Χρωστάμε σε όσους ήρθαν,
θαρθούνε, θα περάσουν.
Κριτές θα μας δικάσουν
οι αγέννητοι, οι νεκροί.
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
H Εκθεση της Επιτροπής Πισσαρίδη είναι σημαντική. Εξ ου και το Δ.Σ. της Ενώσεως των Δικαστικών Λειτουργών του ΣτΕ έλαβε την απόφαση να διατυπώσει δημοσίως τις ακόλουθες, αδρομερέστατες και ελλειπτικές κατ’ ανάγκην, παρατηρήσεις επί του μέρους εκείνου της Εκθέσεως που αφορά την ελληνική Δικαιοσύνη.
Η Επιτροπή Πισσαρίδη, έχοντας αναλάβει να εκπονήσει ένα «Σχέδιο ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία», ευλόγως περιέλαβε στους προβληματισμούς της τους δικαιοδοτικούς θεσμούς του κράτους. Ευλόγως, διότι ενώπιον αυτών άγονται προς κρίση επιχειρηματικά επενδυτικά σχέδια και πολυάριθμες διαφορές που η επιχειρηματική δράση γεννά. Αλλά, πέραν αυτών, και διότι με την εφαρμογή πλήθους νομοθετημάτων (εμπορικού, φορολογικού, αστικού, διοικητικού, οικονομικού, χωροταξικού-πολεοδομικού, δημοσιονομικού, ακόμα και του ποινικού δικαίου), που είτε ευθέως ρυθμίζουν είτε αμέσως ή εμμέσως επηρεάζουν την επιχειρηματική δράση, η Δικαιοσύνη ασκεί επιρροή στην οικονομική ζωή της χώρας.
Κανένα από όσα προβλήματα η Επιτροπή επισημαίνει δεν είναι ανύπαρκτο, και κανένα από αυτά δεν δραματοποιεί υπερβαλλόντως. Αντιθέτως, η στεγνή, τεχνοκρατική γλώσσα στην οποία εκφράστηκε δεν αναδεικνύει τη δραματική ένταση ενός εκάστου προβλήματος και την τραγική συνολική κατάσταση που όλα από κοινού ανέκαθεν προκαλούν.
Ποιος νηφάλιος και αμερόληπτος παρατηρητής της ελληνικής Δικαιοσύνης θα μπορούσε να διαφωνήσει με τις παρατηρήσεις της Επιτροπής ότι «η γεωγραφική κατανομή των δικαστηρίων είναι προβληματική» [όπερ σημαίνει ότι η χώρα έχει δικαστήρια σε πόλεις όπου δεν θα έπρεπε (πλέον) να έχει]· ότι η μηχανογράφηση των υπηρεσιών πολλών δικαστηρίων υστερεί τραγικά με οποιοδήποτε κριτήριο και αν κριθεί· ότι στα ελληνικά δικαστήρια οι δικαστικοί υπάλληλοι είναι κατά δεκάδες εκατοντάδες λιγότεροι των δικαστών και των εισαγγελέων· ότι η (ενδοϋπηρεσιακή) αξιολόγηση [και ο πειθαρχικός έλεγχος, πρέπει να προσθέσουμε] των δικαστικών λειτουργών δεν είναι η βέλτιστη δυνατή και χρήζει βελτιώσεως· ότι η πολυνομία και, ιδίως, η κακονομία είναι συχνά η αιτία προκλήσεως δικών· ότι η νομική κατάρτιση των Ελλήνων δικαστικών λειτουργών, αν και είναι σε «υψηλό επίπεδο», χρήζει μεταρρυθμίσεως ώστε να περιλαμβάνει γνώσεις οικονομικών, λογιστικής, χρηματοοικονομικών και ανταγωνισμού [και όχι μόνον αυτών, πρέπει να προσθέσουμε]· ότι «το εύρος των προαγωγών στις ανώτατες δικαστικές θέσεις που βρίσκεται στη δικαιοδοσία της εκάστοτε κυβέρνησης θα μπορούσε [απαιτείται, θα λέγαμε] να επανεξεταστεί»· ότι οι περισσότεροι των θεσμών εξωδικαστικής επιλύσεως διαφορών υπολειτουργούν και ότι θα έπρεπε να ευρεθούν λυσιτελείς τρόποι να ενισχυθούν, ώστε να αποτρέπουν, κατά τον μέγιστο δυνατόν βαθμό, την προσφυγή στα δικαστήρια· ότι ενδείκνυνται [κατ’ αρχάς, θα λέγαμε] «η δημιουργία ειδικών τμημάτων στα δικαστήρια» που έχουν αρμοδιότητα επί υποθέσεων, των οποίων η εκδίκαση «απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις από τους δικαστές».
