ΔΙΕΘΝΗΣ ΑΕΡΟΛΙΜΕΝΑΣ ΑΘΗΝΩΝ
Διανύουμε τον τρίτο μήνα της μεγαλύτερης κρίσης στην πρόσφατη ιστορία των αερομεταφορών και του τουρισμού, με ιδιαίτερα οδυνηρές επιπτώσεις. Βρισκόμαστε ταυτόχρονα τρεις ημέρες πριν από το άνοιγμα των ευρωπαϊκών συνόρων για αεροπορικά ταξίδια την 1η Ιουλίου. Ευτυχώς, η Ευρώπη αντιδρά πλέον συντονισμένα για την επανεκκίνηση. Παρά τη δυσκολία πρόβλεψης των εξελίξεων, έχουμε την ελπίδα ότι τα χειρότερα είναι πίσω μας.
Οι αερομεταφορές είναι ζωτικός τομέας της οικονομίας. Ειδικότερα, στην περίπτωση της Ελλάδας, ο τουρισμός αποτελεί το 20% περίπου του ΑΕΠ. Πάνω από τα δύο τρίτα των τουριστών φθάνουν στη χώρα μας αεροπορικώς, μόνο δε η συμβολή του ΔΑΑ στο ΑΕΠ της χώρας κατά το 2019 ανήλθε σε 4,4%.
Το 2020 μας επιφύλαξε μια δύσκολη πάλη με έναν απρόβλεπτο, «αόρατο εχθρό». Για το αεροδρόμιό μας, η χρονιά ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς, ωστόσο φαίνεται ότι το 2020 όσο και το 2021 θα είναι πολύ δύσκολες χρονιές. Η εμπειρία από προηγούμενες κρίσεις –χωρίς σύγκριση βέβαια με αυτήν που διανύουμε σήμερα– είναι ενδεικτική. Αρκεί να ανατρέξει κανείς στα τρία χρόνια που χρειάστηκαν ώστε το αεροδρόμιο της Αθήνας να αποκτήσει ξανά τη δυναμική του μετά τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001.
Σήμερα, μόλις έναν χρόνο μετά την επένδυση της εταιρείας στην 20ετή παράταση της σύμβασης παραχώρησης του αεροδρομίου (2026-2046), έναντι 1,4 δισ.ευρώ, και την ανάληψη υψηλότατου δανεισμού, ο Διεθνής Αερολιμένας Αθηνών βρίσκεται αντιμέτωπος με τις επιπτώσεις μιας κρίσης πολύ μεγαλύτερης κλίμακας.
Η αντιμετώπιση της υγειονομικής απειλής με lockdowns και η απαγόρευση διασυνοριακών μετακινήσεων ανέδειξαν την εξαιρετικά ευάλωτη φύση των αερομεταφορών και των αεροδρομίων. Η επαναφορά σε μια πορεία υγιούς κανονικότητας μετά από ένα παρατεταμένο διάστημα μηδενικής δραστηριότητας για τον κλάδο θα χρειαστεί χρόνο.
Βρισκόμαστε ενώπιον μιας αβέβαιης διαδρομής προς την ανάκαμψη με διαρθρωτικές επιπτώσεις στις αερομεταφορές. Είναι πλέον σίγουρο πως ο κόσμος του ταξιδιού της επόμενης μέρας θα είναι πολύ διαφορετικός από αυτόν της προηγούμενης. Η κρίση ευνόησε την «οικονομία μη φυσικής επαφής» σε σχέση με την «οικονομία φυσικής επαφής», στην οποία προφανώς εντάσσονται οι αερομεταφορές. Μία από τις σχετικά ασφαλείς προβλέψεις που μπορεί να κάνει κανείς αφορά το «επαγγελματικό ταξίδι», το οποίο αναμένεται να υποκατασταθεί σε σημαντικό βαθμό από ψηφιακές λύσεις. Ευτυχώς όμως για τη χώρα μας και την τουριστική μας βιομηχανία, κάτι τέτοιο δεν είναι καθόλου προφανές για το «ταξίδι αναψυχής», το οποίο είναι ίσως μια αναντικατάστατη ανθρώπινη απόλαυση.
Για την επαναφορά όλων μας στην επιθυμητή ομαλότητα, παραμένει κρίσιμη η επιδημιολογική εξέλιξη και, σε ό,τι αφορά την προσπάθεια της χώρας μας, η Ελλάδα έχτισε μια ιδιαίτερα θετική εικόνα η οποία είναι σημαντικό να κεφαλαιοποιηθεί.
Επενδύσεις για την αναβάθμιση του συστήματος υγείας και των ψηφιακών υποδομών ιδιαίτερα στις τουριστικές περιοχές της πατρίδας μας είναι κρίσιμοι παράγοντες για την κεφαλαιοποίηση αυτή.
Παράλληλα, είναι πρωτίστως αναγκαία η μέριμνα για την απασχόληση. Η δρομολογούμενη στήριξη της εργασίας στους πληττόμενους κλάδους, όπως είναι οι αεροπορικές εταιρείες και τα αεροδρόμια, τόσο μέσω ευρωπαϊκών όσο και εθνικών κονδυλίων, αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για την αντιμετώπιση και τον περιορισμό των επιπτώσεων.
Επιπλέον, η έννοια της κοινωνικής ευθύνης αποκτά σήμερα ένα πολύ ευρύτερο νόημα. Στο οικονομικό και εργασιακό πεδίο, κράτος, επιχειρήσεις και εργαζόμενοι πρέπει να προστατεύσουμε την εργασιακή ειρήνη και την κοινωνική συνοχή για την επόμενη μέρα.