Στα 45 χρόνια του πολιτικού βίου του, το ΠΑΣΟΚ έχει περάσει από τρεις διακριτές φάσεις εξέλιξης. Η πρώτη φάση (1974-1993) ήταν του γνήσιου λαϊκισμού, κάτω από τη χαρισματική και πανίσχυρη ηγεσία του Ανδρέα Παπανδρέου. Η δεύτερη φάση, που περιλαμβάνει την τελευταία διακυβέρνηση του Ανδρέα, καθώς και τις δύο συνεχόμενες κυβερνήσεις Σημίτη (1993-2004), χαρακτηρίστηκε από την –τελικά αποτυχημένη– προσπάθεια μετατροπής του ΠΑΣΟΚ σε ένα, έστω κατ’ επίφασιν, σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Η τρίτη, η οποία ξεκίνησε το 2004 και βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη, συνίσταται στην ατελέσφορη προσπάθεια συνύπαρξης σε ενιαίο κόμμα εξουσίας όλων των διαφορετικών τάσεων που αναπτύχθηκαν στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ κατά τη διάρκεια του πρότερου βίου του.
Η κομβική επιλογή του Γιώργου Παπανδρέου στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ το 2004 δεν ήταν παρά η μάταιη προσπάθεια ενός κόμματος, που παρέμενε προσηλωμένο στις παραδόσεις του ιδρυτή του, να αναβιώσει το ένδοξο πολιτικό παρελθόν εμπιστευόμενο τη μοίρα του σε ακόμη έναν Παπανδρέου. Από τότε μέχρι σήμερα, το ΠΑΣΟΚ ακολούθησε πορεία ανεπίστρεπτης παρακμής. Με μοναδική εξαίρεση τη νίκη του 2009, ηττήθηκε σε όλες τις υπόλοιπες εκλογικές αναμετρήσεις. Μάλιστα, στις εκλογές του Ιανουαρίου 2015, τα ποσοστά του κατρακύλησαν κάτω από το 5% και έτσι βρέθηκε να είναι μόλις το έβδομο σε δύναμη κόμμα στη Βουλή. Στο ίδιο διάστημα, δοκίμασε τρεις αρχηγούς, αναγκάστηκε να συγκυβερνήσει με τη Νέα Δημοκρατία, ενώ επίσης επιχείρησε διάφορες άλλες εφήμερες συνεργασίες με κόμματα της Κεντροαριστεράς, κάτω από ελάχιστα ευφάνταστες ταμπέλες – Ελιά, Δημοκρατική Συμπαράταξη (ΔΗΣΥ), Κίνημα Αλλαγής (ΚΙΝΑΛ). Τι έχει απομείνει, λοιπόν, από το πρώην παντοδύναμο ΠΑΣΟΚ και ποιες είναι οι προοπτικές του για το μέλλον;
Θεωρητικά, η πολιτική μακροημέρευση των κομμάτων εξαρτάται από δύο βασικούς παράγοντες: τη σταθερή και συμπαγή δομή τους και την πολιτική τους σημαντικότητα. Η κομματική δομή εμπεριέχει τέσσερα ειδικότερα στοιχεία: την ηγεσία, την οργάνωση βάσης μαζί με το στελεχικό δυναμικό του κόμματος, συγκεκριμένο πολιτικό πρόγραμμα και ένα γενικότερο πολιτικό όραμα για το μέλλον που προτείνει στην κοινωνία. Στις δύο προηγούμενες φάσεις του βίου του, το ΠΑΣΟΚ, αν και σε διαφορετικό κάθε φορά βαθμό, διέθετε και τα τέσσερα αυτά στοιχεία. Κάτω από τις ηγεσίες των Ανδρέα Παπανδρέου και Κώστα Σημίτη, το κόμμα είχε ισχυρή οργάνωση και πληθώρα ικανών στελεχών, σχετικά συγκεκριμένο πολιτικό ρεπερτόριο και θελκτικό όραμα, είτε αυτό λεγόταν «αλλαγή» είτε «εκσυγχρονισμός».
Από το σημερινό ΠΑΣΟΚ, όλα αυτά τα στοιχεία απουσιάζουν. Η αρχηγός του στερείται του πολιτικού βάρους των προκατόχων της και βρίσκεται υπό συνεχή εσωκομματική αμφισβήτηση. Η άλλοτε κραταιά κομματική οργάνωση έχει εξανεμιστεί, ενώ τα πλέον εμβληματικά στελέχη του είτε προσχώρησαν σε αντίπαλα κόμματα (παράδειγμα ο Χρυσοχοΐδης), είτε αποξενώθηκαν από αυτό (παράδειγμα η Διαμαντοπούλου), είτε οδηγήθηκαν εκτός πολιτικής (ο Βενιζέλος). Καθώς, δε, το ΠΑΣΟΚ ούτε πρόγραμμα έχει αλλά ούτε όραμα για τη χώρα, σήμερα μοιάζει περισσότερο με «οίκο ευγηρίας της Κεντροαριστεράς», όπως πολύ πετυχημένα το χαρακτήρισε πρόσφατα ένας καλός δημοσιογράφος.
