Πάνε πάνω από δύο χρόνια που, μέσα στην καρδιά της παρατεταμένης κρίσης η οποία μαστίζει τη χώρα μας, δημοσίευσα ένα βιβλίο με τίτλο «Σε τεντωμένο σκοινί: Εθνικές κρίσεις και πολιτικοί ακροβατισμοί από τον Τρικούπη έως τον Τσίπρα» (εκδόσεις Ικαρος) και κύριο στόχο να αναλύσω εάν και κατά πόσον υπάρχουν οι προϋποθέσεις εξόδου από την κρίση και μετάβασης σε πολιτική και κοινωνική ομαλότητα. Η μέθοδος που ακολούθησα ήταν να μελετήσω τις μεγάλες κρίσεις που δοκίμασε η χώρα κατά το παρελθόν και να τις αντιπαραβάλλω με τη σημερινή.
Από αυτήν τη σύγκριση, διαπίστωσα ότι όλες οι ελληνικές κρίσεις σχετίζονται κυρίως και πρωταρχικά με την απονομιμοποίηση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας – κάτι δηλαδή που συμβαίνει όταν μεγάλη μερίδα των πολιτών παύουν να πιστεύουν ότι το δημοκρατικό πολίτευμα μπορεί να λειτουργήσει με τρόπο που να προστατεύει αποτελεσματικά τις ζωές και τις περιουσίες τους. Πηγαίνοντας ακόμη βαθύτερα, ανακάλυψα ότι αυτή η απονομιμοποίηση προέρχεται από τη σύμπτωση τριών επιμέρους παραγόντων που βρίσκονται σε αλληλεξάρτηση: την ακατάλληλη πολιτική ηγεσία, τους σαθρούς πολιτικούς θεσμούς, και την προϊούσα αποδυνάμωση της μεσαίας τάξης.
Λογικά, λοιπόν, η έξοδος από κρίσεις απαιτεί την αναστροφή των τριών αυτών παραγόντων και την έναρξη ενός «ενάρετου κύκλου» πολιτικής, ικανού να δημιουργήσει νέα νομιμοποίηση. Για να συμβεί όμως αυτό, απαιτείται κυρίως η ύπαρξη ενός πολιτικού ηγέτη που διαθέτει όραμα για το μέλλον της χώρας, σχέδιο για την πραγματοποίηση του οράματος, καθώς και έναν πυρήνα επιτελικών συνεργατών που να εξασφαλίζει συνθήκες πολιτικής επιτυχίας.
Τέτοιοι ηγέτες υπήρξαν στο παρελθόν οι Ελευθέριος Βενιζέλος, Αλέξανδρος Παπάγος και Κωνσταντίνος Καραμανλής. Ο πρώτος ανέκοψε μια πολύχρονη σπείρα κρίσης που ξεκίνησε με την πτώχευση του 1893 και κατέληξε στο Κίνημα του Γουδί το 1909. Ο δεύτερος τερμάτισε τη μακρά κρίση που είχε ως αφετηρία το βενιζελικό πραξικόπημα του 1935 και τέλος την πολιτική επικράτηση της Δεξιάς στις εκλογές του 1952. Ο δε τρίτος από τους παραπάνω ηγέτες ανέκοψε οριστικά την πολιτική ανωμαλία που προκάλεσαν οι εκλογές του 1961 και διήρκεσε μέχρι τη Μεταπολίτευση.
Το ερώτημα που ανακύπτει είναι: Μπορεί ο νέος πρωθυπουργός της χώρας να δημιουργήσει φρέσκια πολιτική νομιμοποίηση, οδηγώντας έτσι τη χώρα έξω και μακριά από την κρίση που ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 2008; Ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο μπορούμε σήμερα να απαντήσουμε το ερώτημα είναι μελετώντας ξανά την ιστορική πορεία των ηγετών που προαναφέρθηκαν. Πώς πέτυχαν εκείνοι; Και κατά πόσον οι σημερινές πολιτικές συνθήκες μπορούν να συγκριθούν με τις δικές τους;
Θα ήταν φυσικά αφέλεια να θεωρήσουμε ότι οι Βενιζέλος, Παπάγος και Καραμανλής διέθεταν κάποιο «μαγικό» χάρισμα που τους επέτρεψε να οδηγήσουν τη χώρα σε πολιτική ομαλότητα και δημιουργική ανάπτυξη. Η απλή αλήθεια είναι ότι, παρ’ όλες τις μεγάλες ιδεολογικές διαφορές τους και παρά τις διαφορετικές ιστορικές εποχές που έδρασαν, και οι τρεις αποδείχθηκαν εξαιρετικά ικανοί πολιτικοί ηγέτες επειδή διέθεταν τα εξής πέντε κοινά χαρακτηριστικά.
