Το πρόβλημα της ανισοκατανομής των βαρών που αφορούν την αντιμετώπιση του μεταναστευτικού/προσφυγικού θέματος ανάμεσα στα κράτη-μέλη, αναδείχθηκε για ακόμα μία φορά με τον πλέον σαφή τρόπο, όταν ξέσπασε η πυρκαγιά που κατέστρεψε το κέντρο υποδοχής και ταυτοποίησης (ΚΥΤ) στη Μόρια της Λέσβου.
Λίγες ημέρες πριν από την επίσημη ανακοίνωση της πρότασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το νέο Ευρωπαϊκό Σύμφωνο Μετανάστευσης και Ασύλου –προβλέπεται να δημοσιοποιηθεί στις 23 Σεπτεμβρίου– τα στοιχεία δείχνουν ότι η Ελλάδα σηκώνει εδώ και πολλά χρόνια ένα δυσανάλογο βάρος, τόσο όσον αφορά τα αιτήματα ασύλου που δέχεται και επεξεργάζεται όσο και τον αριθμό των αιτούντων άσυλο που κατά συνέπεια φιλοξενεί. Πάντως, ο αναπληρωτής υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου Γιώργος Κουμουτσάκος τονίζει σχετικά ότι η πρόταση της Επιτροπής αποτελεί «βάση διαπραγμάτευσης». Ωστόσο, για εμάς δεν αρκεί να επικαλούμαστε την αλληλεγγύη στα λόγια, αλλά έχει μεγάλη σημασία το είδος και το μέγεθος αυτής της αλληλεγγύης.
Το πρώτο τρίμηνο του 2020, οι 27 χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης υποδέχθηκαν συνολικά 150.250 αιτήματα ασύλου, δηλαδή 336 αιτήματα ανά εκατομμύριο πληθυσμού. Το μεγαλύτερο ποσοστό των αιτούντων στην Ευρώπη προέρχεται από τη Συρία, 19.290 άτομα και ποσοστό 13% των αιτούντων, και ακολουθεί το Αφγανιστάν με 14.875 άτομα ποσοστό 10% των αιτούντων και 13.035 άτομα από τη Βενεζουέλα, ποσοστό 9%. Πρέπει να σημειωθεί ότι πρόκειται για ένα χρονικό διάστημα όπου οι μεταναστευτικές αφίξεις είναι μειωμένες σε σχέση με άλλους μήνες του έτους λόγω κυρίως του καιρού που δεν διευκολύνει τις μετακινήσεις.
Τα πρωτεία στον αριθμό των αιτήσεων ασύλου στην Ευρωπαϊκή Ενωση έχουν τέσσερις χώρες: η Ισπανία όπου 36.565 άτομα κατέθεσαν αίτημα ασύλου, η Γερμανία όπου κατέθεσαν αίτημα ασύλου 32.320 άτομα, η Γαλλία, οι υπηρεσίες της χώρας υποδέχθηκαν 28.095 αιτήσεις το πρώτο τρίμηνο του χρόνου, και η Ελλάδα που δέχθηκε 20.040 νέα αιτήματα ασύλου στο ίδιο χρονικό διάστημα. Σε αυτήν την κατάταξη η Ελλάδα φαίνεται να έρχεται 4η σε απόλυτους αριθμούς, στην πραγματικότητα όμως το βάρος που έχει επωμιστεί είναι τεράστιο σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες ακόμα και εκείνες που είναι στην πρώτη γραμμή, καθώς είναι χώρες πρώτης υποδοχής όπως η Ισπανία και η Ιταλία. Ενδεικτικά η Ιταλία το ίδιο χρονικό διάστημα δέχθηκε 6.840 αιτήματα ασύλου.
Η μεγάλη επιβάρυνση της Ελλάδας αναδεικνύεται από την αναλογία αιτήσεων ασύλου σε σχέση με τον πληθυσμό της χώρας όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Eurostat: Ετσι η Ισπανία το πρώτο τρίμηνο του 2020 υποδέχθηκε 779 αιτήματα ασύλου ανά εκατομμύριο πληθυσμού, η Γερμανία 389 ανά εκατομμύριο, η Γαλλία 419 ανά εκατομμύριο και η Ελλάδα 1.869 αιτήματα ασύλου ανά εκατομμύριο. Φυσικά και η οικονομική κατάσταση και το ΑΕΠ των συγκεκριμένων χωρών δεν συγκρίνονται με αυτό της Ελλάδας, γεγονός που παίζει ρόλο στον διαμοιρασμό των προσφυγικών βαρών στο πλαίσιο της αλληλεγγύης.
