Η διπλωματική αβρότητα και οι θερμές ευχαριστίες της Άγκελα Μέρκελ προς τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα για τη συμφωνία των Πρεσπών ήταν μάλλον αναμενόμενες. Κατ’ ακρίβεια ο σκοπός της επίσκεψης της καγκελαρίου της Γερμανίας στην Ελλάδα, φαίνεται ότι ήταν αποκλειστικά αυτός. Όχι η οικονομία, οι μεταρρυθμίσεις, τα μέτρα, αλλά η κατάσταση στα Βαλκάνια. Πέρα από τη μικροπολιτική διάσταση που είθισται να λαμβάνουν αυτά τα γεγονότα στην Ελλάδα, αξίζει να καταγραφεί κάτι πολύ ευρύτερο. Η επίσκεψη της κ. Μέρκελ, όσα είπε στις δημόσιες τοποθετήσεις της, αλλά και πίσω από τις κλειστές πόρτες με τον κ. Τσίπρα, αλλά και σε επίπεδο αντιπροσωπειών, αντικατοπτρίζουν την αργή αλλά σταθερή ανάδυση μιας Γερμανίας με νέο προφίλ και προτεραιότητες. Αυτή η νέα Γερμανία δεν αποτελεί απλά τον δημοσιονομικό «χωροφύλακα» της Ε.Ε. αλλά αντιλαμβάνεται δειλά-δειλά ότι οι γεωπολιτικές προκλήσεις που αναδύονται για το σύνολο της Ευρώπης δεν μπορεί να παραμένουν αναπάντητες. Οι ΗΠΑ του Τραμπ έχουν άλλες προτεραιότητες, οι οποίες έρχονται σε σύγκρουση με μια συνολική αντίληψη περί ευρωπαϊκής ασφάλειας, τουλάχιστον όπως την αντιλαμβάνονταν τα δυτικοευρωπαϊκά κράτη μέχρι πρότινος. Η Βρετανία βρίσκεται σε αποδρομή και απομακρύνεται πολιτικά από την ηπειρωτική Ευρώπη, ενώ η Γαλλία, παρότι αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της υποηπείρου και μια υπολογίσιμη στρατιωτική δύναμη σε σύγκριση με τη Γερμανία, φαίνεται ότι διανύει μια μακρά μετάβαση δίχως σαφή προορισμό. Υπό αυτές τις συνθήκες είναι σαφές ότι η Γερμανία έχει αποφασίσει να κινητοποιηθεί.
Η επίσκεψη Μέρκελ στην Αθήνα αντικατοπτρίζει καταρχάς το ενδιαφέρον του Βερολίνου για τα Βαλκάνια. Ίσως αποτελεί ειρωνεία ότι η αναβίωση του Γερμανικού ενδιαφέροντος για τα Βαλκάνια λαμβάνει σάρκα και οστά στο πρόσωπο μιας καγκελαρίου που εκλεγόταν επί 22 συναπτά έτη στη Βόρεια Πομερανία (Τα Βαλκάνια δεν αξίζουν τα υγιή οστά ούτε ενός Πομερανού γρεναδιέρου φέρεται να είχε πει προ περίπου 130 ετών ο Όττο φον Μπίσμαρκ). Στην πραγματικότητα, το Βερολίνο κάνει το πρώτο βήμα έξω από το «καβούκι» του ξεδιπλώνοντας μια νέα Ostpolitik, αυτή τη φορά μιας ενωμένης Γερμανίας έναντι της Ανατολικής Ευρώπης, από την Βαλτική ως το Αιγαίο με επίκεντρο της τα Βαλκάνια. Από τις δηλώσεις Μέρκελ αξίζει να τονιστεί ότι η μοναδική στιγμή που διαχώρισε τη θέση της από τον Αλέξη Τσίπρα, ήταν όταν ο Έλληνας πρωθυπουργός συνέδεσε την Ευρωπαϊκή προοπτική της Αλβανίας με την μεταχείριση της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας στη γειτονική χώρα. Όχι ως προς τη μειονότητα, αλλά ως προς την ανάγκη η ευρωπαϊκή προοπτική των Δυτικών Βαλκανίων να παραμείνει σαφής και αλληλένδετη.
Εν ολίγοις, εμμέσως πλην σαφώς, η κ. Μέρκελ ετάχθη υπέρ της παραχώρησης ημερομηνίας ενταξιακών διαπραγματεύσεων τόσο για την ΠΓΔΜ (Βόρεια Μακεδονία όπως την ανέφερε διαρκώς), όσο και για την Αλβανία, προκειμένου να διατηρηθεί μια ισορροπία. Εννοείται, ότι η Αθήνα θα πρέπει να διασφαλίσει ότι η Αλβανία δεν θα λάβει ημερομηνία δίχως απτά δείγματα καλής συμπεριφοράς έναντι των Ελλήνων και των περιουσιών τους. Δεν πρέπει να λησμονείται ότι η Γερμανία αποτελεί και έναν από τους πλέον ένθερμους υποστηρικτές της επιτάχυνσης των διαδικασιών ένταξης και για την Σερβία.
Με 7,5 δις ευρώ άμεσες επενδύσεις στην Ελληνική οικονομία, με μεγάλη διαφορά από τον δεύτερο, η Γερμανία είναι απολύτως λογικό, σε μια περίοδο γεωπολιτικών αναδιατάξεων, να εντάσσει την Ελλάδα σε μια ευρύτερη ζώνη επιρροής. Το ζήτημα είναι αν η Ελλάδα μπορεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε δύο γεωπολιτικούς κύκλους, τα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο, για την οποία η Γερμανία δεν έχει ακόμη αναπτύξει ουσιαστικά κάποια θέση. Εν ολίγοις η Ελλάδα θα βρεθεί σταδιακά ενώπιον διαφορετικών προτεραιοτήτων σε περιοχές όπου δρουν διαφορετικές δυνάμεις, αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση.
Ένα τελευταίο στοιχείο που μπορεί να κρατήσει κάποιος από την επίσκεψη της κ. Μέρκελ είναι η απόλυτη άνεση με την οποία μίλησε. Η καγκελάριος της Γερμανίας ουδέποτε φημιζόταν για το τακτ της. Πάντα έλεγε την άποψή της όσο αντιδημοφιλής και αν ήταν, όσο άσχημα και αν ακουγόταν στον συνομιλητή της. Πέντε Έλληνες πρωθυπουργοί μπορούν να πιστοποιήσουν αυτή την πραγματικότητα. Ωστόσο η στάση της κ. Μέρκελ ήταν ένα βήμα πέρα και από τη συνήθη ωμή ειλικρίνεια της. Καθώς διανύει την τελευταία θητεία της ως καγκελάριος, η κ. Μέρκελ φαίνεται ότι ήδη έχει επιλέξει να αναλάβει έναν νέο ρόλο. Εκείνον του συνηγόρου της Ευρωπαϊκής ενότητας και των επιτευγμάτων του μοντέλου της Ε.Ε., το οποίο αξίζει να επιβιώσει από τα νύχια των λαϊκιστών που επιθυμούν να το αποσυναρμολογήσουν, με αρχή τις επερχόμενες Ευρωεκλογές.