα όπως το υψηλότερο κόστος δανεισμού και οι μακροπρόθεσμες διαρθρωτικές προκλήσεις, όπως η γήρανση των πληθυσμών, που αυξάνει το κόστος της υγειονομικής περίθαλψης, αποτελούν σημαντικούς παράγοντες για τη βιωσιμότητα των χρεών στην Ευρώπη.
Για τις χώρες υψηλών χρεών, το ρίσκο χρηματοδότησης συχνά μετριάζεται από τα μακρινά προφίλ ωρίμανσης για παράδειγμα, αν και κάποιες χώρες της Ευρωζώνης πρέπει να αντιμετωπίσουν το γεγονός ότι η ΕΚΤ περιορίζει τις θέσεις της στα ομόλογα. Αυτή τη στιγμή έχουμε σταθερές τάσεις σε όλες μας τις αξιολογήσεις των ευρωπαϊκών χωρών και οι παράγοντες που επηρεάζουν τη βιωσιμότητα του χρέους συνήθως εκτείνονται από την ουσιαστική επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών έως τη σημαντική επιδείνωση των δημοσιονομικών δεικτών.
Η Ελλάδα μπορεί να κάνει τη διαφορά μέσα στο 2024
Dennis Shen (Scope Ratings)
Προβλέπουμε ότι η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να εμφανίζει ανάπτυξη υψηλότερη των δυνητικών ρυθμών της, στο 2,2% για το 2024, δηλαδή υψηλότερα από την προηγούμενη εκτίμησή μας για 1,6% και έπειτα από την προβλεπόμενη ανάπτυξη του 2,1% για το 2023. Περιμένουμε ρυθμούς ανάπτυξης 2,3% το 2025. Η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να αναπτύσσεται γρηγορότερα από την Ευρωζώνη συνολικά, η οποία αναμένεται να αναπτυχθεί κατά 1,1% το 2024, έπειτα από ρυθμούς 0,7% το 2023.
Η ελληνική οικονομία υπεραποδίδει, καθώς η κατανάλωση των νοικοκυριών συνεχίζει να αυξάνεται, λαμβάνοντας στήριξη από τη μείωση της ανεργίας, η οποία αναμένεται να πέσει στο 9,6% κατά μέσο όρο το 2024, δυνητικά στα χαμηλότερα επίπεδα από το 2008. Οι επενδύσεις αναμένεται επίσης να ανακάμψουν με τη βοήθεια της αναμενόμενης κορύφωσης του επιτοκιακού κύκλου, έστω και εάν περιμένουμε ότι το επιτόκιο καταθέσεων της ΕΚΤ θα παραμείνει στα υψηλά επίπεδα του 4% για μεγάλο μέρος του 2024. Η αύξηση των εξαγωγών, λόγω της ανάκαμψης της ζήτησης στους ευρωπαϊκούς εμπορικούς εταίρους της Ελλάδας, θα βοηθήσει επίσης.
Η ελληνική οικονομία στηρίζεται από τη χρηματοδότηση των 35,95 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης έως το 2026 (16% του μέσου ΑΕΠ του 2021-2026 GDP – ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά στην Ευρωπαϊκή Ένωση), με το μεγαλύτερο μέρος αυτής της χρηματοδότησης (18,2 δισ. ευρώ) να δίνεται σε επιδοτήσεις αντί για δάνεια. Τέλος, το επενδυτικό περιβάλλον επίσης ευνοείται από την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, η οποία έχει συμβάλει στη συρρίκνωση των spreads των 10ετών κρατικών ομολόγων σε επίπεδα μόλις λίγο υψηλότερα των 100 μονάδων βάσης έναντι των γερμανικών.
Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και μετά τις πρόσφατες ισχυρές οικονομικές επιδόσεις της Ελλάδας, είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι το ετήσιο ΑΕΠ παρέμενε το τρίτο τρίμηνο του 2023 κατά 22% χαμηλότερο σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα.
Έχουμε μια θετική άποψη για την οικονομία για τα επόμενα χρόνια, με δεδομένες τις σταθερές υπεραποδόσεις τελευταία, κάτι που μας δίνει μεγαλύτερη σιγουριά ότι η ισχυρή ανάπτυξη δεν αποτελεί μια ανωμαλία. Ακόμα και έτσι, όμως, υπάρχουν αρκετοί κίνδυνοι για τις οικονομικές προοπτικές, τους οποίους παρακολουθούμε στενά.
Βραχυπρόθεσμα, είναι η συνεχιζόμενη αβεβαιότητα για το εάν ο πληθωρισμός θα συνεχίσει να μειώνεται προς τον στόχο της ΕΚΤ για 2%. Ο ελληνικός πληθωρισμός κινείται σε χαμηλότερα επίπεδα, αλλά ο δομικός πληθωρισμός παραμένει πολύ υψηλότερος του 2%. Προβλέπουμε ότι ο πληθωρισμός θα κινηθεί κατά μέσο όρο στο 3,1% το 2024 πριν πέσει στο 2,3% το 2025, εμφανίζοντας περαιτέρω αποκλιμάκωση από τον μέσο όρο του 4,3% το 2023, αλλά παραμένοντας πάνω από τον στόχο της ΕΚΤ για 2% για μεγάλο μέρος του ορίζοντα των προβλέψεών μας. Ένα περαιτέρω σοκ στο κομμάτι της προσφοράς θα μπορούσε να επηρεάσει και πάλι τον πληθωρισμό και να δημιουργήσει ένα μεγαλύτερο πρόβλημα για την Κεντρική Τράπεζα.
Δεύτερον, οι περιβαλλοντικές προκλήσεις θα αποτελέσουν έναν αυξανόμενο κίνδυνο, εάν οι καύσωνες και οι πυρκαγιές πλήξουν τους κρίσιμους κλάδους του τουρισμού και της γεωργίας. Η κλιματική αλλαγή αποτελεί έναν εντεινόμενο κίνδυνο, γιατί η Ελλάδα είναι δυνητικά η πιο εκτεθειμένη οικονομία της ΕΕ στην αύξηση των θερμοκρασιών.
