Ας μην πούμε ότι τα 40 χρόνια από την ένταξη στην ΕΟΚ είναι η μοναδική περίοδος μετά το τέλος της Ρώμης που ο ελλαδικός χώρος είναι τόσο στενά συνδεδεμένος με τη Δύση. Ας αρκεστούμε μόνο στην παρατήρηση ότι το 1981 βρίσκεται στη μέση ανάμεσα στο 1941 και στο 2021. Το σήμερα απέχει από την ένταξη όσο απείχε η ένταξη από την αρχή της Κατοχής.
Αν τα 40 χρόνια από το 1941 έως το 1981 ήταν εποχή δεινών και διχασμών, αγώνων για την οικονομική ανόρθωση και πολιτικών ανατροπών, τα επόμενα 40 χρόνια θεωρούνται εποχή σταθερότητας, ασφάλειας και δημιουργίας. Οι κλυδωνισμοί της κρίσης χρέους δεν μπορούν να συγκριθούν με τη μεταπολεμική φτώχεια και την τραγωδία του Εμφυλίου και της δικτατορίας. Ελάχιστοι αμφισβητούν ότι η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ενωση έχει επιδράσει κατευναστικά πάνω στις εξάρσεις της Ιστορίας, ενώ συμπυκνώνει μια περίοδο εκσυγχρονισμού στην οικονομία, στην κοινωνία και στους θεσμούς, αλλά και προόδου στις συμπεριφορές. Αρχαϊσμοί παραμένουν στις νοοτροπίες και πολλές ευκαιρίες μπορεί να χάθηκαν αυτά τα 40 χρόνια. Συχνά επικεντρωνόμαστε σε όσα προβλήματα δεν επιλύθηκαν, ιδίως όταν τα σκεφτόμαστε δίπλα στα στοιχήματα που κερδήθηκαν. Ομως, ο απολογισμός όχι μόνο είναι θετικός, αλλά συντηρεί την ελπίδα ότι τα επόμενα 40 χρόνια μπορεί να αποτελέσουν μια ακόμα καλύτερη περίοδο δημιουργίας και αυτοπεποίθησης, παρά τη συσσώρευση προκλήσεων.
Στο αφιέρωμα της «Κ» ο Γιώργος Μαυρογορδάτος περιγράφει πώς θα ήταν η Ελλάδα αν δεν είχε ενταχθεί στην Ε.Ε. Ο Θοδωρής Γεωργακόπουλος εντοπίζει τη θετική επίδραση της Ε.Ε. στην ελληνική πραγματικότητα και ο Γιώργος Παγουλάτος αξιολογεί την επίδραση στην οικονομία. Ο Τάκης Σ. Παππάς στοχάζεται πάνω στις εκφάνσεις της ελληνικής αμφιθυμίας απέναντι στην Ευρώπη και ο Μαργαρίτης Σχοινάς περιγράφει πώς η ένταξη έχει σφραγίσει την εμπειρία και τα βιώματα μιας ολόκληρης γενιάς. Πέντε άρθρα που η ανάγνωσή τους προκαλεί νέες σκέψεις για τη συλλογική εμπειρία και την προέκτασή της στο μέλλον.
ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ ΣΧΟΙΝΑΣ*
Εξαιρετικά θετικό το τελικό ισοζύγιο
Ανήκω στη γενιά των Ελλήνων που γεννήθηκαν εκτός Ευρωπαϊκής Ενωσης, αλλά ενηλικιώθηκαν με την ένταξη της χώρας στην Ενωμένη Ευρώπη. Τη γενιά των εφήβων του Ζαππείου του 1979. Είναι πιστεύω η γενιά που βίωσε καλύτερα την ιστορική διάσταση της μετάβασης της χώρας από την περιορισμένη βαλκανική οπτική προς το δυναμικό ευρωπαϊκό της πεπρωμένο.
Οι συνομήλικοί μου μεγαλώσαμε με τα βιώματα των γονιών και των παππούδων μας που πολέμησαν ή κοιμήθηκαν με όπλα στο μαξιλάρι τους. Που υπέφεραν διχασμούς, δικτατορίες, διωγμούς, χρεοκοπία και Εμφύλιο. Που έβλεπαν μισθούς και συντάξεις να τις τρώει ο αχαλίνωτος πληθωρισμός. Είχαμε κι εμείς τα δικά μας σχετικά βιώματα. Ακόμη θυμάμαι το σοκ του σωματικού ελέγχου για πιθανή εξαγωγή συναλλάγματος όταν ως 14χρονος ταξίδευσα για πρώτη φορά εκτός Ελλάδας, τις ατέλειωτες ερωτήσεις από βλοσυρούς τελωνειακούς που μας έβλεπαν ως εν δυνάμει παράνομους όχι ως ταξιδιώτες και ελεύθερους πολίτες, τα στεγαστικά δάνεια με επιτόκια 25%.
