Μπορούμε, επιτέλους, να μιλήσουμε κάποτε σοβαρά σε αυτόν τον τόπο; Μπορούμε για μια φορά να δείξουμε ωριμότητα και να υπερβούμε τα γελοία «#ΝΔ_παιδεραστές» και «#ΣΥΡΙΖΑ_QAnon»; Μπορούμε να συζητούμε ουσιαστικά την πολιτική διάσταση μειζόνων κοινωνικών θεμάτων χωρίς να την εγκλωβίζουμε στην κομματική τιτανομαχία για κατίσχυση; Δεν είμαι βέβαιος, αλλά αξίζει να προσπαθήσουμε.
Είμαι σίγουρος ότι ουδείς σοβαρός άνθρωπος πιστεύει ότι τα σεξουαλικά εγκλήματα έχουν κομματικό πρόσημο. Εχουν, όμως, πολιτική διάσταση. Δεν είναι, ωστόσο, αυτή που συνήθως αναδεικνύει κάθε φορά η εγχώρια κομματική κοκορομαχία. Για να εντοπίσουμε την πολιτική διάσταση με διαύγεια χρειαζόμαστε αμεροληψία και καλοπιστία. Ας τα πάρουμε με τη σειρά.
Πρώτον, τα σεξουαλικά εγκλήματα λαμβάνουν χώρα εκεί που υπάρχουν ασύμμετρες σχέσεις εξουσίας. Πρόκειται για ένα βαθιά πολιτικό – θεσμικό ζήτημα, που δεν αφορά όμως τον κομματικό ανταγωνισμό ισχύος. Το φεμινιστικό κίνημα ήταν αυτό που πρώτο ανέδειξε την πολιτική (υπερ-ταξική, υπερ-εθνική, υπερ-κομματική) διάσταση των έμφυλων σχέσεων. Τα συναφή ερωτήματα είναι: τι νόμοι και θεσμικοί έλεγχοι υπάρχουν για να αποτρέπεται, κατά το δυνατόν, η διάπραξη σεξουαλικών εγκλημάτων και παρενοχλήσεων; Πώς θα ενδυναμωθεί η φωνή των θυμάτων; Πώς θα αποδίδεται πληρέστερα η δικαιοσύνη; Αν τα κόμματα διαθέτουν ικανότητα σοβαρού προβληματισμού, αναμένουμε να δούμε τις προτάσεις τους.
Δεύτερον, όταν ο επικεφαλής δημόσιου οργανισμού αξιόπιστα καταγγελθεί για διάπραξη σεξουαλικών εγκλημάτων, ποια είναι η πολιτική ευθύνη του αρμόδιου υπουργού; Αν ο υπουργός γνώριζε το ιστορικό των φερόμενων ειδεχθών πράξεων και τις συγκάλυψε, έχει τεράστιες ευθύνες. Ουδείς, ωστόσο, απέδειξε ότι η υπουργός Πολιτισμού κ. Μενδώνη προέβη σε συγκάλυψη. Ο καλόπιστος παρατηρητής οφείλει, κατ’ αρχάς, εύλογα να την πιστώσει με άγνοια αναφορικά με τη σεξουαλική ζωή του κ. Λιγνάδη.
Δεν έχει, λοιπόν, πολιτικές ευθύνες η υπουργός Πολιτισμού; Εχει, αλλά όχι αυτές που η κομματική μικρόνοια συνήθως της αποδίδει ή χυδαία υπονοεί. Οι ευθύνες της είναι δύο: πρώτον, συνέχισε τη μακρά ελληνική παράδοση ευνοιοκρατίας (με διαχρονική ευθύνη όλων των κυβερνητικών κομμάτων) και, δεύτερον, δεν επέδειξε την αναμενόμενη ηγετική ευθυκρισία. Εξηγούμαι.