Οι περιβαλλοντικές προκλήσεις θα αποτελέσουν έναν αυξανόμενο κίνδυνο, εάν οι καύσωνες και οι πυρκαγιές πλήξουν τους κρίσιμους κλάδους του τουρισμού και της γεωργίας.
Και τέλος, υπάρχουν πολιτικά ρίσκα. Η όποια ξαφνική στροφή από τις σημερινές φιλικές για τις επιχειρήσεις πολιτικές μετά τις γενικές εκλογές που πρέπει να διεξαχθούν έως το 2027, θα μπορούσε να πλήξει την ανάπτυξη και την επενδυτική εμπιστοσύνη. Είναι σημαντικό η ελληνική κυβέρνηση να συνεχίσει με τη μεταρρυθμιστική ατζέντα της και τον εποικοδομητικό διάλογο με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τις αγορές. Ακόμα και χωρίς αλλαγή της κυβέρνησης, οι πολιτικές ήδη μεταβάλλονται σταδιακά, για να γίνουν πιο ευνοϊκές. Η πρόκληση είναι να αποφευχθεί η περαιτέρω αντιστροφή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που εφαρμόστηκαν κατά τις προηγούμενες κρίσεις.
H Scope Ratings αναβάθμισε την Ελλάδα στην επενδυτική βαθμίδα τον Αύγουστο του 2023 και ήταν ο πρώτος δυτικός οίκος αξιολόγησης που το έκανε, αλλά είχαμε σηματοδοτήσει την εμπιστοσύνη μας στη βελτίωση του αξιόχρεου της χώρας νωρίτερα. Για παράδειγμα, έως τον Σεπτέμβριο του 2021 είχαμε αναβαθμίσει την αξιολόγηση στο BB+, δηλαδή μόλις ένα σκαλοπάτι κάτω από την επενδυτική βαθμίδα. Γίναμε ο πρώτος οίκος αξιολόγησης που δηλώσαμε δημοσίως ότι εξετάζουμε την επενδυτική βαθμίδα δίνοντας θετικές προοπτικές στην BB+ αξιολόγησή μας, τον Δεκέμβριο του 2022.
Αυτή η σταθερή άποψη για την Ελλάδα είναι ενδεικτική του πώς αξιολογούμε τους κρατικούς εκδότες, δίνοντας έμφαση στο θεσμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο λειτουργούν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Το θεσμικό πλαίσιο της Ευρώπης έχει ενισχυθεί σημαντικά μετά την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση και την ευρωπαϊκή κρίση και έχει ενδυναμωθεί περαιτέρω μετά την πανδημία του κορωνοϊού. Πριν από το 2020, ένα μεγάλο ευρωπαϊκό πρόγραμμα κοινών ομολογιακών εκδόσεων για τις χώρες-μέλη της ΕΕ (Next Generation EU) δεν υπήρχε, η ΕΚΤ δεν έκανε αγορές τίτλων με ευελιξία για μεμονωμένες χώρες-μέλη ανεξάρτητα από την κλείδα κατανομής (capital key) και η Ελλάδα δεν ήταν ακόμα επιλέξιμη χώρα για τις αγορές τίτλων της ΕΚΤ. Μόνο μετά το ξέσπασμα της πανδημικής κρίσης εφαρμόστηκαν αυτά τα σημαντικά μέτρα, με την ελληνική κυβέρνηση να εξασφαλίζει προσωρινή πρόσβαση στα νέα, καινοτόμα ευρωπαϊκά προγράμματα, στηρίζοντας την απόφασή μας να αναβαθμίσουμε την Ελλάδα το 2021.
Πιο πρόσφατα, η μετάβαση προς τον μεγαλύτερο επιμερισμό των βαρών στην ΕΕ και τα βήματα προς μια μεγαλύτερη δημοσιονομική και νομισματική ένωση φαίνεται να είναι πιο μόνιμα και πιο πιθανά να διατηρηθούν και πέρα από τις πρόσφατες κρίσεις. Η αναμενόμενη συνεχής ευρωπαϊκή στήριξη για την Ελλάδα, σε συνδυασμό με τα βελτιούμενα οικονομικά και δημοσιονομικά θεμελιώδη και τα θεμελιώδη του τραπεζικού συστήματος, στήριξαν την αναβάθμιση στην επενδυτική βαθμίδα το 2023.
Η αξιολόγηση επενδυτικής βαθμίδας στέλνει ένα ισχυρό μήνυμα ότι η Ελλάδα αφήνει τις κρίσεις των τελευταίων 15 ετών πίσω της. Η Ελλάδα έχασε την τελευταία της αξιολόγηση επενδυτικής βαθμίδας κατά την κρίση χρέους στις αρχές του 2011, επομένως οι αναβαθμίσεις του 2023 είναι ιστορικής σημασίας και ήρθαν πάνω από μία δεκαετία αργότερα. Τα ελληνικά ομόλογα εμφανίζουν spreads πολύ χαμηλότερα από τα επίπεδα της κρίσης και αυτή τη στιγμή τιμολογούνται σε premium έναντι της Ιταλίας, που έχει υψηλότερη πιστοληπτική αξιολόγηση (BBB+/σταθερές προοπτικές).
Η αξιολόγηση της επενδυτικής βαθμίδας και τα συνεπαγόμενα μικρότερα spreads ήταν σημαντικά το τελευταίο διάστημα, εν μέσω της αύξησης των επιτοκίων. Η Ελλάδα πιθανώς να είχε νιώσει την πίεση του σημαντικού αυξανόμενου κόστους εξυπηρέτησης του χρέους της, εάν δεν είχε ωφεληθεί από τα βελτιούμενα οικονομικά θεμελιώδη και την αυξανόμενη επενδυτική εμπιστοσύνη, που στηρίζεται από την ισχυρότερη αξιολόγηση. Καθώς η πιστοληπτική ικανότητα και το κόστος χρηματοδότησης συχνά λειτουργούν σαν σημείο αναφοράς για την ιδιωτική χρηματοδότηση που αντλούν οι τράπεζες και οι επιχειρήσεις της χώρας, τόσο ο ιδιωτικός τομέας όσο και τα νοικοκυριά ωφελούνται από το χαμηλότερο και λιγότερο ευμετάβλητο κόστος δανεισμού.