Και μετά ήρθε η Ευρώπη που μέσα σε σαράντα χρόνια σάρωσε τα βάρη και αποκατέστησε τους εύθραυστους θεσμούς της εθνικής μας ιστορίας. Που μας επέτρεψε να συναντηθούμε με τις ευκαιρίες αλληλεγγύης, ασφάλειας, ευημερίας, ειρήνης και δημοκρατίας που γέννησε η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Στους θεσμούς και στην ποιότητα της δημοκρατίας, καταφέραμε το ζητούμενο να γίνει αυτονόητο. Σε μια χώρα που ο στρατός μπαινόβγαινε στα στρατόπεδα, που τα δημοκρατικά δικαιώματα δεν ήταν δεδομένα για όλους, όπου οι ανεξάρτητες αρχές και μηχανισμοί δημοκρατικού ελέγχου είτε έλειπαν είτε υπολειτουργούσαν, η Ευρώπη μεταμόρφωσε την Ελλάδα των γυάλινων κορμών σε μια χώρα με ατσάλινα δημοκρατικά θεμέλια. Η συνταγματική μας τάξη και δημοκρατική μας πρακτική όχι μόνο εμπλουτίστηκε από τις ευρωπαϊκές αξίες, αλλά οι θεσμοί μας άντεξαν και το μεγάλο βάρος των πρόσφατων πολυκρίσεων.
Στην οικονομία και στις υποδομές, στα τελευταία σαράντα χρόνια πετύχαμε όσα δεν έγιναν από τη δημιουργία του ελεύθερου κράτους. Η απελευθέρωση των δασμών και το άνοιγμα της οικονομίας έφεραν ευκαιρίες ανταγωνιστικότητας, χαμηλές τιμές και πολλαπλές επιλογές για τους καταναλωτές. Παρά την καθυστέρηση των δομικών μεταρρυθμίσεων –που πληρώσαμε ακριβά–, το κοινό νόμισμα μηδένισε τον πληθωρισμό και έφερε σταθερότητα στις συναλλαγές. Και στη δύσκολη στιγμή, με τις θυσίες των Ελλήνων, η Ευρώπη «μάζεψε» το χρέος μας από τους κερδοσκόπους των αγορών συγκεντρώνοντάς το στα χέρια της οικογένειας, εξασφαλίζοντας έτσι τη βιωσιμότητά του. Τα πάνω από 200 δισ. ευρώ των κοινοτικών ταμείων, ξαναέχτισαν τη χώρα μας από την αρχή, απογείωσαν την ύπαιθρο και στήριξαν την υγεία και παιδεία μας.
Στην κοινωνία, που άλλαξε και εκσυγχρονίστηκε χωρίς να χάσει τη σύμφυση με τις εθνικές πολιτιστικές μας παραδόσεις. Που με τις ανταλλαγές, την κινητικότητα των φθηνών αεροπορικών εισιτηρίων και των Erasmus, ανακάλυψε ότι οι λαοί της Ευρώπης είναι συμμέτοχοι στο ίδιο κοινωνικό μοντέλο και τρόπο ζωής, όχι απειλή. Οπου η θέση της γυναίκας στην κοινωνία και στην εργασία, η προστασία των αδύναμων και ο σεβασμός στη διαφορετικότητα είναι αυτονόητες κατακτήσεις. Οπου το κράτος δικαίου και οι εγγυήσεις του δεσμεύουν τους πάντες.
Τέλος, η θέση μας στον κόσμο αναβαθμίστηκε θεαματικά. Ως πλήρες μέλος της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης, μοχλεύσαμε τις εθνικές επιδιώξεις και τις καταστήσαμε ευρωπαϊκές. Τα σύνορά μας είναι πια τα εξωτερικά σύνορα της Ενωσης. Αβέβαιοι και συχνά επιθετικοί γείτονες γνωρίζουν τώρα την πολλαπλασιαστική ισχύ των επιχειρημάτων μας από την ευρωπαϊκή αντήχηση. Η απήχηση του εθνικού brand ως χώρας ευρωπαϊκής, σίγουρης, φιλόξενης και φυσικά πανέμορφης μας δίνει διακριτό στίγμα ελκυστικότητας σε ολόκληρο τον κόσμο.
Παρά τα κέρδη, η 40χρονη ευρωπαϊκή πορεία μας δεν ήταν πάντα ευθύγραμμη. Είχε και μαύρες στιγμές –που δυστυχώς μου έλαχε να ζήσω από πρώτο χέρι–, χαμένες ευκαιρίες και πολλές παρανοήσεις. Παρ’ όλα αυτά όμως, προβάλλει ακλόνητη η βεβαιότητα ότι το τελικό ισοζύγιο είναι εξαιρετικά θετικό. Αυτές οι τέσσερις δεκαετίες αποτελούν τη μακρύτερη περίοδο ομαλότητας, δημοκρατίας, ειρήνης και ευημερίας που ζήσαμε οι Ελληνες. Η πλειοψηφία του πολιτικού κόσμου και των κοινωνικών δυνάμεων ενστερνίζεται και υπερασπίζεται την ιδέα της ευρωπαϊκής Ελλάδας. Θα γιορτάσουμε κι άλλες πολλές, σημαντικές επετείους ακόμα πιο δυνατοί, ακόμα πιο ασφαλείς, ακόμα πιο αισιόδοξοι.
* Ο κ. Μαργαρίτης Σχοινάς είναι επίτροπος της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ενωση και αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Προώθηση του Ευρωπαϊκού Τρόπου Ζωής. Εχει διατελέσει επικεφαλής εκπρόσωπος Τύπου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και αναπληρωτής γενικός διευθυντής της Διεύθυνσης Επικοινωνίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά την περίοδο της προεδρίας του Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ και ευρωβουλευτής την περίοδο 2007-2009.