Αλλά, εκτός από τη σαθρή κομματική του δομή, το σημερινό ΠΑΣΟΚ δεν έχει ούτε σημαντική πολιτική αξία. Τέτοια αξία έχουν τα κόμματα που, έστω και μικρά, χρειάζονται στα μεγαλύτερα κόμματα ως εν δυνάμει εταίροι σε κυβερνήσεις συνεργασίας ή όταν έχουν τη δυνατότητα να παίζουν ρυθμιστικό ρόλο στον εκλογικό ανταγωνισμό.
Στο νέο πολιτικό σκηνικό που προέκυψε από τις εκλογές του Ιουλίου ωστόσο, τίποτε από τα παραπάνω δεν φαίνεται να συμβαίνει. Η Ν.Δ. διαθέτει άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία και μάλλον θα μπορέσει να τη διατηρήσει, έτσι ώστε να μη χρειαστεί να αναζητήσει κυβερνητικούς συμμάχους. Βέβαια, το ΠΑΣΟΚ θα μπορούσε, θεωρητικά, να προσφέρει στην κυβέρνηση, έναντι πολιτικού ανταλλάγματος, όλες τις ψήφους που διαθέτει στη Βουλή για να σχηματιστεί η πλειοψηφία των 180 βουλευτών (158+22=180) που χρειάζεται για την αλλαγή του εκλογικού νόμου. Αυτό, όμως, είναι ένα απίθανο σενάριο, δεδομένου ότι αφενός οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ δεν λειτουργούν συντεταγμένα, αφετέρου διότι, απλούστατα, η επαναφορά της ενισχυμένης αναλογικής δεν συμφέρει ένα μικρό κόμμα σαν το ΠΑΣΟΚ. Αλλά ούτε τον ρόλο ρυθμιστή ανάμεσα στη Ν.Δ. και τον ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να παίξει το ΠΑΣΟΚ, ώστε να προσελκύσει νέους ψηφοφόρους. Τουναντίον, θα παραμείνει ευάλωτο στις αρπακτικές τους διαθέσεις, χωρίς σοβαρή δυνατότητα να ξανακερδίσει τις ψήφους που έχασε στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας.
Στη διάρκεια του πολιτικού βίου του, το ΠΑΣΟΚ βρέθηκε πάντοτε αντιμέτωπο με δύο βασικές επιλογές. Η μία ήταν να παραμείνει προσκολλημένο στον αρχικό του λαϊκισμό· η άλλη, να μεταλλαχθεί σε ένα σύγχρονο φιλελεύθερο κόμμα με χαρακτηριστικά σοσιαλδημοκρατίας. Στην πορεία του, το κόμμα είχε αρκετές ευκαιρίες για να ακολουθήσει τη δεύτερη επιλογή, αλλά είτε δεν το θέλησε είτε, όταν το θέλησε, δεν μπόρεσε να το πετύχει. Το 1974, και ξανά το 1981, ο ίδιος ο ιδρυτής του κόμματος απέρριψε ρητά την επιλογή μιας μετριοπαθούς σοσιαλδημοκρατίας χάριν του λαϊκισμού και της πόλωσης. Ο Σημίτης προσπάθησε να καταπολεμήσει τον λαϊκισμό, αλλά απέτυχε, κυρίως λόγω των ισχυρών αντιδράσεων που αναπτύχθηκαν μέσα στο κόμμα από τους συνεχιστές της ανδρεοπαπανδρεϊκής παράδοσης· το ίδιο συνέβη και επί αρχηγίας Γιώργου Παπανδρέου. Oταν, το 2010, η χώρα μπήκε στην εποχή των μνημονίων, το ΠΑΣΟΚ βρέθηκε χωρίς πυξίδα, αφού η μεν σοσιαλδημοκρατία είχε απορριφθεί, ο δε λαϊκισμός είχε βρει καλύτερους εκφραστές στο νέο κομματικό τοπίο. Σήμερα, που το τοπίο αυτό έχει διαμορφωθεί, το ΠΑΣΟΚ ψάχνει για έναν ρόλο, που όμως δεν φαίνεται να υπάρχει.
Εντέλει, για το ΠΑΣΟΚ και το πολιτικό του κεφάλαιο, φαίνεται να ισχύει το ίδιο που συχνά συμβαίνει με τον μεγάλο οικογενειακό πλούτο. Η πρώτη γενιά τον δημιούργησε, η δεύτερη τον συντήρησε, ενώ η τρίτη τον σπατάλησε και συνεχίζει να τον σπαταλά. Στο τέλος, δεν μένουν παρά μόνον οι οικογενειακές αναμνήσεις.
* Ο κ. Τάκης Σ. Παππάς είναι πολιτικός επιστήμων στο Πανεπιστήμιο του Ελσίνκι. Ανάμεσα στα βιβλία του είναι «Το χαρισματικό κόμμα: ΠΑΣΟΚ, Παπανδρέου, εξουσία» (2009).