Το σχέδιο ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία, γνωστό ως έκθεση Πισσαρίδη, περιλαμβάνει το κεφ. 4.4 για την Υγεία. Από τις επτά σελίδες του σχετικού κεφαλαίου, οι πέντε αφορούν επισημάνσεις και μόνο δύο σελίδες κατευθυντήριες προτάσεις. Παρά τη δυσανάλογη κατανομή επισημάνσεων και προτάσεων, το σύνολο του κειμένου χαρακτηρίζεται από σωστές τοποθετήσεις.
Στις επισημάνσεις, ιδιαίτερη βαρύτητα αποδίδεται στις διαχρονικές παθογένειες της υποχρηματοδότησης και υποστελέχωσης του ΕΣΥ, και κυρίως στην ανορθολογική κατανομή των υλικών και ανθρώπινων πόρων του. Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά την ελλιπή και στρεβλή χρηματοδότηση του συστήματος υγείας, η ιδιωτική δαπάνη υγείας αντιστοιχεί στο 40% του συνόλου των δαπανών υγείας, καθιστώντας το ελληνικό σύστημα υγείας ένα από τα πιο ιδιωτικοποιημένα, και επομένως κοινωνικά άδικα, συστήματα υγείας διεθνώς.
Ενδιαφέρον, επίσης, παρουσιάζει η έκθεση στο σημείο όπου επισημαίνονται ως συγκριτικά πλεονεκτήματα του συστήματος η άμεση πρόσβαση σε γιατρούς και ο παιδικός εμβολιασμός, ενώ στα μειονεκτήματα οι χαμηλές επιδόσεις στην πληροφόρηση και στα δικαιώματα των ασθενών, στους οικογενειακούς γιατρούς, στις λίστες αναμονής για καρκινοπαθείς, στις μεταμοσχεύσεις, στις άτυπες πληρωμές, στην υψηλή κατανάλωση αντιβιοτικών, στην καθυστερημένη εισαγωγή καινοτόμων φαρμάκων. Σημαντική υστέρηση καταγράφεται και στον τομέα της ψηφιακής υγείας, όπου η Ελλάδα κατατάσσεται στην 23η θέση μεταξύ των 27 χωρών της Ε.Ε.
Εκτός από αυτά τα μειονεκτήματα, ως βασικές παθογένειες του συστήματος αναφέρονται η απουσία μηχανισμού αξιολόγησης, ελέγχου και ποιότητας στις μονάδες υγείας, η απουσία οργανωμένου συστήματος πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, η έλλειψη σύγχρονων μονάδων περίθαλψης (νοσηλεία στο σπίτι, κέντρα αποκατάστασης, μονάδες χρονίως πασχόντων κ.ά.), η σύνθεση της φαρμακευτικής δαπάνης, καθώς και τα εμπόδια επένδυσης στον κλάδο του φαρμάκου.
Οι προτάσεις πολιτικής περιλαμβάνουν τέσσερις ενότητες: α) Εκσυγχρονισμό και αναβάθμιση του νοσοκομειακού τομέα με πέντε προτάσεις, β) ενίσχυση της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας (ΠΦΥ) με δύο προτάσεις, γ) ψηφιοποίηση του τομέα υγείας με επτά προτάσεις και δ) φαρμακευτική πολιτική με επτά προτάσεις.
Το ότι προτάσσεται το νοσοκομείο της ΠΦΥ, αλλά και οι λίγες σχετικά προτάσεις για την ΠΦΥ, η οποία αποτελεί τον αδύναμο κρίκο του ΕΣΥ αντί για τη ραχοκοκαλιά του, συμβάλλει στη διαιώνιση του νοσοκομειοκεντρικού χαρακτήρα του υφιστάμενου συστήματος. Από τις προτάσεις που περιλαμβάνει η ενότητα για τα νοσοκομεία, ξεχωρίζουν η αύξηση της διοικητικής και οικονομικής αυτονομίας των δημόσιων νοσοκομείων και η διασύνδεσή τους με τον ΕΟΔΥ μέσω προγραμματικών συμβάσεων, η ορθολογική κατανομή ανθρώπινων και υλικών πόρων, η ανάπτυξη της συνεργασίας δημόσιου και ιδιωτικού τομέα υγείας. Από την άλλη, απουσιάζουν αναγκαίες προτάσεις για την αλλαγή του ασφυκτικού θεσμικού καθεστώς των νοσοκομείων ως ΝΠΔΔ, καθώς και των αναχρονιστικών και αντιπαραγωγικών εργασιακών σχέσεων, ιδίως των γιατρών.