ΓΙΩΡΓΟΣ Θ. ΜΑΥΡΟΓΟΡΔΑΤΟΣ*
Αν μέναμε στην «αιώνια μοναξιά μας»
Σχετικά με την ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Ενωση, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε πει στη Βουλή (11 Ιανουαρίου 1980) μία αξέχαστη φράση: «Με την ένταξή μας θα βγούμε από την αιώνια μοναξιά μας, που μας εξέθετε σε παντοειδείς κινδύνους και μας υποχρέωνε να αναζητούμε κηδεμόνες». Τώρα που συμπληρώθηκαν σαράντα χρόνια, αξίζει να αναλογιστούμε πού θα ήταν και τι θα ήταν η Ελλάδα εάν δεν είχε ενταχθεί ποτέ στην Ευρωπαϊκή Ενωση (Ε.Ε.).
Το ερώτημα είναι οπωσδήποτε πιο εύκολο να απαντηθεί στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής και προπαντός της εθνικής ασφάλειας. Θα ήταν μήπως για δεκαετίες η Ελλάδα μία ακόμη υποψήφια για ένταξη χώρα; Θα προσπαθούσε να γίνει μέλος της Ε.Ε. μαζί με την Τουρκία (όπως έγινε στο ΝΑΤΟ το 1952) ή, έστω, μαζί με την Αλβανία; Σ’ αυτήν την περίπτωση, η χώρα θα έδινε διαρκώς «εξετάσεις», καταγγέλλοντας ταυτόχρονα τους εξεταστές και τους ντόπιους συνεργάτες τους…
Αν όμως έκλεινε οριστικά ο δρόμος της ένταξης, η Ελλάδα θα καταντούσε διεθνώς αμελητέα. Θα ήταν «του κλώτσου και του μπάτσου» για την Τουρκία, αλλά και για μικρότερα γειτονικά κράτη. Μόνο η ολοκληρωτική παράδοση της χώρας στις Ηνωμένες Πολιτείες (ή άλλον προστάτη ανάλογης ισχύος) θα εξασφάλιζε την επιβίωσή της – ως κανονικού προτεκτοράτου. Αρκεί, βέβαια, να την ήθελε ως προτεκτοράτο και ο πολυπόθητος προστάτης, αποδεχόμενος τις ευθύνες και τα βάρη που συνεπάγεται μία τέτοια αμφίδρομη σχέση. Με τη «μηχανή του χρόνου», θα ταξιδεύαμε ολοταχώς πίσω στο 1952 και στον περιβόητο Αμερικανό πρέσβη Πιουριφόυ – ή ακόμη πιο μακριά, στην ηρωική εποχή της αρχικής κηδεμόνευσης του νεοσύστατου κράτους από τις τρεις Προστάτιδες Δυνάμεις.
Εύκολο φαίνεται επίσης να απαντηθεί το ερώτημα στο πεδίο της οικονομίας. Πέρα από τα κολοσσιαία ποσά που δεν θα είχε εισπράξει η χώρα, θα είχε επιπλέον πιθανότατα εγκλωβιστεί σε έναν φαύλο κύκλο στασιμοπληθωρισμού και χρεοκοπίας, με μόνο σωσίβιο το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, μέχρι να «μπουχτίσει» κι αυτό. Και στο πεδίο αυτό, μόνο η ολοκληρωτική παράδοση της χώρας σε επιχειρήσεις-μεγαθήρια –πολυεθνικές, αμερικανικές, κινεζικές ή και άλλες– θα εξασφάλιζε την επιβίωσή της. Αρκεί, βέβαια, να βρίσκονταν τέτοιοι ξένοι επενδυτές. Πού όμως; Στον τουρισμό; Σε ορυχεία; Ποιοι άλλοι κλάδοι θα ήσαν άραγε ελκυστικοί αν η χώρα έμενε εκτός Ε.Ε.; Η Ελλάδα θα μπορούσε να υπολογίζει και σε κάποιο συμπληρωματικό παρασιτικό εισόδημα ως έσχατος φορολογικός παράδεισος. Δεν θα μπορούσε όμως να πουλάει «χρυσά διαβατήρια», αφού τα δικά της θα ήσαν στα αζήτητα.
Ακόμη πιο σκοτεινή μπορεί να φανταστεί κανείς την εσωτερική κοινωνική και πολιτική κατάσταση αν είχε μείνει η χώρα εκτός Ε.Ε. Σε αρκετά ζητήματα, η πραγματικότητα δεν θα ήταν ίσως πολύ διαφορετική. Είναι τα ζητήματα στα οποία δεν αλλάξαμε ουσιαστικά – παρά τη συμμετοχή μας, παρά τις οδηγίες, παρά τις καταδίκες και παρά τα πρόστιμα. Θα απουσίαζε όμως εντελώς αυτή η πίεση, καθώς και η ελπίδα ότι η πίεση αργά ή γρήγορα θα αποδώσει. Θα έλειπε προπαντός η απεριόριστη ελευθερία να γνωρίσεις άλλα ευρωπαϊκά μέρη και να μάθεις από αυτά – ως φοιτητής, ως εργαζόμενος ή και ως απλός παρατηρητικός τουρίστας.
