Είχα την τιμή και την τύχη να γνωρίσω και να συνεργασθώ στενά με τον ομογενή γερουσιαστή Σαρμπάνη, της πολιτείας Μέριλαντ των ΗΠΑ, από τις πρώτες ημέρες της πρεσβευτικής θητείας μου στην Ουάσιγκτον και επί τακτικής εβδομαδιαίας βάσεως καθ’ όλη τη διάρκεια της τετραετούς εκεί παραμονής μου.
Γνωρίζοντας ήδη προ της αναλήψεως των καθηκόντων μου τη δραστηριότητα και τη σημασία του Σαρμπάνη στο Κογκρέσο, είχα σπεύσει να τον συναντήσω αυθημερόν μετά την επίδοση αντιγράφων των διαπιστευτηρίων μου στον Αμερικανό ΥΠΕΞ, που μου παρείχε τυπικά και δεοντολογικά την άνεση επαφών μου με Αμερικανούς αξιωματούχους. Από την πρώτη στιγμή αντελήφθην ότι η φήμη που τον περιέβαλλε, σχετικά με τον αγώνα του προβολής και εξασφαλίσεως υποστηρίξεως των ελληνικών θέσεων στα πολλά και περίπλοκα προβλήματα στα οποία υπήρχε –κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο– αμερικανική εμπλοκή, αντικατόπτριζε απόλυτα την πραγματικότητα.
Επρόκειτο αναμφίβολα για πολιτικό ευπατρίδη της πολιτικής και για προσωπικότητα ιδιαίτερου πολιτικού και ηθικού κύρους, εξαιρετικής σοβαρότητος και μετριοπάθειας, με συνακόλουθη βαρύνουσα και αποφασιστική επιρροή μεταξύ των συναδέλφων του στη Γερουσία. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι, όπως επιβεβαίωσα σε πλείστες περιπτώσεις συν τω χρόνω, πολλοί εξ αυτών από τους οποίους έκρινα χρήσιμο να ζητήσω τη θετική ανταπόκρισή τους, στα κατά περίσταση αιτήματά μας, με διέκοπταν πριν καν αναπτύξω την όποια επιχειρηματολογία μου, λέγοντας ότι τους είχε ήδη ενημερώσει ο Σαρμπάνης, τον οποίον στα θέματα ειδικότερου ελληνικού ενδιαφέροντος ακολουθούν «με κλειστά μάτια».
Ημουν έκτοτε, και εξακολουθώ φυσικά να είμαι, ανεπιφύλακτα πεπεισμένος ότι ο Σαρμπάνης αποτέλεσε για πολλές δεκαετίες την ψυχή και τη ραχοκοκαλιά του λεγόμενου ελληνοαμερικανικού λόμπι στο πλαίσιο του αμερικανικού νομοθετικού σώματος, όπως, θα πρέπει να τονισθεί, υπήρξε ανάλογος υπέρμαχος πυλώνας και απολογητής των ελληνικών συμφερόντων στους κύκλους των διαδοχικών αμερικανικών προεδρικών διοικήσεων ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος, έστω και αν ο τελευταίος δεν μπόρεσε για καιρό να αποφύγει την ιδιοτελή, καιροσκοπική και μυωπική μικρότητα της ελλαδικής πολιτικής, και όχι μόνον, τάξεως.