Οι ανωτέρω εποικοδομητικές κριτικές διαπιστώσεις της Επιτροπής Πισσαρίδη είναι ορθές. Ωστόσο, η Εκθεση πάσχει από ελλείψεις, οι οποίες δε συμβάλλουν, αν δεν αποτρέπουν, την επιχείρηση των αληθινά ρηξικέλευθων μεταρρυθμίσεων που απαιτούνται. Οι ελλείψεις αυτές στοιχούν σε ισάριθμες παραλείψεις. Τις εξής:
Η Επιτροπή Πισσαρίδη παραλείπει να αναδείξει το κύριο, οξύτατο πρόβλημα των περισσοτέρων, ιδίως δε των μεγάλων, ελληνικών δικαστηρίων που δεν είναι άλλο από εκείνο του υπερβολικού αριθμού των κατ’ έτος νέων διαφορών που άγονται προς επίλυση ενώπιόν τους. Το πρόβλημα δηλαδή που συνίσταται στο ότι η δικαστική ύλη ανέρχεται σε ιλιγγιώδη μεγέθη, χωρίς να εμφανίζει σταθερές, παρά μόνον συγκυριακές, τάσεις υποχωρήσεως. Αντιθέτως, βαίνει διογκούμενη.
Το πρόβλημα αυτό, όμως, δεν είναι παρά μόνον ορατό σύμπτωμα. Τα αίτιά του πρέπει να αναζητηθούν σε δύο άλλα βαθύτερα, πρωταρχικά, προβλήματα τα οποία η Επιτροπή Πισσαρίδη επίσης παρέλειψε να αναδείξει.
Το ένα από αυτά είναι ο ελλιπής και παρωχημένος τρόπος με τον οποίο ο Ελληνας νομοθέτης ρυθμίζει και τα ελληνικά δικαστήρια υπολογίζουν και επιμερίζουν, μεταξύ των διαδίκων, τη δικαστική δαπάνη εκάστης δίκης. Το ζήτημα, δηλαδή, ποιος διάδικος, σε ποιο βαθμό και υπό ποιες προϋποθέσεις φέρει το βάρος να καταβάλει στον αντίδικό του τη δαπάνη στην οποία αυτός υποβλήθηκε για να συμμετάσχει, εκών ή άκων, στη δίκη. Οσο η δικαστική δαπάνη παραμένει χαμηλή, τόσο θα εξακολουθεί να μην υπάρχει, στην ελληνική έννομη τάξη, αντικίνητρο στην εύκολη και καιροσκοπική προσφυγή στη Δικαιοσύνη.
Το άλλο –και σημαντικότερο– πρόβλημα που παρέλειψε να αναδείξει η Επιτροπή Πισσαρίδη, είναι το κοινωνικό φαινόμενο της πληθώρας των κατόχων πανεπιστημιακού τίτλου νομικών σπουδών, οι οποίοι ασκούν τα επαγγέλματα του δικηγόρου και του δικαστικού λειτουργού. [Η Ελλάδα είναι πρώτη μεταξύ των χωρών του Συμβουλίου της Ευρώπης σε ό,τι αφορά την αναλογία δικηγόρων (388 ανά 100.000 κατοίκους), σε ό,τι δε αφορά την αναλογία δικαστών ανήκει μεταξύ των χωρών με τον μεγαλύτερο αριθμό δικαστών (25,8 δικαστές ανά 100.000 κατοίκους εν σχέσει προς τον μέσον όρο (21,5)].