Κατά συνέπεια, σε ζοφερό τοπίο θα εξελίσσονταν οι νοοτροπίες – ως αντιδράσεις και παραισθήσεις ενός φυλακισμένου και μάλιστα ενός εγκλείστου στην απομόνωση. Θα φούντωναν ασύμμετρα και ανεμπόδιστα νοοτροπίες που υπάρχουν και σήμερα: αντιδυτικές (ή μόνο αντιευρωπαϊκές), ανορθολογικές και «νατιβιστικές», παραληρήματα κάθε λογής γύρω από την «ιθαγενή» μοναδικότητα και υπεροχή. Από αντίδραση, θα προέκυπταν και εξιδανικεύσεις για κάθε τι το «ευρωπαϊκό», όπως σε παλιότερες κομπλεξικές εποχές.
Με τις συνθήκες αυτές, θα κυριαρχούσε απόλυτα στην πολιτική ζωή ένας σαρωτικός αυταρχικός λαϊκισμός, όπως αυτός που γνωρίσαμε τα πρώτα χρόνια του ΠΑΣΟΚ. Δεν θα υπήρχε, όμως, το ευρωπαϊκό πλαίσιο ως φραγμός, ως προστατευτικό κιγκλίδωμα, ώστε να ακολουθήσουν υποχρεωτικά αναπροσαρμογές και συμβιβασμοί. Γιατί «αυταρχικός»; Γιατί το «Η Ελλάδα ανήκει στους Ελληνες» συνοδευόταν από το απειλητικό για αντιφρονούντες «Εσείς δεν δικαιούστε διά να ομιλείτε».
Κάποιος σαν τον Ανδρέα Παπανδρέου θα μπορούσε, όπως είδαμε, να διαχειριστεί ρητορικά τις κραυγαλέες αντιφάσεις και να συσκοτίσει τη μιζέρια και την ανομολόγητη πολλαπλή εξάρτηση της χώρας. Οι επίγονοί του, όμως, θα αναγκάζονταν να καταφύγουν ολοένα περισσότερο στον αυταρχισμό. Εξάλλου, τίποτε δεν θα εμπόδιζε να φορέσει και στολή ο αυταρχικός λαϊκισμός, όπως στο παρελθόν.
Ετσι, όχι μόνο θα μέναμε φυλακισμένοι στην «αιώνια μοναξιά μας», αλλά και θα βιώναμε σε όλη του την τραγικότητα εκείνο το σαρτζετάκειο απόφθεγμα που διακωμώδησε ο Χάρρυ Κλυνν: ότι είμαστε «έθνος ανάδελφον»! Εκτός αν ανακαλύπταμε επιτέλους «αδελφά έθνη» στη Λατινική Αμερική…
* Ο κ. Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος είναι τ. καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ*
Τι έχει κάνει η Ευρώπη για εμάς;
Λεφτά. Τι άλλο. Μας έχει δώσει λεφτά. Αυτό δεν ξέρουμε όλοι; Εδώ και σαράντα χρόνια, η Ευρωπαϊκή Ενωση πληρώνει. Γιατί η Ελλάδα μπορεί να μην είχε πετρέλαια ή διαμάντια, αλλά είχε τα ταμεία συνοχής της Ε.Ε., από τα οποία, σύμφωνα με εκτιμήσεις, έχουν έρθει σχεδόν 180 δισεκατομμύρια ευρώ από τότε που μπήκαμε, δηλαδή σχεδόν ένα ολόκληρο ΑΕΠ. Στα σαράντα χρόνια της συμμετοχής μας, εισπράξαμε το ακαθάριστο προϊόν ενός ακόμα, όχι σε δάνεια, αλλά σε απευθείας χρηματοδοτήσεις. Λεφτά που δίνουν οι φορολογούμενοι των πλούσιων χωρών (35-50 ευρώ κάθε Γερμανός τον χρόνο, 120 κάθε Δανός) και έτσι έχουμε αγροτικό τομέα, όλους τους δρόμους, τις λεωφόρους και τις εθνικές οδούς, τις γέφυρες, τα αεροδρόμια, τα πάρκα, τα παγκάκια, τις παιδικές χαρές, τα ανακαινισμένα ενοικιαζόμενα δωμάτια, τις αναστηλωμένες εκκλησίες, το μετρό, τις αίθουσες συναυλιών, τα λεωφορεία και τα τρόλεϊ, νέα κουφώματα στα σπίτια, 11.500 έργα κάθε επταετία, 1,5% του ΑΕΠ τουλάχιστον κάθε χρόνο επιπλέον. Ωστόσο, δεν είναι μόνο τα λεφτά.
Η συμμετοχή της χώρας μας σε αυτό το «αγνώστου ταυτότητας πολιτικό αντικείμενο», όπως το αποκάλεσε ο Ζακ Ντελόρ, άλλαξε τη μοίρα της χώρας μας. Αλλαξε τη ρότα της, τη φυσιογνωμία της, τη θέση της στον κόσμο και, ασφαλώς, εμάς τους ίδιους. Δεν είναι μόνο τα λεφτά. Είναι κι άλλα, πολύ σημαντικά πράγματα. Οπως, για παράδειγμα, οι βόθροι.