Με την αναβάθμιση και από τη Fitch και την εξασφάλιση μιας δεύτερης αξιολόγησης επενδυτικής βαθμίδας ανάμεσα στους τρεις μεγάλους αμερικανικούς οίκους, η Ελλάδα γίνεται και πάλι επιλέξιμη για επενδύσεις, κάτι που θα στηρίξει περαιτέρω τις εισροές κεφαλαίων.
Σε ό,τι αφορά την πρόσβαση της Ελλάδας στη χρηματοδότηση της ΕΚΤ, η χώρα έχει ένα waiver από την ΕΚΤ από το 2020 στο πλαίσιο του Ευρωσυστήματος για την πιστοληπτική αξιολόγηση (Eurosystem Credit Assessment Framework). Αυτό το waiver θα ίσχυε και κατά τη διάρκεια του 2024, αλλά η επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας από τους εγκεκριμένους από την ΕΚΤ οίκους αξιολόγησης –Scope, DBRS, Standard & Poor’s και Fitch– εκ των προτέρων έχει απομακρύνει τον όποιο κίνδυνο να μην είναι η Ελλάδα επιλέξιμη.
Λογική και αναμενόμενη επιβράδυνση στο δύσκολο 2024
Αθανάσιος Βαμβακίδης (Bank of America)
Περιμένουμε κάποια επιβράδυνση της ελληνικής οικονομίας, από ρυθμούς ανάπτυξης άνω του 2% το 2023, περίπου στο 1% το 2024. Όμως, αυτό συνάδει με την επιβράδυνση της ανάπτυξης παγκοσμίως, καθώς η σύσφιξη των νομισματικών πολιτικών που ήδη έχει πραγματοποιηθεί συνεχίζει να επηρεάζει την οικονομία. Επιπλέον, εξακολουθούμε να περιμένουμε ότι η Ελλάδα θα εμφανίσει ρυθμούς ανάπτυξης περίπου διπλάσιους σε σχέση με την οικονομία της Ευρωζώνης. Επίσης, περιμένουμε ότι ο πληθωρισμός θα πέσει κοντά στο 2% έως τα τέλη του επόμενου έτους, από 3,8% σήμερα.
Επομένως, μπορούμε να πούμε ότι οι συνολικές επιδόσεις της οικονομίας είναι ισχυρές, σε σύγκριση με τη μείωση του πληθωρισμού που συνεχίζεται, αλλά και καλύτερες από την υπόλοιπη Ευρωζώνη. Θα έλεγα επίσης ότι υπάρχουν περιθώρια θετικών εκπλήξεων στην ανάπτυξη, όπως έχουμε δει και τα τελευταία 1-2 χρόνια.
Οι βασικές μακροπρόθεσμες προκλήσεις για την Ελλάδα εξακολουθούν να είναι η αύξηση της δυνητικής ανάπτυξης και της εξαγωγικής ικανότητας. Η ισχυρή ανάπτυξη το τελευταίο διάστημα οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην καθυστερημένη ανάκαμψη από τη σοβαρή κρίση της τελευταίας δεκαετίας. Οι μακροπρόθεσμες εκτιμήσεις για την ανάπτυξη κυμαίνονται ανάμεσα στο 1% και στο 1,5%, που είναι υπερβολικά χαμηλό. Οι δημογραφικές τάσεις δεν βοηθούν. Οι δομικές ακαμψίες επίσης παραμένουν, παρά την αξιοσημείωτη πρόοδο σε αυτό το μέτωπο. Παρά την επώδυνη πρόοδο στην ανταγωνιστικότητα, τα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας παραμένουν υψηλά, κάτι που επίσης δείχνει την ανάγκη για περισσότερες μεταρρυθμίσεις, ώστε να αυξηθούν οι εξαγωγές.
Σε αυτό το πλαίσιο, η μεταρρυθμιστική ατζέντα που εφαρμόζεται αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας και θα είναι πολύ σημαντικό για την κυβέρνηση να επιμείνει σε αυτήν. Πολλές από αυτές τις μεταρρυθμίσεις είναι συνδεδεμένες με κοινοτικά κονδύλια, κάτι που αποτελεί μια κατάσταση win-win. Η αποτελεσματική εκμετάλλευση του Ταμείου Ανάκαμψης μπορεί να φέρει μεταρρυθμίσεις και να αυξήσει τις επενδύσεις, οδηγώντας κατ’ επέκταση σε περισσότερες εξαγωγές και γρηγορότερη ανάπτυξη. Αυτή είναι πραγματικά μια μοναδική ευκαιρία για την Ελλάδα.
Σε ό,τι αφορά την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, παρότι οι αγορές την περίμεναν ήδη, ήταν ένα σημαντικό ορόσημο για την Ελλάδα. Επισφραγίζει την τεράστια δημοσιονομική προσπάθεια όλων αυτών των χρόνων. Με βάση την προηγούμενη εμπειρία, είμαστε βέβαιοι ότι θα προσελκύσει περισσότερες και πιο σταθερές ξένες επενδύσεις στη χώρα. Είναι ένας λόγος εορτασμών, αλλά και μια υπενθύμιση της σημασίας τού να κρατά μια χώρα τα δημόσια οικονομικά της σε τάξη.
Στο σημερινό περιβάλλον των αυξημένων επιτοκίων, η Ελλάδα ίσως είναι η λιγότερο ευάλωτη οικονομία. Το κρατικό χρέος της είναι είτε σε πολύ χαμηλά σταθερά επιτόκια είτε με πλήρη αντιστάθμιση κινδύνου, με ένα προφίλ ωρίμανσης που μπορεί να είναι το πιο μακρινό από όλες τις χώρες. Το επίπεδο του χρέους είναι, φυσικά, ακόμη πολύ υψηλό, κάτι που δείχνει την ανάγκη η κυβέρνηση να συνεχίσει τα πρωτογενή πλεονάσματα. Ο ιδιωτικός τομέας στην Ελλάδα επίσης έχει πολύ χαμηλή έκθεση στα υψηλά επιτόκια, καθώς δεν υπάρχει σχεδόν καθόλου νέος δανεισμός από την έναρξη της ελληνικής κρίσης, το 2010.