Πρώτον, όλοι είχαν πλούσιο και επιτυχημένο πολιτικό ή, στην περίπτωση του Παπάγου, στρατιωτικό παρελθόν. Με άλλα λόγια, διέθεταν αυτό που λέμε «πολιτικό κεφάλαιο». Δεύτερον, καθένας από τους τρεις πρόβαλε το δικό του μακρόπνοο εθνικό όραμα. Για τον Βενιζέλο, αυτό ήταν η εθνική ολοκλήρωση και ο εκσυγχρονισμός της χώρας, για τον Παπάγο η εθνικοφροσύνη και η ταχύρρυθμη οικονομική ανάπτυξη, ενώ για τον Καραμανλή η εγκαθίδρυση φιλελεύθερης δημοκρατίας και η ευρωπαϊκή ένταξη. Τρίτον, και οι τρεις ηγέτες δημιούργησαν νέα κόμματα, τα οποία και στελέχωσαν με νέο και σχετικά άφθαρτο πολιτικό προσωπικό: το Κόμμα Φιλελευθέρων του Βενιζέλου, τον Ελληνικό Συναγερμό του Παπάγου και τη Νέα Δημοκρατία του Καραμανλή. Τέταρτον, όλοι τους στηρίχθηκαν εκλογικά στις μεσαίες τάξεις της εποχής τους. Ο Βενιζέλος άντλησε ψήφους κυρίως από τον εμπορικό και μικροβιομηχανικό κόσμο των πόλεων, ο Παπάγος από τους «νοικοκυραίους» που ζούσαν το «θαύμα» της μεταπολεμικής οικονομικής ανάπτυξης, ενώ ο Καραμανλής στηρίχθηκε στις νέες μεσαίες τάξεις με ευρωπαϊκό προσανατολισμό. Τέλος, και οι τρεις ηγέτες διέθεταν σημαντικά διεθνή ερείσματα. Ο Βενιζέλος έχτισε σταθερή συμμαχία με τους Αγγλους, ο Παπάγος στηρίχθηκε στους Αμερικανούς, ενώ ο Καραμανλής έτυχε αμέριστης συμπαράστασης στα πολιτικά του σχέδια από σημαντικές ευρωπαϊκές χώρες.
Με βάση, λοιπόν, αυτήν τη σύντομη ιστορική αναδρομή, ποια μπορεί να είναι η απάντηση στο ερώτημα που έχει τεθεί; Ποιες από τις (ας τις πούμε «ιστορικές») συνθήκες της επιτυχημένης ηγεσίας διαθέτει ο νέος πρωθυπουργός της χώρας; Πρώτα πρώτα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει ήδη συσσωρεύσει σημαντικό πολιτικό κεφάλαιο και εμπειρία τόσο από την εκλογή του ως προέδρου της Νέας Δημοκρατίας όσο και από δύο συνεχόμενους εκλογικούς θριάμβους. Επίσης, διαθέτει ένα αρκετά λεπτομερές κυβερνητικό πρόγραμμα με κεντρικό του πυρήνα την ανάπτυξη των μεσαίων στρωμάτων που επλήγησαν στα χρόνια της κρίσης και που κυρίως στήριξαν την άνοδό του στην εξουσία. Ως προς τον ξένο παράγοντα, ο Μητσοτάκης έχει όλα τα προσόντα για να κερδίσει την υποστήριξή του, όχι μόνο στο πεδίο της οικονομίας αλλά και εκείνο της κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής.
Τα πράγματα είναι μάλλον αμφίσημα όσον αφορά την ηγεσία του κόμματος. Ενώ είναι σαφές ότι ο αρχηγός της Ν.Δ. έχει φροντίσει συστηματικά για τη δημιουργία μιας νέας γενιάς κομματικών στελεχών που θα υλοποιήσουν το πολιτικό του πρόγραμμα, είναι εξίσου σαφές ότι συχνά αντιμετωπίζει εσωτερική αντιπολίτευση από ομάδες που θεωρούν ότι το κόμμα δεν του «ανήκει». Αλλά η σημαντικότερη διαφορά του Μητσοτάκη από τους τρεις ηγέτες που προαναφέρθηκαν βρίσκεται στο οραματικό πεδίο – εκεί, δηλαδή, που το μυαλό των ψηφοφόρων συναντιέται με την καρδιά τους.
Ο Βενιζέλος οραματίστηκε και έγινε σύμβολο του ελληνικού εκσυγχρονισμού, ο Παπάγος της εθνικοφροσύνης, ο Καραμανλής του εξευρωπαϊσμού της χώρας. Προς το παρόν, ο Μητσοτάκης παρουσιάζεται ως φορέας ενός συνετού πολιτικού προγράμματος που θα επιτρέψει την ανάκαμψη της οικονομίας και την επιστροφή σε σχετική πολιτική ομαλότητα. Ομως, σε εποχές μακροχρόνιας κρίσης σαν τη δική μας, ακόμη και το πιο καλοδουλεμένο πολιτικό πρόγραμμα έχει σημαντική πιθανότητα επιτυχίας μόνον αν παρουσιαστεί ενταγμένο μέσα σε ένα μακρόπνοο, συμβολικά φορτισμένο αλλά συνάμα εφικτό πολιτικό όραμα. Αυτό ακόμη φαίνεται να λείπει.
* Ο κ. Τάκης Σ. Παππάς είναι πολιτικός επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο του Ελσίνκι, συγγραφέας του «Populism and Liberal Democracy» (Εκδόσεις Πανεπιστημίου Οξφόρδης, 2019).