Αν και το φαινόμενο αυτό δεν είναι νέο, (παρεπιδημεί στη χώρα μας ήδη από τον 19ο αιώνα) ούτε περιορίζεται δυστυχώς μόνο στα νομικά επαγγέλματα, συμβάλλει στην υπέρμετρη διόγκωση της δικαστικής ύλης, προκαλώντας, περαιτέρω, την παράλυση των δικαστικών θεσμών και εν τέλει, τη βραδεία απονομή του δικαίου. Οπως και σε άλλα επαγγέλματα (π.χ. στα ιατρικά), η αυτοσυντήρηση όσων τα ασκούν προκαλεί ζήτηση εν πολλοίς τεχνητή – είτε πρόκειται για ζήτηση ανωφελών και πάντως όχι αναγκαίων ιατρικών εξετάσεων και συνταγογραφήσεων, είτε για ζήτηση προπετών, αβασάνιστων, ακόμα και στρεψόδικων προσφυγών στα δικαστήρια, που οι μεν παραλύουν τα δημόσια συστήματα υγείας, οι δε τα συστήματα Δικαιοσύνης.
Το παθολογικό φαινόμενο όμως της τεχνητής ζήτησης δικαστικών υπηρεσιών από το κράτος δεν λύνεται με ενίσχυση της προσφοράς, δηλαδή με αύξηση του αριθμού δικαστών και εισαγγελέων, αλλά με τολμηρές μεταρρυθμίσεις βραχυπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης αποδόσεως, οι οποίες θα αντιμετωπίζουν τελεσφόρα και τα δύο προαναφερόμενα πρωταρχικά προβλήματα της ελληνικής Δικαιοσύνης.
Γνωρίζουμε ότι η αθρόα, κατά χιλιάδες προσφυγή στα δικαστήρια και η κατ’ έτος πρόκληση εκατοντάδων χιλιάδων νέων δικών έχει και αίτια που ευρίσκονται εκτός των νομικών επαγγελμάτων· έχουμε όμως τη βεβαιότητα ότι τα σημαντικότερα ευρίσκονται εντός αυτών. Ευρίσκονται πρωτίστως στις νοο-τροπίες και στις συνειδήσεις Ελλήνων δικαστών, εισαγγελέων και δικηγόρων, οι οποίες αποτρέπουν ή πνίγουν την εκδήλωση σχεδόν κάθε μεταρρυθμιστικής προσπάθειας, ακόμα και όταν καμιά τους δεν βλάπτει υφιστάμενα οικονομικά συμφέροντα παρά μόνον αυτές τούτες τις νοο-τροπίες και συνειδήσεις, που γνωρίζουν να υπερασπίζονται πεισματικά μόνον ό,τι γνωρίζουν και μόνον ό,τι βιώνουν.
Αν συνεχίσουμε να ολιγωρούμε, είναι βέβαιο, ότι με το παράδειγμα που θα δώσουμε στις επόμενες γενιές Ελλήνων νομικών, οι απόγονοί μας θα γιορτάσουν τα τριακοσιοστά γενέθλια του ελληνικού Κράτους χωρίς να έχουν επιλύσει τα προβλήματα λειτουργίας του που σέρνονται, μέχρι σήμερα, ανεπίλυτα από τον 19ο αιώνα. Τον αιώνα ο οποίος, πάντως –και τούτο πρέπει να το αναγνωρίσουμε στους προγόνους μας που τον ενσάρκωσαν– ήταν αυτός που με Αγώνα ζωής και θανάτου δημιούργησε το ελληνικό κράτος και επίμοχθα καθίδρυσε πολλούς από τους ακόμα ισχύοντες και άξιους να διατηρηθούν θεσμούς του. Αν θέλουμε ειλικρινώς να τιμήσουμε ό,τι κατόρθωσαν και ό,τι μας κληροδότησαν οι δημιουργοί και θεμελιωτές της νεότερης Ελλάδας, οφείλουμε να συγχρονίσουμε τους θεσμούς του κράτους μας με τις ανάγκες, τις ευαισθησίες και τη γνώση της εποχής μας.
* Ο κ. Παναγιώτης Κ. Τσούκας είναι Σύμβουλος της Επικρατείας.
Ο κ. Ευάγγελος Αργυρός είναι πάρεδρος ΣτΕ.
Ο κ. Κωνσταντίνος Γεωργακόπουλος είναι εισηγητής ΣτΕ.
Ο κ. Ιωάννης Ρόκας είναι πάρεδρος ΣτΕ.
Ο κ. Δημήτριος Τομαράς είναι πάρεδρος ΣτΕ.
Απαντες μέλη του Δ.Σ. της Ενώσεως Δικαστικών Λειτουργών του ΣτΕ.