Η Ιταλία είναι τώρα ο πιο αδύναμος δημοσιονομικός κρίκος της Ευρωζώνης, για τον οποίο ανησυχούμε περισσότερο. Έχει το δεύτερο μεγαλύτερο επίπεδο χρέους στην Ευρωζώνη, μετά την Ελλάδα, αλλά πολύ πιο σύντομο προφίλ ωρίμανσης. Οι αγορές βλέπουν τη διαφορά και για αυτό η Ελλάδα μπορεί τώρα να δανείζεται με χαμηλότερο κόστος από ό,τι η Ιταλία. Η Ιταλία επίσης υποαπέδωσε έναντι του δημοσιονομικού στόχου της το 2023 και έχει δυνητική ανάπτυξη κοντά στο μηδέν. Καθώς δεν πέρασε μια κρίση την τελευταία δεκαετία, η Ιταλία δεν αναγκάστηκε να υλοποιήσει μεγάλες μεταρρυθμίσεις. Η χώρα επίσης έχει μείνει πίσω στην υλοποίηση των δεσμεύσεών της για μεταρρυθμίσεις για την εκταμίευση κοινοτικών κονδυλίων. Εάν η ΕΚΤ χρειαστεί να κρατήσει τα επιτόκια υψηλά για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από ό,τι περιμένουν οι αγορές, η Ιταλία θα μπορούσε να νιώσει τις πιέσεις της αγοράς.
Η Ελλάδα καλύπτει με ταχείς ρυθμούς το χαμένο έδαφος
Fabio Balboni (HSBC)
Το επίπεδο του ΑΕΠ της Ελλάδας είναι τώρα περίπου κατά 7,5% υψηλότερο από ό,τι ήταν πριν από την πανδημία, αλλά παραμένει κατά 13% χαμηλότερο από ό,τι το 2010. Επομένως, εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι μένει ακόμα να καλυφθεί έδαφος, ειδικά σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις, οι οποίες αντιστοιχούσαν στο 20% της οικονομίας τότε και τώρα αντιστοιχούν σε λιγότερο από 15%. Υπάρχουν επίσης άφθονα κεφάλαια για να χρηματοδοτηθεί η ανάκαμψη των επενδύσεων, με τις άμεσες ξένες επενδύσεις σε ιστορικό υψηλό και κοινοτικά κονδύλια διαθέσιμα. Η χρήση του Ταμείου Ανάκαμψης –από το οποίο η Ελλάδα έχει δεσμεύσει 30 δισ. ευρώ (15% του ΑΕΠ)– επιταχύνεται επίσης, ειδικά στο σκέλος των δανείων (τα οποία χρησιμοποιούνται για να χρηματοδοτηθούν ιδιωτικές αντί για δημόσιες επενδύσεις). Η Ελλάδα θα λάβει επιπλέον περίπου 40 δισ. ευρώ (γύρω στο 20% του ΑΕΠ) από τον προϋπολογισμό της ΕΕ για την περίοδο 2020-2027. Κατά τα άλλα, με τον τουρισμό να βρίσκεται ήδη πάνω από τα προ πανδημίας επίπεδα, η κάλυψη του χαμένου εδάφους σε αυτόν τον τομέα ίσως να έχει σχεδόν ολοκληρωθεί, αλλά μπορεί να υπάρχει ακόμα κάποιο περιθώριο ανάπτυξης καθώς η τουριστική σεζόν μεγαλώνει, αυξάνοντας τη μελλοντική δραστηριότητα στο πρώτο και το τέταρτο τρίμηνο. Επομένως, εξακολουθούμε να βλέπουμε την Ελλάδα να βρίσκεται σε μια μακρά διαδικασία για την κάλυψη του χαμένου εδάφους και να εμφανίζει ρυθμούς ανάπτυξης υψηλότερους της Ευρωζώνης το 2024, στο 1,3% (έναντι 0,5% για την Ευρωζώνη) και στο 1,5% το 2025 (έναντι 1%).
Μια ιδιαίτερη πρόκληση για την Ελλάδα το επόμενο διάστημα θα μπορούσε να προκύψει από το περιβάλλον των υψηλών επιτοκίων. Ο νέος τραπεζικός δανεισμός έχει επιβραδυνθεί σημαντικά μέχρι στιγμής το 2023. Όμως, ακόμα και έτσι, λόγω της πολύ χαμηλής μετακύλησης των υψηλότερων επιτοκίων στις καταθέσεις, οι ελληνικές τράπεζες συνεχίζουν να εμφανίζουν ισχυρή αύξηση των καθαρών επιτοκιακών εσόδων τους. Πάντως, τα καθαρά επιτοκιακά έσοδα αναμένεται τελικά να μειωθούν, καθώς τα επιτόκια κορυφώνονται, αλλά και λόγω της απουσίας επαρκούς πιστωτικής επέκτασης, ειδικά καθώς τα TLTROs που απομένουν, λήγουν έως το τέλος του 2024 και θα μπορούσαν να προστεθούν στις χρηματοδοτικές πιέσεις των τραπεζών. Στο μέτωπο της ανάπτυξης, τα επιτόκια ακόμα απέχουν από τα ιστορικά υψηλά τους για τις ελληνικές επιχειρήσεις (το risk premium έχει μειωθεί σε σχέση με τα χρόνια της κρίσης), οι οποίες μπόρεσαν να στηριχθούν στην υψηλή ρευστότητά τους. Εν τω μεταξύ, οι δημόσιες επενδύσεις που χρηματοδοτούνται από το Ταμείο Ανάκαμψης δεν επηρεάζονται άμεσα από τις αλλαγές στα επιτόκια, ενώ το σταθμισμένο μέσο επιτόκιο των συμβάσεων των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης που έχουν υπογραφεί έως τώρα είναι λίγο πάνω από το 1%, κάτι που αναμένεται να περιορίσει τις αρνητικές επιπτώσεις των υψηλότερων επιτοκίων στις επενδύσεις και στην ανάπτυξη.