Κανένας δεν σκέφτεται τους βόθρους. Πολλοί και πολλές από εσάς θα θυμάστε ότι μέχρι και τα τέλη του προηγούμενου αιώνα πολλές πόλεις, προάστια και χωριά στην Ελλάδα δεν είχαν αποχέτευση. Ο λόγος που εκείνη την εποχή ξεκίνησε ένα γιγάντιο πρόγραμμα αναβάθμισης των αστικών υποδομών ήταν το ότι ήμασταν μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης και, ως εκ τούτου, υποχρεωμένοι να εφαρμόσουμε την οδηγία 91/271/ΕΟΚ για την επεξεργασία των αστικών λυμάτων, που επέβαλε ότι μέχρι το 2001 όλοι οι οικισμοί με πληθυσμό άνω των 15.000 κατοίκων θα έπρεπε να έχουν δίκτυο αποχέτευσης και εγκαταστάσεις δευτεροβάθμιας επεξεργασίας λυμάτων. Ετσι αποκτήσαμε τους αγωγούς και την Ψυττάλεια και έτσι καθάρισε ο Σαρωνικός. Δεν είναι μόνο ότι όλα αυτά τα συγχρηματοδότησε η Ε.Ε. – είναι και το ότι μας τα επέβαλε.
Χάρη στην Ευρωπαϊκή Ενωση αποκτήσαμε πόρους, αλλά αποκτήσαμε και κανόνες που άλλαξαν το πώς ζούμε. Κανόνες για τα ίχνη λιπασμάτων στα τρόφιμα, κανόνες για το περιεχόμενο χημικών, αλλεργιογόνων και βαρέων μετάλλων σε προϊόντα και παιχνίδια, προδιαγραφές για το ανθρώπινο αίμα για την αποφυγή μετάδοσης ασθενειών, για τις δοκιμές καλλυντικών σε ζώα, για τη μεταχείριση ζώων σε φάρμες, για θέματα ασφάλειας στο εργασιακό περιβάλλον, για προστασία απέναντι σε διακρίσεις, τους αυστηρότερους νόμους για τη διαχείριση των χημικών και των λιπασμάτων στον κόσμο, κανόνες για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, ακόμα και κανόνες για την τήρηση της ησυχίας.
Και το ερώτημα είναι: Θα τα ακολουθούσαμε όλα αυτά αν δεν ήμασταν μέλη της Ε.Ε.; Θα βάζαμε μόνοι μας τέτοιους κανόνες; Θα φτιάχναμε αποχέτευση σε κάθε πόλη και προάστιο και, αν ναι, πότε; Και με τι λεφτά; Αυτά αξίζει να απαντήσει όποια και όποιος αναρωτιέται τι κερδίσαμε από τη συμμετοχή μας στην Ε.Ε.
Αλλά μάλλον ούτε αυτό είναι το σημαντικότερο. Σας θυμίζω ότι το 1981, τη χρονιά που η Ελλάδα έμπαινε στην Ε.Ε., ένοπλοι έμπαιναν στο ισπανικό κοινοβούλιο για να κάνουν πραξικόπημα. Για χώρες όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ελλάδα, η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ενωση τότε σήμαινε την εξασφάλιση της ειρήνης, την κατοχύρωση της δημοκρατίας και την ενίσχυση των πολύ προβληματικών θεσμών τους. Αυτές οι χώρες, όπως και οι ανατολικοευρωπαϊκές μία δεκαετία αργότερα, είχαν ευάλωτο πολίτευμα και ανεπαρκείς, αδύναμους θεσμούς. Χρειάζονταν βοήθεια, ενίσχυση, όχι τόσο με την υποκατάσταση των θεσμών τους, όσο με τη συμπλήρωσή τους από νέους, εξωτερικούς θεσμούς οι οποίοι κάνουν δουλειά που είτε δεν γινόταν καθόλου στη χώρα είτε γινόταν με λάθος τρόπο. Να «κόψουν δρόμο» στη δύσκολη διαδικασία του εκσυγχρονισμού και του εκδημοκρατισμού.
Αυτός είναι ένας παράγοντας που πολλοί ξεχνάμε. Η δική μας χώρα μπήκε στην «Ευρώπη» για να κατοχυρώσει την ευάλωτη δημοκρατία της και στον δρόμο άλλαξε ολοκληρωτικά και από κάθε άλλη άποψη. Υιοθέτησε δομές πιο ώριμες, κανόνες και θεσμούς πιο «έτοιμους» από αυτούς που είχε ή θα μπορούσε να φτιάξει μόνη της. Πλέον, σαράντα χρόνια μετά, μπορεί χάρη στην Ε.Ε. να έχουμε λεφτά για να φτιάξουμε ασφαλείς δρόμους που οδηγούν στο αεροδρόμιο (και λεφτά για να φτιάξουμε αεροδρόμιο) για να ταξιδέψουμε μόνο με μια αστυνομική ταυτότητα (κι ένα ψηφιακό πιστοποιητικό COVID) σε μια άλλη χώρα, όπου θα χρησιμοποιούμε τα ίδια λεφτά που είχαμε στην τσέπη και το ίδιο πρόγραμμα κινητής τηλεφωνίας που είχαμε στο σπίτι, αλλά χάρη στην Ε.Ε. έχουμε και κάτι πολύ πιο βασικό, που είναι προϋπόθεση για όλα τα υπόλοιπα: απολαμβάνουμε τη μεγαλύτερη περίοδο ειρήνης και δημοκρατίας στην ιστορία του ελληνικού κράτους.