Ο Δ. Λιγνάδης διορίστηκε καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου χωρίς να προηγηθεί δημόσια προκήρυξη της θέσης – ήταν ένας προσωποπαγής διορισμός. Τα καλλιτεχνικά του προσόντα ήταν, βεβαίως, αδιαμφισβήτητα. Αλλά εξίσου αδιαμφισβήτητα ήταν και τα προσόντα άλλων ανθρώπων του θεάτρου, όπως του κ. Λιβαθινού (προκάτοχος του κ. Λιγνάδη), του κ. Χατζάκη κ.λπ. Γιατί ο Λιγνάδης;
Υπό κανονικές συνθήκες, η ευνοιοκρατία θα περνούσε απαρατήρητη (όπως και πέρασε, μέχρι το ξέσπασμα του σεξουαλικού σκανδάλου Λιγνάδη – η υψηλή καλλιτεχνική φήμη του κ. Λιγνάδη συσκότισε τον ευνοιοκρατικό διορισμό του). Τώρα, όμως, που οι προβολείς αποκαλύπτουν τις σκοτεινές όψεις του προσώπου που κατέλαβε σημαντική θέση ευθύνης, προκύπτουν σοβαρά ερωτήματα αναφορικά με τη διαδικασία διορισμού του. Είδαμε κάτι που έχουμε εθισθεί ως κοινωνία εσχάτως να μην προσέχουμε – την αριστοκρατική ευνοιοκρατία.
Γιατί η υπουργός Μενδώνη ανέστειλε την προκήρυξη της θέσης του καλλιτεχνικού διευθυντή που είχε δρομολογήσει η προηγούμενη κυβέρνηση; Γιατί, ακόμη χειρότερα, η υπουργός ανακοίνωσε ότι θα προκήρυσσε τη θέση μετά τη λήξη της θητείας Λιγνάδη (βλ. «Καθημερινή», 14/8/2019); Δείτε την αλληλουχία των γεγονότων: αναστολή προκήρυξης, απευθείας διορισμός, σχέδιο για προκήρυξη μετά τον τερματισμό της θητείας του ευνοηθέντος. Δεν είναι η πρώτη, ούτε πιθανότατα η τελευταία, φορά που κάτι τέτοιο συμβαίνει, αλλά το ερώτημα παραμένει: γιατί αυτή η ειδική μεταχείριση;
Αλλά, ακόμη και με την επιλογή του προσωποπαγούς διορισμού, γιατί η αρμόδια υπουργός ακολούθησε την πεπατημένη των κομμάτων εξουσίας και δεν είχε την προνοητικότητα να κάνει τον απαραίτητο εξονυχιστικό έλεγχο (vetting process) του ευνοουμένου της;
Ναι, ο Δ. Λιγνάδης είναι ένας διακεκριμένος καλλιτέχνης με αναγνωρισμένα επιτεύγματα. Δεν αρκεί όμως αυτό όταν γίνεσαι καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου. Ο ρόλος σου αλλάζει: από θέση ευθύνης, χρησιμοποιώντας δημόσιους πόρους, διοικείς τον μεγαλύτερο πολιτιστικό οργανισμό της χώρας, ασκώντας συμβολική εξουσία. Τα «αμιγώς καλλιτεχνικά κριτήρια» που ανέφερε η κ. Μενδώνη είναι αναγκαία, αλλά όχι ικανά. Ρώτησε λ.χ. η υπουργός να μάθει γιατί το Εθνικό Θέατρο, επί προεδρίας Γεωργουσόπουλου, δεν ανανέωσε τη σύμβαση του κ. Λιγνάδη; Γιατί η δραματική σχολή «Ιασμος» διέκοψε τη συνεργασία μαζί του; Οι καταγγελίες για ανάρμοστη συμπεριφορά ήδη κυκλοφορούσαν αρμοδίως.
Μετά την αποκάλυψη των συγκλονιστικών καταγγελιών κατά του κ. Λιγνάδη, η κ. Μενδώνη επέδειξε ηθικοπολιτική ολιγωρία. Ηταν τόσο σοβαρές οι καταγγελίες που, ως πολιτική προϊσταμένη του, όφειλε άμεσα να ζητήσει από τον καταγγελλόμενο να παραιτηθεί, όπως έκανε η ΕΡΤ με τον καταγγελθέντα ηθοποιό Π. Φιλιππίδη. Στην άσκηση εξουσίας κυριαρχεί το τεκμήριο της εμπιστοσύνης, ενώ στην απόδοση δικαιοσύνης το τεκμήριο της αθωότητας. Αν ο καταγγελλόμενος δικαιωθεί από τη Δικαιοσύνη, αποκαθίσταται ηθικά. Αν όμως ο καταγγελλόμενος δεν απομακρυνθεί εγκαίρως από το αξίωμά του, δεν μπορεί να το ασκήσει σωστά. Μια υπουργός όφειλε να το γνωρίζει. Η ολιγωρία της αποκαλύπτει αδύναμη διαίσθηση του σωστού και του λάθους.
* Ο κ. Χαρίδημος Τσούκας (www.htsoukas.com) είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και ερευνητής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Warwick.