Ως μικρή οικονομία, η Ελλάδα εμφανίζει υψηλή έκθεση στις εξωτερικές εξελίξεις και στη συνεχιζόμενη γεωπολιτική αβεβαιότητα και το δύσκολο εξωτερικό περιβάλλον θα μπορούσε να υπονομεύσει την ικανότητά της να συνεχίσει να αποκλίνει επιτυχώς από την Ευρωζώνη. Σε αυτό το πλαίσιο, η πρόσφατη επιδείνωση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας –το οποίο διευρύνθηκε κοντά στο 10% του ΑΕΠ πέρυσι, αν και μειώθηκε κατά 4 δισ. ευρώ (περίπου 2% του ΑΕΠ) το πρώτο εξάμηνο του 2023– θα μπορούσε να αποτελεί μια εστία ανησυχίας, αυξάνοντας τους κινδύνους για την ανάπτυξη από μια ξαφνική διακοπή της εισροής εξωτερικών κεφαλαίων στη χώρα. Τουλάχιστον, τα ιστορικά υψηλά επίπεδα των άμεσων ξένων επενδύσεων παρέχουν μια πιο σταθερή πηγή χρηματοδότησης σε σχέση με το παρελθόν. Επίσης, για να δημιουργηθεί ένα πιο διατηρήσιμο περιβάλλον ανάπτυξης και να αυξηθεί η δυνητική ανάπτυξη, η ενίσχυση της συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό παραμένει μια προτεραιότητα κατά την άποψή μας, ειδικά ανάμεσα στις γυναίκες, η οποία είναι πολύ χαμηλότερη του μέσου όρου της Ευρωζώνης.
Για τις χώρες υψηλών χρεών, το καθεστώς «υψηλότερα για περισσότερο» στα επιτόκια σίγουρα φέρνει κάποιες προκλήσεις. Όμως, η Ελλάδα φαίνεται καλά τοποθετημένη για να τις αντιμετωπίσει. Το περισσότερο από το κρατικό χρέος της βρίσκεται στα χέρια δανειστών του δημόσιου τομέα και σχεδόν όλο είναι σε σταθερά επιτόκια, κάτι που περιορίζει την έκθεση στα υψηλότερα επιτόκια. Το ταμειακό υπόλοιπο της κυβέρνησης είναι εξίσου υψηλό με εκείνο πολύ μεγαλύτερων χωρών, όπως η Γερμανία και η Ιταλία, κάτι που μειώνει την ανάγκη για δανεισμό μέσω των αγορών βραχυπρόθεσμα, εάν οι συνθήκες επιδεινωθούν. Επιπλέον, περιμένουμε ότι η Ελλάδα θα επιτύχει ένα μεγάλο πρωτογενές πλεόνασμα το 2023, το οποίο αναμένεται να επιτρέψει στον δείκτη χρέους/ΑΕΠ να συνεχίσει να μειώνεται με γρήγορο ρυθμό φέτος και στη συνέχεια. Προβλέπουμε ότι ο δείκτης χρέους/ΑΕΠ θα καταγράψει μείωση πάνω από 60 ποσοστιαίων μονάδων ανάμεσα στο 2020 και το 2025, όταν θα μπορούσε να είναι χαμηλότερος από τον αντίστοιχο δείκτη της Ιταλίας. Η πρόσφατη αναβάθμιση στην επενδυτική βαθμίδα από αρκετούς μεγάλους οίκους αξιολόγησης σημαίνει επίσης ότι η Ελλάδα θα συμπεριληφθεί σύντομα σε δείκτες investment grade, κάτι που θα βοηθούσε να διευρυνθεί η επενδυτική της βάση. Επομένως, συνολικά, πιστεύουμε ότι άλλες χώρες ίσως να είναι πιο εκτεθειμένες από ό,τι η Ελλάδα στα υψηλότερα επιτόκια – ειδικά εκείνες που έχουν ακόμα υψηλά επίπεδα ελλειμμάτων, όπως είναι η Ιταλία ή η Γαλλία, κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει σε κάποιες πιέσεις στη χρηματοδότησή τους, ειδικά με την ποσοτική σύσφιγξη της ΕΚΤ να ενισχύει το ποσό των ομολογιακών εκδόσεων που πρέπει να απορροφηθεί από την αγορά.
Η υποχώρηση του πληθωρισμού θα στηρίξει κατανάλωση και ανάπτυξη
Θέμης Θεμιστοκλέους (UBS)
Προβλέπουμε ότι η Ελλάδα θα αναπτυχθεί κατά περίπου 3% την περίοδο 2024-2025. Οι βασικοί παράγοντες πίσω από τη θετική άποψή μας είναι η ανθεκτική ιδιωτική κατανάλωση και οι περισσότερες εισροές κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης και το RePowerEU.
Η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών τα επόμενα χρόνια αναμένεται να βοηθηθεί από τον χαμηλότερο πληθωρισμό (η πραγματική αύξηση των μισθών θα μπορούσε να φτάσει γύρω στο 3,5% κατά μέσο όρο το 2024-2025) και τη συνεχιζόμενη αύξηση της απασχόλησης.
Οι συνδυασμένες εισροές από το Ταμείο Ανάκαμψης και το RePowerEU (36 δισ. ευρώ ή 16% του ΑΕΠ) θα μπορούσαν να φτάσουν στο 3,4% του ΑΕΠ το 2024 και το 2025 – έναντι του «μόλις» 1,6% του ΑΕΠ το 2023. Καθώς τα δάνεια από το Ταμείο Ανάκαμψης (περίπου 4% του ΑΕΠ το 2024-2025) αναμένεται να δημιουργήσουν εγχώρια δραστηριότητα δανειοδότησης επιχειρήσεων, περιμένουμε ότι και η πιστωτική επέκταση θα συνεισφέρει στο momentum του ΑΕΠ. Και με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια να έχουν πέσει τώρα σε μονοψήφια επίπεδα, οι τράπεζες μπορούν να αρχίσουν να δανείζουν και πάλι, στηρίζοντας την οικονομική ανάπτυξη.