* Ο κ. Θοδωρής Γεωργακόπουλος είναι διευθυντής Περιεχομένου της διαΝΕΟσις.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΓΟΥΛΑΤΟΣ*
Πλοηγός της πολιτικής οικονομίας μας
Το ένα πέμπτο του ελεύθερου βίου της μετά το 1821 η Ελλάδα το διήλθε ως μέλος της Ε.Ε. Σαράντα από τα 47 χρόνια της πληρέστερης Δημοκρατίας στην Iστορία μας κύλησαν μέσα στην Ε.Ε. Και, θα έλεγα, χάρη στην Ε.Ε.
Μια χώρα με ρηχούς κρατικούς θεσμούς, αδύναμη οικονομική διακυβέρνηση, ισχυρή παράδοση πελατειασμού, εισάγει θεσμική συνέχεια και προηγμένο θεσμικό πολιτισμό μέσα από την αγκύρωσή της στο ευρωπαϊκό κεκτημένο και την ενσωμάτωσή του στο ελληνικό θεσμικό σύστημα. Η Ε.Ε. προσέδωσε στην Ελλάδα ένα έρμα στρατηγικής σταθερότητας που απουσίαζε από τον ευμετάβολο κοινωνικό και πολιτικό της κορμό. Τη διευκόλυνε να ξεφύγει από την εντροπία μιας προβληματικής βαλκανικής γειτονιάς.
Κάθε άλλο παρά εξαιρετική, η εξέλιξη της Ελλάδας είναι παράλληλη με εκείνη της Ευρώπης, και οδηγείται από συγκεκριμένες στην κάθε περίοδο υπερκείμενες προτεραιότητες. Μετά το 1974, όπως στην Ισπανία και στην Πορτογαλία, είναι η εμπέδωση της δημοκρατίας. Τη δεκαετία του ’80, η κοινωνική, πολιτική και συμβολική ενσωμάτωση των ηττημένων του Εμφυλίου. Τη δεκαετία του ’90, ο εξευρωπαϊσμός της οικονομίας, η ονομαστική σύγκλιση, και μέσω της ενιαίας αγοράς η ενσωμάτωση στην οικονομική διεθνοποίηση.
Τη δεκαετία 2000, υπερκείμενη προτεραιότητα είναι η προσπάθεια αξιοποίησης του ευνοϊκού πλαισίου του ευρώ (διεθνής κεφαλαιαγορά, χαμηλά επιτόκια) για τη φθηνή χρηματοδότηση της ανάπτυξης και την «πραγματική σύγκλιση». Αρχικά δείχνει επιτυχής, καταλήγει όμως στη μεγάλη κρίση του 2009-10. Η χαλαρή δομή του ευρωπαϊκού περιορισμού υπέθαλψε την αναβίωση των δημοσίων ελλειμμάτων και την αναβολή όλων των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων. Συνέβαλαν καθοριστικά οι δομικές αδυναμίες και οι μακροοικονομικές ανισορροπίες της Ευρωζώνης, που οδήγησαν στη συσσώρευση εξωτερικού χρέους στην ευρω-περιφέρεια και στο κραχ με τη μορφή «sudden stop» των κεφαλαιακών εισροών.
Ακολουθεί, τη δεκαετία του 2010, η αγωνιώδης προσπάθεια οικονομικής επιβίωσης και προσαρμογής μέσα στο ευρώ. Διαρκέστερη λόγω υφεσιακού μείγματος και κοινωνικής πόλωσης, ολοκληρώνεται με το 3ο μνημόνιο.
Αρα οι κυρίαρχες προτεραιότητες και η ατζέντα της Ε.Ε. τα τελευταία 40 χρόνια διαμορφώνουν τον στρατηγικό προσανατολισμό της ελληνικής πολιτικής οικονομίας.
Η ενιαία αγορά οδηγεί το άνοιγμα μιας κλειστής, προστατευμένης, χαμηλής παραγωγικότητας οικονομίας. Τα διαρθρωτικά ταμεία και η ΚΑΠ την αναζωογόνηση της περιφέρειας. Η περιφερειακή σύγκλιση και συνοχή (όχι πάντα με τον καλύτερο τρόπο) χρηματοδοτείται από τους ευρωπαϊκούς πόρους (1,5-2,5% ΑΕΠ καθαρές εισροές ετησίως μέχρι και τη δεκαετία του 2000).
Το πρόγραμμα ονομαστικής σύγκλισης της ΟΝΕ πλοηγεί τη δημοσιονομική και νομισματική σταθεροποίηση. Η στρατηγική επιλογή δικαιώθηκε, ακόμη και λαμβάνοντας υπόψη την κρίση του 2009-10. Η πρόσδεση της νομισματικής πολιτικής στην ευρωπαϊκή «άγκυρα» μετά το 1995 και η εξάλειψη των πρωτογενών δημοσιονομικών ελλειμμάτων μεταξύ 1994 και 2002 συνυπήρξε με πολύ υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας σε σύγκριση με την περίοδο της νομισματικής και συναλλαγματικής αυτονομίας, της διολίσθησης, του διψήφιου πληθωρισμού (μέχρι το 1994) και των διψήφιων ελλειμμάτων, και της οικονομικής στασιμότητας κατά το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του ’80 μέχρι αρχές της δεκαετίας του ’90.
