Σε χώρο κρισιμότατων πολιτικών διεργασιών και ζυμώσεων αναμένεται να μετατραπεί το Κοινοβούλιο στην περίπτωση κατά την οποία η συνάντηση των δύο κυβερνητικών εταίρων οδηγήσει τον πρωθυπουργό στην απόφαση να ζητήσει την ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής. «Η κυβέρνηση μπορεί οποτεδήποτε να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής με γραπτή ή προφορική δήλωση του πρωθυπουργού στη Βουλή» (άρθρο 141 §4 του Κανονισμού). «Η κυβέρνηση οφείλει να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Η Βουλή μπορεί με απόφασή της να αποσύρει την εμπιστοσύνη της από την κυβέρνηση» (άρθρο 84 του Συντάγματος), αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Από τη στιγμή που κοινοποιηθεί η βούληση του πρωθυπουργού να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης, η πρόταση «εγγράφεται σε ειδική ημερήσια διάταξη. H συζήτηση αρχίζει μετά δύo ημέρες από την υπoβoλή της και τερματίζεται με ψηφoφoρία», που είναι ονομαστική. Η ψηφοφορία διεξάγεται «αμέσως μόλις τελειώσει η συζήτηση και το αργότερο τη δωδεκάτη νυκτερινή ώρα της τρίτης ημέρας από την έναρξη της συζήτησης, εκτός εάν η κυβέρνηση ζητήσει να αναβληθεί η ψηφοφορία για 48 ώρες» (Σύνταγμα, άρθρο 84 και Κανονισμός, άρθρο 141).
Ως προς το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας: «Πρόταση εμπιστοσύνης δεν μπορεί να γίνει δεκτή αν δεν εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών, η οποία όμως δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερη από τα δύο πέμπτα του όλου αριθμού των βουλευτών», δηλαδή λιγότερων των 120 βουλευτών (Σύνταγμα, άρθρο 84). Υπενθυμίζεται ότι απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, με άλλα λόγια 151, απαιτείται μόνο για την έγκριση πρότασης δυσπιστίας που καταθέτει η αντιπολίτευση. Δεδομένου ότι ο ΣΥΡΙΖΑ διαθέτει 145 βουλευτές, η «ρήτρα» των «120» υπερκαλύπτεται. Αυτό σημαίνει πως αν οι αρνητικές ψήφοι είναι 146, η κυβέρνηση χάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Προς στιγμήν, φάνηκε να δημιουργούνται απορίες για το τι συμβαίνει στο ενδεχόμενο η ψηφοφορία να καταλήξει σε ισοψηφία 150 – 150 και τούτο επειδή ορισμένοι στον δημόσιο διάλογο εξέφρασαν την εκτίμηση πως ένα τέτοιο αποτέλεσμα μπορεί να εκληφθεί ως έκφραση «ανοχής» της εθνικής αντιπροσωπείας προς τον κ. Τσίπρα. Ωστόσο, πολλοί συνταγματολόγοι επισημαίνουν πως δεν μπορεί να ισχύσει κάτι τέτοιο, αφού στα δύο κεντρικά κείμενα της πολιτείας υπάρχουν ρητές αναφορές σε πλειοψηφίες –και όχι σε «ισοψηφία».
Ως «ανοχή» θεωρείται ένα αποτέλεσμα που να δίνει πλειοψηφία μεν στην πρόταση εμπιστοσύνης, αλλά μικρότερη των 151 θετικών ψήφων – κάτι που επιτυγχάνεται αν αρκετοί απουσιάσουν από την ώρα της ψηφοφορίας, και σε μια τέτοια περίπτωση ο οδικός χάρτης θα είναι εκείνος που περιέγραψε ο κ. Τσίπρας: ολοκλήρωση κρίσιμων βημάτων (συμφωνία Πρεσπών, νέα θετικά μέτρα, συνταγματική αναθεώρηση) και «εν ευθέτω χρόνω» προσφυγή στις κάλπες.
Αν το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας είναι αρνητικό και καταδειχθεί ότι η κυβέρνηση «δεν απολαύει της εμπιστοσύνη της Βουλής», τότε ενεργοποιούνται οι διατάξεις που προβλέπουν διερευνητικές εντολές από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στους αρχηγούς των τριών μεγαλύτερων κομμάτων: Τσίπρας, Μητσοτάκης, Γεννηματά – με διάρκεια έως τρεις ημέρες εκάστη, για να διερευνηθεί η δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης από την παρούσα Βουλή. Αν και αυτό ναυαγήσει, τότε ο Πρόεδρος θα ακολουθήσει τα υπόλοιπα προβλεπόμενα βήματα που οδηγούν σε πρόωρες εκλογές.