Το επίπεδο του χρέους αποτελεί ακόμα μία πρόκληση και ο καλύτερος τρόπος για να ξεφύγει η Ελλάδα από αυτή τη θέση είναι μέσω της συνεχιζόμενης οικονομικής ανάπτυξης. Και γι’ αυτό χρειάζεται μια δομικά ανταγωνιστική οικονομία. Οτιδήποτε θα μπορούσε να εκτροχιάσει την πρόοδο που έχει γίνει έως τώρα, δυνητικά θα φέρει μεγάλες προκλήσεις στο μέλλον. Ένας κίνδυνος είναι ο εφησυχασμός. Η κυβέρνηση χρειάζεται να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις και εδώ θα ήθελα να υπογραμμίσω την εκκρεμή μεταρρύθμιση της Δικαιοσύνης, κάτι που αποτελεί ακόμα μία πρόκληση για τους ξένους επενδυτές. Άλλοι τομείς στους οποίους βλέπω κινδύνους είναι η διατήρηση της πειθαρχίας στον τρόπο με τον οποίο αξιοποιούνται τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης. Με τόσο μεγάλες εισροές κεφαλαίων, υπάρχει ο κίνδυνος τα κεφάλαια αυτά να μην αξιοποιηθούν με τον καλύτερο τρόπο σε παραγωγικά projects. Και η δημοσιονομική πειθαρχία είναι επίσης σημαντική. Οι εξωτερικοί κίνδυνοι περιλαμβάνουν την επιδείνωση των οικονομικών προοπτικών παγκοσμίως και ιδιαίτερα στην Ευρώπη, κάτι που θα μπορούσε να επηρεάσει τις εξαγωγές και τον τουρισμό.
Μέχρι στιγμής, η Ελλάδα έχει αναβαθμιστεί στην επενδυτική βαθμίδα από τη S&P, την DBRS, τη Fitch, αλλά όχι ακόμα από τη Moody’s, η οποία περιμένουμε ότι θα ακολουθήσει. Τα ελληνικά ομόλογα είναι και πάλι επιλέξιμα ως εγγυήσεις για την ΕΚΤ, κάτι που στηρίζει τη ζήτηση από εμπορικές τράπεζες, ενώ θα μπορούν να συμμετάσχουν στο πρόγραμμα αγοράς τίτλων APP της ΕΚΤ. Εάν η ΕΚΤ επιστρέψει στην ποσοτική χαλάρωση (QE) στο μέλλον, θα μπορεί να αγοράσει ελληνικά ομόλογα στο πλαίσιο του προγράμματος αυτού για πρώτη φορά (τα ελληνικά ομόλογα συμμετείχαν μόνο στο Pandemic Emergency Purchase Program PEPP μέσω ενός waiver). Με την αναβάθμιση και από τη Fitch, τα ομόλογα θα ενταχθούν σε πολλούς δείκτες κρατικών ομολόγων (οι οποίοι συνήθως λαμβάνουν υπόψη τους τη μέση αξιολόγηση των Moody’s, S&P και Fitch) και άρα θα μπορεί να επενδύσει σε αυτά μια μεγάλη κατηγορία διεθνών επενδυτών και συνταξιοδοτικών ταμείων που παρακολουθούν αυτούς τους ομολογιακούς δείκτες. Επίσης, η πιστοληπτική αξιολόγηση λειτουργεί σαν ένα «ταβάνι» για τις αξιολογήσεις πολλών εγχώριων επιχειρήσεων, όπως τράπεζες, εταιρείες κοινής ωφέλειας και επιχειρήσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Αυτές μπορούν επίσης να αναβαθμιστούν έπειτα από μια αναβάθμιση του κράτους, με αποτέλεσμα να μειωθεί το κόστος χρηματοδότησής τους και να διευκολυνθεί η επιχειρηματική τους δραστηριότητα.
Αυτή τη στιγμή πιστεύουμε ότι όλες οι χώρες της Ευρωζώνης βρίσκονται σε ένα βιώσιμο μονοπάτι χρέους και όλες οι χώρες έχουν «κλειδώσει» τα πολύ χαμηλά επιτόκια των περασμένων ετών, εκδίδοντας πιο μακροπρόθεσμα ομόλογα. Αλλά το υψηλότερο κόστος χρηματοδότησης έχει σταδιακό αρνητικό αντίκτυπο σε πολλές χώρες, ειδικά σε εκείνες με υψηλό χρέος, μεγάλο ποσό ομολόγων που πρέπει να αναχρηματοδοτηθούν βραχυπρόθεσμα και επίμονα δημοσιονομικά ελλείμματα. Βλέπουμε την Ιταλία και σε έναν μικρότερο βαθμό τη Γαλλία να επηρεάζονται περισσότερο από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ο λόγος είναι το υψηλό δημοσιονομικό τους έλλειμμα, που ξεπερνά το 4%. Αντίθετα, η Ελλάδα εμφανίζει πρωτογενές πλεόνασμα και ένα μικρό δημοσιονομικό έλλειμμα, επομένως προσθέτει πολύ λίγο νέο χρέος, ενώ ένα μικρό μέρος από το υπάρχον χρέος της θα πρέπει να αναχρηματοδοτηθεί τα επόμενα χρόνια. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η αύξηση στο κόστος χρηματοδότησης είχε οριακό μόνο αντίκτυπο στην Ελλάδα μέχρι τώρα. Πιστεύουμε ότι, εάν η σημερινή δημοσιονομική πολιτική συνεχιστεί, ο δείκτης χρέους της Ελλάδας θα συγκλίνει με εκείνον της Ιταλίας τα επόμενα 3-5 χρόνια. Με υψηλότερους του μέσου όρου της Ευρωζώνης ρυθμούς ανάπτυξης, η Ελλάδα είναι σε θέση να απαλλαγεί, εν μέρει, από τα χρέη της μέσω της ανάπτυξης. Δηλαδή, ο δείκτης χρέους/ΑΕΠ αναμένεται να κινηθεί χαμηλότερα, χωρίς η Ελλάδα να χρειάζεται πρακτικά να αποπληρώσει χρέη.