Μετά την κρίση του 2010, τα μνημόνια οδηγούν την αναγκαία διαρθρωτική προσαρμογή, υπό τη σκληρότερη δυνατή εκδοχή εξωτερικού περιορισμού. Και πλέον, μετά την πανδημία, το Ταμείο Ανάκαμψης χρηματοδοτεί τη μεγαλύτερη επενδυτική εκτίναξη της ελληνικής οικονομίας, με άξονα τον ψηφιακό και πράσινο μετασχηματισμό.
Επομένως, οι κεντρικές προτεραιότητες της ελληνικής πολιτικής οικονομίας μέχρι σήμερα οδηγούνται από το ευρωπαϊκό πλαίσιο. Εθνικής «κυριότητας» παραμένουν δύο κεντρικά εγχειρήματα: ο πολιτικός εκδημοκρατισμός μετά το 1974 και ο κοινωνικός εκδημοκρατισμός μετά το 1981. Και τα δύο επιβοηθήθηκαν εξαιρετικά από το πλαίσιο σταθερότητας και τους οικονομικούς πόρους της Ε.Ε.
Είχε μιαν αναπόφευκτη παρενέργεια ο ρόλος της Ε.Ε. ως πλοηγού μεταρρυθμίσεων και μετασχηματισμού της ελληνικής πολιτικής οικονομίας. Η Ευρώπη κατέστη ο αποδιοπομπαίος τράγος για όλες τις δυσάρεστες ανακατατάξεις. Ομως, η πρόσδεση στο περιοριστικό ευρωπαϊκό πλαίσιο έδωσε στη χώρα έναν διαρκή στρατηγικό προσανατολισμό και μια θεσμική συνέχεια στην πορεία προσαρμογής προς το διεθνές περιβάλλον, τα οποία το εγχώριο πολιτικοδιοικητικό σύστημα αδυνατούσε από μόνο του να γεννήσει. Δεν απέτρεψε τη σφοδρή κρίση μετά το 2010. Μετρίασε όμως την καταστροφικότητά της και αποσόβησε έναν αναντίστρεπτο ολικό εκτροχιασμό.
Και κάτι τελευταίο: Η πρόσδεση της Ελλάδας στον ευρωπαϊκό εξωτερικό περιορισμό, παρά την απομείωση βαθμών εθνικής αυτονομίας που συνεπαγόταν, οδήγησε τελικά την Ελλάδα (μια χώρα που ξεκίνησε υπό την κηδεμονία των μεγάλων δυνάμεων) στον μεγαλύτερο βαθμό σχετικής εθνικής αυτονομίας που είχε ποτέ στην Ιστορία της, μέσα από τους θεσμούς ενοποίησης και συγκυριαρχίας στην Ε.Ε.
* Ο κ. Γιώργος Παγουλάτος είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, επισκέπτης καθηγητής στο Κολέγιο της Ευρώπης, γενικός διευθυντής του ΕΛΙΑΜΕΠ.
ΤΑΚΗΣ Σ. ΠΑΠΠΑΣ*
Ο αμφίθυμος εταίρος
Ακριβώς μία δεκαετία πριν, κανείς δεν είχε διάθεση να γιορτάσει τα τριάντα χρόνια από την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Το 2011 η χώρα βρισκόταν ήδη στη δίνη της κρίσης που έμελλε να διαρκέσει πολύ. Το κακό είχε ξεκινήσει από την οικονομία με τις συνεχείς υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας που έφεραν το πρώτο μνημόνιο, συνεχίστηκε με την πολιτική πόλωση που χώρισε τον κόσμο σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα και κατέληξε στην κατάρρευση του παλιού δικομματισμού και στο ασταθές πολυκομματικό σύστημα που έχουμε σήμερα. Μέσα στην παραζάλη της εποχής, η «νεοφιλελεύθερη» Ευρώπη ήταν το τέλειο εξιλαστήριο θύμα. Αριστεροί και δεξιοί καιροσκόποι απαίτησαν τη μονομερή ακύρωση των δανειακών μας υποχρεώσεων («εμείς θα βαράμε το νταούλι κι εκείνοι θα χορεύουν») και με σύνθημα «καμιά θυσία για το ευρώ» επιδίωξαν την έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωπαϊκή Ενωση και την Ευρωζώνη. Κατόπιν ήρθε το «περήφανο ΟΧΙ» στο δημοψήφισμα του 2015 και τελικά χρειάστηκε η περίφημη «κωλοτούμπα» τού τότε πρωθυπουργού για να αποφύγουμε το Grexit.