Σε ό,τι αφορά την ΠΦΥ, θα βοηθούσε η ύπαρξη πιο συγκεκριμένων προτάσεων για την υιοθέτηση της οικογενειακής ιατρικής, για την οργάνωση των τοπικών δικτύων ΠΦΥ με τη συμμετοχή της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και του συμβεβλημένου ιδιωτικού τομέα, καθώς και για την ανάπτυξη της ειδικότητας της γενικής/οικογενειακής ιατρικής. Οι ενότητες της ψηφιακής υγείας και του φαρμάκου, όπου και επικεντρώνονται οι περισσότερες προτάσεις, είναι αρκετά πλήρεις και εύστοχες θέτοντας σε προτεραιότητα αφενός τον ηλεκτρονικό φάκελο ασθενούς (ΗΦΑ) και την έξυπνη υγεία (smart health) και αφετέρου την αύξηση της διείσδυσης των γενόσημων φαρμάκων και τη βελτίωση της πρόσβασης σε νέα καινοτόμα φάρμακα.
Από την έκθεση, όμως, λείπουν τρεις σημαντικές ενότητες προτάσεων για: τη χρηματοδότηση, τη διοίκηση και τη δημόσια υγεία. Η συνεχής επίκληση της αύξησης της δημόσιας δαπάνης υγείας δεν αρκεί. Στη μελέτη της διαΝΕΟσις «Το νέο ΕΣΥ», που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα, αναφέρονται, μεταξύ άλλων, προτάσεις για τον εξορθολογισμό των τιμών, τη μετατροπή του ΕΟΔΥ σε ενιαίο μοναδικό πληρωτή, την ενσωμάτωση των ιδιωτικών πληρωμών και παραπληρωμών στην επίσημη χρηματοδοτική διαδικασία, τη μετατόπιση μέρους των δαπανών από τον ιδιωτικό στον δημόσιο τομέα.
Αλλά ακόμη και εάν βρεθούν τα αναγκαία χρήματα, δύσκολα θα αξιοποιηθούν αποτελεσματικά, εάν δεν υπάρξει σύγχρονη και αξιοκρατική διοίκηση σε όλα τα επίπεδα. Το ΕΣΥ πρέπει να αποκτήσει κεντρικό όργανο σχεδιασμού, συντονισμού και αξιολόγησης, οι υγειονομικές περιφέρειες να αντιστοιχηθούν με τις διοικητικές, οι μονάδες, ακόμη και οι κλινικές και τα εργαστήρια, να αποκτήσουν ουσιαστικές διοικητικές αρμοδιότητες.
Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί πως στην έκθεση δεν υπάρχει αναφορά στον ιδιαίτερα παραμελημένο τομέα της δημόσιας υγείας, ο οποίος αποτελεί διακριτό από το ΕΣΥ πυλώνα του συστήματος. Είναι ο πυλώνας που περιλαμβάνει, εκτός από την πρόληψη και την προαγωγή υγείας, την προστασία της υγείας, η οποία και είναι αρμόδια για την αντιμετώπιση και των επιδημιών. Η σύγχρονη δημόσια υγεία προϋποθέτει ισχυρή διακυβερνητική διοίκηση, καθώς και καλά στελεχωμένες υπηρεσίες σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, κάτι που δεν διαθέτει η χώρα μας.
* Ο κ. Γιάννης Τούντας είναι καθηγητής Ιατρικής.