Ισχυρές προοπτικές, μεγάλες προκλήσεις
Γιώργος Σαραβέλος (Deutsche Bank)
Προβλέπουμε ότι το ελληνικό ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 1,6% το 2024, υπεραποδίδοντας σημαντικά έναντι της Ευρωζώνης. Παραμένουμε αισιόδοξοι για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, με τη βοήθεια της ισχυρής δημοσιονομικής ώθησης από ευρωπαϊκά κεφάλαια, της σημαντικής προοπτικής επενδύσεων για τη βελτίωση των υποδομών της χώρας και ενός ευνοϊκού περιβάλλοντος πολιτικής σταθερότητας με μια κυβέρνηση με σημαντική μεταρρυθμιστική δραστηριότητα.
Η βασική πρόκληση για την Ελλάδα παραμένει το παγκόσμιο γεωπολιτικό και οικονομικό περιβάλλον. Με την ανάπτυξη να προβλέπεται αδύναμη τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρωζώνη και τη μεταπανδημική ανάκαμψη από τον παγκόσμιο τουρισμό να μετριάζεται, η Ελλάδα θα πρέπει να στηριχθεί λιγότερο στους διεθνείς και περισσότερο στους εσωτερικούς μοχλούς της ανάπτυξης. Είναι σημαντικό η Ελλάδα να χρησιμοποιήσει τη χρηματοδότηση του Ταμείου Ανάκαμψης σαν μια ευκαιρία για να επενδύσει και να βελτιώσει την παραγωγική δυναμικότητα της χώρας, αντί να στηρίξει τις προσωρινές δαπάνες κατανάλωσης.
Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας είναι μια συμβολική εξέλιξη που υπογραμμίζει τα σημαντικά οικονομικά επιτεύγματα της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια. Η αξιολόγηση επενδυτικής βαθμίδας αναμένεται να αυξήσει το πλήθος των επενδυτών που τοποθετούν χρήματα στις ελληνικές κεφαλαιαγορές, κάτι που με τη σειρά του θα στηρίξει την οικονομία μέσω του χαμηλότερου κόστους χρηματοδότησης τόσο για την κυβέρνηση όσο και για τον ιδιωτικό τομέα.
Καθώς ζούμε σε μια εποχή πρωτοφανούς αβεβαιότητας, αυτό σημαίνει ότι είναι ακόμα πιο σημαντικό για την Ελλάδα να διευρύνει τα οικονομικά της θεμέλια, διαφοροποιώντας το ΑΕΠ πέραν του τουρισμού και σε άλλους τομείς, όπως π.χ. στις υπηρεσίες τεχνολογίας. Η Ελλάδα έχει σημαντικές προοπτικές αύξησης της διεθνούς ανταγωνιστικότητάς της, κυρίως μέσω της βελτίωσης της παραγωγικότητας του ανθρώπινου δυναμικού και των υποδομών της χώρας.
Παράθυρο ευκαιρίας το χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης χρέους έως το 2032
Tullia Bucco (UniCredit)
Προβλέπουμε ότι το ελληνικό ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά μέσο όρο κατά 1,3% το 2024, έπειτα από ανάπτυξη 2,3% το 2023. Επομένως, η Ελλάδα θα συνεχίσει να υπεραποδίδει έναντι της ανάπτυξης της Ευρωζώνης, η οποία εκτιμάμε ότι θα είναι 0,5% (δηλαδή στον ίδιο ρυθμό με το 2023). Οι κατώτερες των εκτιμήσεων της αγοράς προβλέψεις μας για την Ελλάδα και το σύνολο της Ευρωζώνης αντανακλούν τον αρνητικό αντίκτυπο για την οικονομική δραστηριότητα, που προκύπτει από τη μετάδοση των υψηλότερων επιτοκίων στην πραγματική οικονομία, τη λιγότερο υποστηρικτική δημοσιονομική πολιτική και την αδύναμη παγκόσμια ανάπτυξη.
Η προτεραιότητα της Ελλάδας είναι να εκμεταλλευτεί τις τρέχουσες ευνοϊκές συνθήκες (δηλαδή το μεγάλο ποσό χρηματοδότησης από το Ταμείο Ανάκαμψης και το πολύ χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης του χρέους έως το 2032) για να αυξήσει τη δυνητική ανάπτυξή της, κάτι που αποτελεί προαπαιτούμενο για να μπει ο δείκτης χρέους/ΑΕΠ σε ένα βιώσιμο καθοδικό μονοπάτι. Αυτό απαιτεί συνεχιζόμενες προσπάθειες για να γίνουν οι αγορές προϊόντων, υπηρεσιών και εργασίας πιο ανταγωνιστικές. Οι πολιτικές που στοχεύουν στην αντιμετώπιση της δημογραφικής συρρίκνωσης, η παροχή κινήτρων για τη συμμετοχή των νέων και των γυναικών στην αγορά εργασίας και η προώθηση της κινητικότητας των εργαζομένων είναι ιδιαίτερα σημαντικά για την ενίσχυση του τομέα της προσφοράς της οικονομίας.
Όπως και άλλες χώρες της Ευρωζώνης, η Ελλάδα είναι εκτεθειμένη στον κίνδυνο δυσμενών σοκ, τα οποία μπορούν να οδηγήσουν σε οικονομικές και δημοσιονομικές συνέπειες. Οι πυρκαγιές που σημειώθηκαν αυτό το καλοκαίρι είναι το πιο πρόσφατο παράδειγμα τέτοιων σοκ. Η κυβέρνηση θα πρέπει να δημιουργήσει δημοσιονομικά μαξιλάρια για να προστατεύσει απέναντι σε τέτοια απρόβλεπτα ενδεχόμενα.