Η αλήθεια βέβαια είναι ότι, με εξαίρεση την αρχική περίοδο χάριτος για την προσαρμογή μας στο θεσμικό πλαίσιο της Ενωσης, η Ελλάδα ποτέ σχεδόν στο παρελθόν δεν ήταν αυτό που θα λέγαμε «πρόθυμος εταίρος». Ηδη από τη δεκαετία του ’80 απέκτησε τη φήμη της χώρας που, ενώ συχνά αμφισβητούσε βασικές πτυχές της ευρωπαϊκής ενοποίησης, ταυτόχρονα επιδίωκε τη διαμόρφωση ειδικού καθεστώτος ευνοϊκών σχέσεων και οικονομικών ρυθμίσεων, συνήθως με τη μορφή πρόσθετων παροχών. Ασφαλώς, το μικρό μέγεθος της ελληνικής οικονομίας, η εξίσου μικρή πολιτική ισχύς της και η απόκεντρη γεωγραφική θέση της ήταν –και παραμένουν– αρνητικοί παράγοντες. Ακόμη κι έτσι, όμως, η στάση της ελληνικής πολιτικής τάξης και κοινωνίας προς την Ευρώπη ήταν επί μακρόν τουλάχιστον αμφίθυμη. Το ίδιο ήταν και η στάση της Ευρώπης προς εμάς. Κι έτσι φτάσαμε στην προηγούμενη δεκαετία της οργής, η οποία επιδείνωσε τη δυσπιστία ανάμεσα στα δύο μέρη. Επίσης ενέτεινε την καθόλου κολακευτική διεθνή φήμη της χώρας μας ως του «μαύρου πρόβατου» της Ευρώπης.
Φαίνεται όμως, και μόνο από τη διάθεση του φετινού εορτασμού για τα σαράντα χρόνια της Ελλάδας στην Ενωση, ότι τα πράγματα αλλάζουν. Οι πρώην αντιευρωπαϊκές δυνάμεις ηττήθηκαν καθαρά και η χώρα παρέμεινε στην Ευρώπη. Η λύση που δόθηκε με το όνομα της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας υπήρξε σαφής ένδειξη της νέας προθυμίας της Ελλάδας να συνεργαστεί με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες χωρίς να επισείει την απειλή του βέτο. Η πιο πρόσφατη προκλητικότητα της Τουρκίας σε συνδυασμό με το μεταναστευτικό πρόβλημα υπενθύμισαν σε πολλούς τον σημαντικό γεωπολιτικό ρόλο της Ελλάδας ως του έσχατου συνόρου της Ευρώπης. Η σημερινή κυβέρνηση παίρνει σημαντικές πρωτοβουλίες (όπως η θέσπιση ευρωπαϊκού πιστοποιητικού εμβολιασμών), κτίζει νέες συμμαχίες με χώρες-κλειδιά (όπως η Γαλλία) και αρχηγούς κρατών που, λόγω νεαρής ηλικίας, αναμένεται να έχουν μακρύ πολιτικό μέλλον (όπως ο κεντροαριστερός Σάντσεθ και ο κεντροδεξιός Κουρτς). Μια νέα φουρνιά Ελλήνων πολιτικών αρχίζει σταδιακά να διεκδικεί σχετικά υψηλές θέσεις στα ευρωπαϊκά όργανα και άλλους διεθνείς οργανισμούς. Το εθνικό σχέδιο που εκπονήθηκε από το ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης για τη χρηματοδότηση δράσεων με στόχο την καταπολέμηση των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας αποσκοπεί σε κάτι εξαιρετικά φιλόδοξο, δηλαδή την αλλαγή ολόκληρου του παραγωγικού μοντέλου της χώρας ώστε αυτή να γίνει πραγματικά ισότιμη εταίρος μέσα στην Ενωση.
Ο λόγος που σήμερα γιορτάζουμε με ανακούφιση αλλά και κάποιο κέφι την ιδιότητά μας ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης δεν είναι μόνο γιατί παραμείναμε σε αυτήν. Είναι και διότι, για πρώτη ίσως φορά, φιλοδοξούμε να παίξουμε ενεργό ρόλο στις εξελίξεις που θα καθορίσουν το μέλλον της. Από την άλλη μεριά, και η Ευρώπη αλλάζει με ταχύτητα και, όπως όλα δείχνουν, στη νέα Ευρώπη οι μικρότερες χώρες θα έχουν να παίξουν πολύ σημαντικότερους ρόλους από ό,τι στο παρελθόν. Η αποχώρηση της Μ. Βρετανίας άφησε πίσω της ένα μεγάλο κενό που οι άλλες δύο μεγάλες χώρες της Ενωσης θα δυσκολευτούν να καλύψουν μόνες τους. Ανοίγει, έτσι, ένα πεδίο νέων πρωτοβουλιών, στο οποίο οι μικρές χώρες θα κληθούν να παίξουν καθοριστικούς ρόλους.
Εντέλει, δεν ξέρω αν η προηγούμενη περίοδος ήταν ένα «σκοτεινό διάλειμμα», όπως είπε πρόσφατα ο πρωθυπουργός. Αυτό που ξέρω είναι ότι για μεγάλο διάστημα η Ελλάδα βίωσε μια οδυνηρή υπαρξιακή κρίση, από την οποία βγήκε ένα ξεκάθαρο συμπέρασμα. Οτι, δηλαδή, η θέση της είναι μέσα στην Ευρώπη και η μοίρα της είναι συνδεδεμένη με τη μοίρα της Ευρώπης. Από εκεί και πέρα, το πεδίο είναι ανοιχτό.
* Ο κ. Τάκης Σ. Παππάς είναι πολιτικός επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο του Ελσίνκι.