Αυτό που είχε πρωταρχική σημασία για την ευόδωση των προσπαθειών του Σαρμπάνη, κυρίως στον τομέα των διμερών ελληνοτουρκικών προβλημάτων, αλλά βεβαίως και του Κυπριακού, και που δεν έχει επαρκώς αναγνωρισθεί και υπογραμμισθεί, ήταν η πειστική, πιστεύω, γραμμή την οποίαν ακολουθούσε επίμονα ότι η υποστήριξη των ελληνικών θέσεων από τις ΗΠΑ δεν εξυπηρετούσε τα ελληνικά μόνο συμφέροντα, αλλά κυρίως τα αμερικανικά, καθ’ ο μέτρο δεν χωρούσε αμφισβήτηση ότι οι διμερείς ελληνοαμερικανικές ή οι διμερείς ελληνοτουρκικές σχέσεις έχουν, παρά τη διμερή επιφανειακά μορφή τους, τριγωνική διάσταση και επηρεάζονται άμεσα από κάθε σχετική αμερικανική απόφαση. Τη γραμμή άλλωστε αυτή φαίνεται να έχουν υιοθετήσει, εξ όσων αντιλαμβάνομαι, και οι σύγχρονες φωνές στελεχών του Κογκρέσου, που αξιούν, ακριβώς προς διαφύλαξη των ευρύτερων αμερικανικών συμφερόντων, μια άκρως επιφυλακτική και επικριτική ή και τιμωρητική αμερικανική στάση έναντι των ποικίλων τουρκικών ενεργειών.
Μια άλλη πλευρά της προσωπικότητας του Σαρμπάνη που αξίζει να επισημανθεί, γιατί και ο ίδιος δεν είχε αφήσει ποτέ να δημοσιοποιηθεί, ήταν η εντυπωσιακή αξιοπρέπεια με την οποία αντιμετώπιζε διάφορες αήθεις επιθέσεις ορισμένων ομογενειακών παραγόντων που δεν δίσταζαν να τον κατηγορούν για «εθνική προδοσία και μειοδοσία», επειδή έκρινε ότι δεν ήταν σκόπιμη η προώθηση στη Γερουσία της πασιφανώς ανέφικτης, άλλωστε, αποφάσεως για βίαιη αμερικανική εκδίωξη των τουρκικών κατοχικών στρατευμάτων από την Κύπρο!
Με ανάλογη, εξάλλου, αξιοπρέπεια μιλούσε, αν και σπάνια, ο Σαρμπάνης για τις δυσκολίες που του δημιουργούσαν στο έργο του, μεταξύ των συναδέλφων του, οι κατά καιρούς αντιαμερικανικές πολιτικές και δημαγωγικές εξάρσεις στην Αθήνα, τις οποίες επιχειρούσε πάντοτε να δικαιολογήσει ως προκαλούμενες ακριβώς από το εύλογο παράπονο της ελληνικής κοινής γνώμης ότι η χώρα μας δεν ετύγχανε της συνδρομής που άξιζε και περίμενε από τις ΗΠΑ.
Κατά τα λοιπά, πάντως, οι σχέσεις του Σαρμπάνη με την Αθήνα και με τους εκάστοτε πρωθυπουργούς που παγίως απέδιδαν προσοχή στις απόψεις τις οποίες τους εξέθετε με παρρησία, αδιακρίτως άλλων υπολογισμών, υπήρξαν ευτυχώς ανέφελες, όσο τουλάχιστον τις βίωσα προσωπικά, χωρίς ο ίδιος να επιζητήσει ποτέ κάποια ιδιαίτερη μεταχείριση, αναγνώριση ή τιμή. Και στο πλαίσιο αυτό, οφείλω να πω ότι αισθάνθηκα ξεχωριστή ικανοποίηση όταν πληροφορήθηκα, προ ετών, την απονομή στον Σαρμπάνη του Μεγαλοσταύρου του Φοίνικος από τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κάρ. Παπούλια, στον οποίον συμπτωματικά είχα εισηγηθεί όταν ήταν υπουργός Εξωτερικών την επιδαψίλευση κάποιας τιμητικής διακρίσεως στον κατ’ εξοχήν προασπιστή της Ελλάδος στις ΗΠΑ, χωρίς τη φωνή του οποίου λιγοστά θα ήταν τα απτά αποτελέσματα του ελληνικού λόμπι.
* Ο κ. Χρήστος Ζαχαράκις είναι πρέσβης ε.τ.