Γράφτηκε ξανά αυτές τις μέρες. Όταν ο Μαραντόνα επισκέφθηκε το Βατικανό, μάλωσε με τον Πάπα. «Περίμενα να δω αγίους και βρήκα χρυσούς πολυελαίους! Είδα χρυσές στέγες, και μετά άκουσα τον Πάπα να λέει ότι η Εκκλησία ανησυχεί για τα φτωχά παιδιά. Τότε, φίλε, πούλα τις στέγες και κάνε κάτι!».
Μπορείς λοιπόν να κλαις για τα φτωχά παιδιά και να ζεις κάτω από χρυσές στέγες; Ασημένιες; Στέγες από μαόνι; Ποιο είναι το όριο δηλαδή που δεν σε κάνει υποκριτή;
Μπορείς να ζεις μέσα στην χλιδή της μίζας και να χορεύεις ζεϊμπέκικα για την φτωχολογιά;
Μπορείς να σταυροκοπιέσαι οικογενειακά μπρος τις κάμερες τις προεκλογικές μέρες και τις υπόλοιπες να καταπατάς τις 9 από τις 10 εντολές;
Μπορείς να είσαι ομοφυλόφιλος και να μην έχεις ψηφίσει κανένα από τα νομοσχέδια που τους παρέχουν δικαιώματα;
Μπορείς να είσαι υπουργός Εργασίας και να απασχολείς στο σπίτι σου ανασφάλιστο μετανάστη;
Μπορείς να είσαι πολιτικός που πολεμάει την ιδιωτική εκπαίδευση και τα παιδιά σου να σπουδάζουν σε πανάκριβα ιδιωτικά;
Μπορείς να ζεις χαρές και τραπεζώματα με Αμερικανούς αξιωματούχους και μια φορά το χρόνο να διαδηλώνεις έξω από την πρεσβεία τους φωνάζοντας «Φονιάδες των λαών Αμερικάνοι»;
Μπορείς να έχεις γλιτώσει με δόλιους τρόπους το φανταρικό και να μας λες κάθε τρεις και λίγο «βουρ και τους φάγαμε τους Τούρκους»;
Ναι, και οι οκτώ προηγούμενες αναφορές έχουν ως έμπνευση το ελληνικό πολιτικό περιβάλλον. Πράγματα που ζήσαμε και ζούμε. Με κάποιους να καμαρώνουν γι’ αυτά που κανονικά θα έπρεπε να ντρέπονται.
Όμως δεν είναι μόνο οι βουλευτές και οι Δήμαρχοι.
Το ενάρετο κάστρο της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας με προμαχώνες την παρθενία, την αγαμία, τα προφυλακτικά, τις εκτρώσεις… γκρεμίστηκε με γδούπο πέρυσι τέτοιες μέρες όταν αποκαλύφθηκε ότι εκατοντάδες ανήλικοι έπεσαν θύματα σεξουαλικής κακοποίησης από μέλη της «Λεγεώνας του Χριστού».
Και οι «δικοί» μας; Όλοι αμέμπτου ηθικής; Και οι εκρήξεις ακραίων Μητροπολιτών μας απέναντι στους ομοφυλόφιλους ή και τις γυναίκες, είναι απλώς μια προσκόλληση σε ένα θρησκευτικό μεσαίωνα ή μήπως είναι ένα μίσος για τον άλλο τους εαυτό – όπως θα σου πουν πολλοί ψυχαναλυτές;
Ναι, η αφορμή γιαυτό το podcast ήταν η σύλληψη του Ούγγρου ευρωβουλευτή σε ένα σεξουαλικό όργιο στις Βρυξέλλες. «Γυμνός σε μια υδρορροή» σατίριζε ένα κίτρινο «νέο μέσο». Αλλά δεν μας ενδιαφέρει το χιούμορ των νέων πουριτανών που έχουν κατακλύσει τα social media. Δικαίωμα του να κάνει σεξουαλικά όργια όχι με 10 αλλά με 30 (ενήλικες) άντρες. Το πρόβλημα είναι ότι πρωτοστατεί σε αυτούς που σπρώχνουν την Ουγγαρία σε μια «παλαιού τύπου χριστιανική δημοκρατία» – όπως την ονομάζουν. Το κόμμα του Όρμπαν αρνήθηκε να επικυρώσει ακόμη και την Συνθήκη του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της Βίας εναντίον των Γυναικών.
Όπως και οι δικοί μας Ορμπανιστές – λίγο πιο μαύροι είναι η αλήθεια –αναφωνούσαν «πατρίς θρησκεία οικογένεια» και έκαναν λεφτά από «ροζ ξενοδοχεία». Και δεν είναι μόνο οι ακροδεξιοί και οι φασίστες. Πολύ γέλιο είχε βγάλει το στέλεχος των Εργατικών στο Ηνωμένο Βασίλειο που πολεμούσε με πάθος την αυτοκίνηση και πιάστηκε να χρησιμοποιεί λιμουζίνα για να καλύψει μια απόσταση 300 μέτρων. «Το έκανα γιατί φυσούσε και θα χαλούσε το μαλλί της γυναίκας μου», δικαιολογήθηκε. Όπως γέλιο έβγαλε και ο αριστερός πολέμιος του πλούτου (των άλλων) στην Ιβηρική Χερσόνησο που αγόρασε βίλα εκατοντάδων εκατομμυρίων γιατί είχε σκυλιά και ήθελε κήπο.
Είναι σχεδόν παγιωμένο ότι όσοι είναι στην πολιτική πρέπει να έχουν τουλάχιστον δύο εαυτούς. Έναν δημόσιο και έναν πραγματικό. Και μερικοί προχωρούν ένα βήμα παραπάνω… Και βάζουν τον δημόσιο εαυτό τους να πολεμά τα πάθη, τις αδυναμίες, τις ιδιοτροπίες του πραγματικού τους εαυτού.
Αλλά είπαμε αυτά δεν συμβαίνουν μόνο στην πολιτική. Συμβαίνουν και στην δημοσιογραφία, την θρησκεία, τις τέχνες. Όσοι έχουν δουλειές που εξαρτώνται από τις μάζες -επιτρέψτε μου την χύδην αναφορά αλλά περί αυτού πρόκειται-, τις μάζες προσπαθούν να γοητεύσουν ή τουλάχιστον να μην ενοχλήσουν. Τα ερωτήματα «τι θα πω, τι θα κάνω, τι θα αλλάξω, τι θα κρύψω» («για να αρέσω»), τα απαντούν με τον ίδιο λάθος τρόπο πολλά δημόσια πρόσωπα. Και ανεβαίνουν στις σκηνές με τα προσωπεία των αρχαίων υποκριτών. Πρόσωπα χωρίς ατομικά χαρακτηριστικά, πρόσωπα που τελικά παίρνουν την εικόνα του πλήθους.
Μια οργανωμένη υποκρισία που δεν έχει καμία χάρη αλλά δυστυχώς έχει ακόμη θεατές – και χωρίς λεμονόκουπες, όπως είχε επισημάνει σε ανύποπτο χρόνο ο Γιάννης Τσαρούχης.
Ακούστε εδώ