Η επιστροφή στην επενδυτική βαθμίδα θα επιτρέψει στα ελληνικά ομόλογα να συμπεριληφθούν στους βασικούς ομολογιακούς δείκτες, προσελκύοντας σταθερή ζήτηση από μια μεγαλύτερη δεξαμενή διεθνών επενδυτών. Αυτό, με τη σειρά του, θα συμβάλει στην εξασφάλιση πιο σταθερής χρηματοδότησης.
Η νέα εποχή των αλλεπάλληλων κρίσεων απειλεί να αυξήσει τα επεισόδια αποφυγής του ρίσκου στις αγορές, που θα μπορούσαν να φέρουν στο προσκήνιο τα μακροχρόνια τρωτά σημεία της ελληνικής οικονομίας. Γι’ αυτό είναι σημαντικό η κυβέρνηση να εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις που στοχεύουν στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας της οικονομίας, ακόμα και μπροστά σε μη ευνοϊκές συνθήκες στις αγορές.
Προτεραιότητες τα δημοσιονομικά πλεονάσματα και οι μεταρρυθμίσεις
Andrew Kenningham (Capital Economics)
Προβλέπουμε αύξηση του ΑΕΠ της Ελλάδας κατά 2,5% τόσο για το 2023 όσο και για το 2024, παρότι πιστεύουμε ότι η οικονομία της Ευρωζώνης δεν θα αναπτυχθεί καθόλου το 2024. Και πιστεύουμε ότι ο πληθωρισμός στην Ελλάδα θα συνεχίσει να κινείται προς τα κάτω, από τα τρέχοντα επίπεδα του περίπου 3,5% στο 2% έως τα τέλη του 2024 – περίπου στα επίπεδα του μέσου πληθωρισμού της Ευρωζώνης. Έως το δεύτερο εξάμηνο του 2024 η ΕΚΤ αναμένεται να έχει αρχίσει τις μειώσεις επιτοκίων (προβλέπουμε ότι το επιτόκιο καταθέσεων θα πέσει από το 4% στο 3,25% κατά τη διάρκεια του 2024), κάτι που εκτιμάται ότι θα βοηθήσει να ενισχυθεί η επιχειρηματική εμπιστοσύνη και ενδεχομένως η πιστωτική επέκταση σε κάποιον βαθμό. Τέλος, πιστεύουμε ότι το έλλειμμα γενικής κυβέρνησης της Ελλάδας θα μειωθεί από τα επίπεδα υψηλότερα του 2% το 2023 στο 1% του ΑΕΠ το 2024, κάτι που αναμένεται να μειώσει τον δείκτη χρέους/ΑΕΠ αρκετά γρήγορα: Προβλέπουμε ότι το χρέος θα πέσει από τα επίπεδα του περίπου 160% του ΑΕΠ το 2023 στο 130% του ΑΕΠ έως το 2030.
Ενώ οι προοπτικές για την Ελλάδα είναι τώρα πολύ πιο αισιόδοξες από ό,τι ήταν πριν από δέκα χρόνια, η πρόκληση για τη χώρα θα είναι να συνεχίσει να εμφανίζει μικρά δημοσιονομικά πλεονάσματα (εξαιρουμένου του κόστους των τόκων) και να συνεχίσει με τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις όταν η περίοδος σχετικά γρήγορης οικονομικής ανάπτυξης θα έχει ξεθυμάνει – κάτι που είναι πιθανό να συμβεί τα επόμενα χρόνια. Επίσης, η Ελλάδα αντιμετωπίζει μια μεγάλη δημοσιονομική πρόκληση, καθώς ο πληθυσμός σε ηλικία εργασίας αναμένεται να μειωθεί και ο αριθμός των συνταξιούχων να αυξηθεί. Επιπλέον, η κλιματική αλλαγή θα επιβαρύνει το δημοσιονομικό κόστος στο μέλλον και αποτελεί μια απειλή για τον τουριστικό τομέα.
Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας σημαίνει ότι η Ελλάδα αυτόματα προκρίνεται για συμμετοχή στο πρόγραμμα αγοράς τίτλων APP της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και το PEPP, χωρίς να χρειάζεται waiver. Επιπλέον, η αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης ενδέχεται να βοηθήσει να αυξηθεί η ζήτηση για τα ελληνικά κρατικά ομόλογα και τις μετοχές, καθώς κάποιοι διαχειριστές κεφαλαίων μπορούν να αγοράσουν μόνο τίτλους επενδυτικής βαθμίδας. Επιπλέον, ίσως να μειώσει ελαφρά το κόστος δανεισμού για τις ελληνικές επιχειρήσεις. Ωστόσο, το πιο σημαντικό σημείο δεν είναι η ίδια η αξιολόγηση, αλλά η βαθύτερη βελτίωση στα δημόσια οικονομικά και στη συνολική υγεία της οικονομίας που οδήγησε τους οίκους αξιολόγησης σε αυτή την απόφαση.
Λόγω του κινδύνου των αλλεπάλληλων κρίσεων, η νέα λέξη της μόδας στις επιχειρήσεις και στα οικονομικά είναι η «ανθεκτικότητα». Για την Ελλάδα, όπως και για άλλες χώρες, αυτό σημαίνει ότι είναι ακόμα πιο σημαντικό να έχουν κάποια δημοσιονομικά μαξιλάρια και ότι οι τράπεζες πρέπει να διατηρούν υψηλά επίπεδα κεφαλαίων και ρευστότητας, ώστε τα μελλοντικά σοκ να μην μπορούν εύκολα να βγάλουν την οικονομία εκτός τροχιάς. Μακροπρόθεσμα, θα βοηθούσε να γίνει η οικονομία πιο διαφοροποιημένη και να μειώσει την εξάρτησή της από κλάδους οι οποίοι είναι ευαίσθητοι στις φυσικές καταστροφές ή στην κλιματική αλλαγή. Ωστόσο, αυτό σίγουρα θα είναι μια αργή διαδικασία.