Φυσικά αν λάβουμε υπόψη μας ότι περισσότερο από το 1/3 των αιτημάτων ασύλου στην Ελλάδα κατατίθεται στα ΚΥΤ των νησιών όπου οι αιτούντες παραμένουν υποχρεωτικά έως ότου να εξεταστεί το αίτημά τους, γίνεται αντιληπτό ότι η αναλογία σε σχέση με τον πληθυσμό σε πραγματικές συνθήκες είναι ακόμα μεγαλύτερη όπως και η επιβάρυνση για τις τοπικές κοινωνίες. Την ίδια στιγμή βέβαια πολλές ευρωπαϊκές χώρες παραμένουν πλήρως αμέτοχες και μακριά από το πρόβλημα με κάθε τρόπο. Ενδεικτικά, η Ουγγαρία το πρώτο τρίμηνο του 2020 δέχθηκε 50 αιτήματα ασύλου, η Εσθονία 15 αιτήματα, η Λετονία 45, η Λιθουανία 50, η Τσεχία 215 και η Πολωνία 570.
Το 2019
Λόγω της γεωγραφικής της θέσης, ως χώρα πρώτης υποδοχής προσφύγων και μεταναστών, η Ελλάδα δεν έχει εκ των συνθηκών δικαίωμα επιλογής όσον αφορά τις μεταναστευτικές αφίξεις και τα αιτήματα ασύλου που υποδέχεται. Πολύ περισσότερο καθώς βάσει του Κανονισμού του Δουβλίνου –ο οποίος έχει καταστεί ανενεργός χωρίς ωστόσο και να έχει καταργηθεί– αλλά και άλλων συμφωνιών όπως η κοινή δήλωση Ε.Ε-Τουρκίας απαγορεύεται η μετακίνηση σε άλλη χώρα μεταναστών που φτάνουν στην Ελλάδα. Αντίθετα, πολλά άλλα κράτη-μέλη κρατώντας τα σύνορά τους κλειστά για αιτούντες άσυλο, μπορούν να προσφέρουν «αλληλεγγύη» δίνοντας υλικά ή και χρήματα στην Ελλάδα για να τα βγάλει πέρα με το «πρόβλημα».
Η Ελλάδα σηκώνει το μεγάλο βάρος του προσφυγικού κύματος προς την Ευρώπη εδώ και αρκετά χρόνια. Το 2019, 612.700 αιτούντες άσυλο υπέβαλαν αίτημα διεθνούς προστασίας στα 27 κράτη-μέλη της Ε.Ε. Μάλιστα, την περασμένη χρονιά για πρώτη φορά μετά το 2015, τα αιτήματα ασύλου που υποβλήθηκαν σημείωσαν αύξηση της τάξεως του 12% σε σχέση με το 2018. Πρώτη χώρα προορισμού για αιτούντες άσυλο το 2019 η Γερμανία, που κατέγραψε 142.400 αιτούντες και ακολουθούν η Γαλλία 119.900 αιτούντες, η Ισπανία 115.200 αιτούντες, η Ελλάδα 74.900 αιτούντες.
Αξίζει να σημειωθεί, επίσης, ότι περισσότερο από τα τρία τέταρτα των αιτούντων άσυλο στην Ε.Ε. το 2019 (ποσοστό 77,3%) ήταν κάτω των 35 ετών, ενώ το 47% ανήκε στο ηλικιακό γκρουπ των 18-34 ετών. Το 61,9% όσων αιτήθηκαν άσυλο ήταν άνδρες και το 38,1% γυναίκες. Τέλος, αίτημα ασύλου στην Ε.Ε. κατέθεσαν 14.100 ασυνόδευτοι ανήλικοι το 2019.
Ασυλο δύο «ταχυτήτων»
Τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης δεν αντιμετωπίζουν με ενιαίο τρόπο τα αιτήματα ασύλου που υποδέχονται, με αποτέλεσμα οι αιτούντες να μπαίνουν στον «πειρασμό» να διαλέξουν το κράτος όπου έχουν και τις μεγαλύτερες πιθανότητες να λάβουν προστασία. Ετσι, το 2019 θετική έκβαση για τον αιτούντα είχε το 38% των πρωτοβάθμιων αιτήσεων που εξετάστηκαν συνολικά σε όλη την Ε.Ε. Υψηλά ποσοστά θετικών αποφάσεων είχαν η Ισπανία (66,2% των αιτήσεων που εξετάστηκαν) και ακολουθούν το Λουξεμβούργο (56,7%), η Αυστρία (53,5%) και η Ελλάδα (53,1%). Το μεγαλύτερο ποσοστό απορρίψεων των αιτημάτων ασύλου σε πρώτο βαθμό έχει η Ουγγαρία που απάντησε αρνητικά σχεδόν στο 90% των αιτημάτων. Χαμηλό ποσοστό αναγνώρισης προσφυγικής ιδιότητας και πάντως κάτω από 20% έχουν επίσης η Ιταλία, η Κροατία, η Πολωνία και η Τσεχία. Μετά την απόρριψη σε πρώτο βαθμό οι αιτούντες έχουν δικαίωμα προσφυγής.