Σε πεδίο σφοδρής πολιτικής σύγκρουσης εξελίχθηκαν τα γεγονότα στην πλατεία της Νέας Σμύρνης, με την κυβέρνηση αφενός να δηλώνει την ενόχλησή της για τις εικόνες που είδαν το φως της δημοσιότητας, αφετέρου όμως να κάνει λόγο για «αλληλουχία των γεγονότων» η οποία «δεν αλλάζει». Τάδε έφη η κ. Αριστοτελία Πελώνη στην ενημέρωση των πολιτικών συντακτών ερωτηθείσα για την αστυνομική βία που καταγράφηκε σε βίντεο την Κυριακή που μας πέρασε.
Σύμφωνα με την κυβερνητική εκπρόσωπο, η αντιπολίτευση επενδύει στην κοινωνική ένταση. «Δυστυχώς ο κ. Τσίπρας, ενώ τα νοσοκομεία γεμίζουν, επιδιώκει να δημιουργεί συνθήκες κοινωνικής έντασης. Επιδιώκει πλατείες νεοαγανακτισμένων όπου δεν τηρούνται τα μέτρα», ανέφερε χαρακτηριστικά. Στο διά ταύτα, δηλαδή τη χρήση βίας από πλευράς αστυνομικών, η κ. Πελώνη σημείωσε πως ήδη έχει διαταχθεί ΕΔΕ και παρέπεμψε στις δηλώσεις του αρμόδιου υπουργού Μιχάλη Χρυσοχοΐδη.
Οσον αφορά την προσωπική στοχοποίηση του νεαρού από βουλευτές της πλειοψηφίας, ο οποίος ξυλοκοπήθηκε, η κ. Πελώνη ανέφερε πως το βίντεο δεν το έδωσε στη δημοσιότητα η κυβέρνηση, επαναλαμβάνοντας πως «τα περιστατικά στη Νέα Σμύρνη είναι υπό διερεύνηση» και «εάν και όπου υπάρχουν ευθύνες, θα αποδοθούν». Η κυβέρνηση δεν αρνείται ότι η εικόνα που είδε το φως της δημοσιότητας ήταν κακή. Από την άλλη όμως, όπως φάνηκε από μια σειρά δηλώσεων κυβερνητικών στελεχών, υπάρχουν ευθύνες και από την αντίθετη πλευρά, καθώς συνολικά 11 αστυνομικοί τραυματίστηκαν. Ενδεικτικά τα όσα είπε ο Μάκης Βορίδης στον ΣΚΑΪ: «Ακούω ότι η εικόνα την οποία ενδεχομένως προσπαθεί κάποιος να μεταφέρει, δηλαδή ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος ήταν ένας κύριος ο οποίος περπατούσε αμέριμνος και ξαφνικά δέχθηκε επίθεση απρόκλητη από αστυνομικούς, ακούω ότι δεν είναι έτσι», δήλωσε, προσθέτοντας πως ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος «ενδεχομένως είχε εμπλοκή και σε προηγούμενα επεισόδια».
Χαραμάδα αισιοδοξίας
Κατά τα λοιπά, η κυβέρνηση επιχειρεί να εστιάσει στα θετικά εν μέσω τρίτου κύματος πανδημίας, ίσως του πιο επικίνδυνου από την αρχή της κρίσης, λόγω των μεταλλάξεων που συνολικά έφτασαν στο 60% με 70% των νέων κρουσμάτων, ενώ στην Αττική και στην Κρήτη προσέγγισαν το 90%. Στο πλαίσιο αυτό, χθες η κ. Πελώνη αναφέρθηκε για πρώτη φορά μετά πολύ καιρό στο ενδεχόμενο ανοίγματος της εστίασης, το οποίο τοποθέτησε στις αρχές Απριλίου. Θα έχει προηγηθεί βεβαίως το άνοιγμα του λιανεμπορίου και των σχολείων.
Οσον αφορά το πρώτο βήμα, που είναι το λιανεμπόριο, όπως όλα δείχνουν ο στόχος της 16ης Μαρτίου δεν πρόκειται να επιτευχθεί, καθώς η πίεση στα νοσοκομεία είναι πολύ μεγάλη και χρειάζονται τουλάχιστον δύο εβδομάδες για αποσυμπίεση.
Οσον αφορά τον τομέα της οικονομίας, στην κυβέρνηση υπάρχει σχετική αισιοδοξία πως θα υπάρξει γρήγορη ανάκαμψη. Το γεγονός πως –με βάση την ΕΛΣΤΑΤ και τη Eurostat– η Ελλάδα πέτυχε μια από τις καλύτερες επιδόσεις στην Ευρωζώνη ανάμεσα στο 3ο και στο 4ο τρίμηνο της περασμένης χρονιάς, καθώς το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 2,7%, αποτελεί ένα σημαντικό εφαλτήριο για τη συνέχεια.
«Δεν υπάρχει πλέον η επιτροπή»
Η άτυπη επιτροπή για τη διερεύνηση περιστατικών αστυνομικής βίας δεν υπάρχει εδώ και ένα έτος, διευκρινίζει με δήλωσή του ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Νίκος Κ. Αλιβιζάτος. «Με αφορμή τα γεγονότα των τελευταίων εβδομάδων και ιδίως την καθ’ όλα αυθαίρετη συμπεριφορά της ΕΛ.ΑΣ. στο περιστατικό στη Νέα Σμύρνη», αναφέρει συγκεκριμένα ο κ. Αλιβιζάτος, «έγινε πολύς λόγος για τη σιωπή τής υπό την προεδρία μου άτυπης επιτροπής για τη διερεύνηση περιστατικών αστυνομικής βίας. Κατόπιν αυτού, θέλω να διευκρινίσω τα εξής: Η ως άνω επιτροπή, που είχε συσταθεί τον Δεκέμβριο του 2019 από τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη, έχει παύσει από έτους και πλέον να υπάρχει. Και τούτο γιατί, μετά το γνωστό περιστατικό στο Κουκάκι (υπόθεση Ινδαρέ), δεν υπήρξε κανένα ενδιαφέρον από πλευράς των αρμόδιων κρατικών αρχών να συνεχίσει το έργο της. Αυτό έδειξε και η τύχη που επιφυλάχθηκε στο από 4.5.2020 πόρισμα της επιτροπής προς τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη. Στο πόρισμα αυτό, μετά από εις βάθος έρευνα είκοσι περιστατικών αστυνομικής βίας, η επιτροπή είχε προβεί σε σειρά συστάσεων, με πρώτη την ανάγκη απόδοσης ευθυνών σε παρεκτρεπόμενα αστυνομικά όργανα».