Την εβδομάδα που ακολούθησε το Ελληνικό Δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου του 2015 οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ετοιμάζονταν για τη σύνοδο κορυφής του επόμενου Σαββατοκύριακου. Ο ελληνικός λαός ανέμενε τις αποφάσεις που έλαβε τελικά με δραματικό τρόπο η Ελληνική Βουλή τα ξημερώματα του Σαββάτου 11 Ιούλιου. Εν τω μεταξύ, το μεσημέρι της προηγούμενης ημέρας, Παρασκευής 10 Ιουλίου, από το Γερμανικό Υπουργείο Οικονομικών είχε αποσταλεί προς ευρωπαίους αξιωματούχους ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στο οποίο αναφέρεται ως επιλογή ένα τάιμ άουτ της Ελλάδας από την Ευρωζώνη. Σε πολλές έννομες τάξεις, ανάμεσα στις οποίες και η δική μας, θα φαινόταν παράξενο να κριθεί από ένα δικαστήριο αν ένα τέτοιο κυβερνητικό μήνυμα ήταν σύμφωνο με το Σύνταγμα. Μερικά ζητήματα αφορούν απλώς την άσκηση πολιτικής εξουσίας από την Κυβέρνηση, και πάντως δεν ελέγχονται από τα δικαστήρια. Είναι ανέλεγκτες κυβερνητικές πράξεις. Και όμως, μετά από έξι χρόνια το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Καρλσρούης, κατόπιν σχετικής αίτησης της Συμμαχίας ’90/Πρασίνων, έκρινε ότι η μη έγκαιρη ενημέρωση της Ομοσπονδιακής Βουλής για εκείνο το μήνυμα ήταν αντίθετη προς τον Γερμανικό Θεμελιώδη Νόμο.
Στο βιβλίο «Η τελευταία μπλόφα» της Ελ. Βαρβιτσιώτη και της Β. Δενδρινού, ακριβώς κατά την αφήγηση μιας κρίσιμης συνάντησης της 9ης Ιουλίου με θέμα το ελληνικό ζήτημα στο γραφείο της Γερμανίδας καγκελαρίου, αναφέρεται ότι η απρόσκοπτη θέα από τα γυάλινα παράθυρα του γραφείου προς την Ομοσπονδιακή Βουλή υπενθύμιζε σε όλους ποιο ήταν το πραγματικό κέντρο της εξουσίας στη χώρα. Αυτήν την οιονεί προφητική επισήμανση μού θύμισε η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου: Η αποστολή του μηνύματος από το Υπουργείο Οικονομικών ήταν αντισυνταγματική, διότι αποτύπωνε μια διαπραγματευτική θέση, για την οποία τα κυβερνητικά όργανα έπρεπε να έχουν ενημερώσει το συντομότερο δυνατόν την Ομοσπονδιακή Βουλή. Υπερέβαινε δε τον κατά το Σύνταγμα απαιτούμενο χρόνο η διαβίβαση του εγγράφου στην Ομοσπονδιακή Βουλή περίπου δύο εικοσιτετράωρα μετά την αποστολή του προς τους ευρωπαίους αξιωματούχους, δηλαδή αφού είχε ολοκληρωθεί η σύνοδος του Eurogroup της 11ης Ιουλίου και είχε ξεκινήσει η σύνοδος κορυφής.
Πέραν της θεσμικής αξιολόγησης κάποιων ιστορικών στιγμών, ποια σημασία μπορεί να έχει αυτή η δικαστική απόφαση σήμερα, και μάλιστα για τη χώρα μας; Είναι μόνο μια αφορμή για να θυμηθούμε τα σχετικώς πρόσφατα γεγονότα ή μήπως η απόφαση παρέχει ένα ερέθισμα προβληματισμού σχετικά με την ανάγκη επέκτασης του δικαστικού ελέγχου συνταγματικότητας και προς πεδία που μέχρι σήμερα θεωρούνται άβατο της πολιτικής εξουσίας; Το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο ήλεγξε μια κυβερνητική πράξη, και μάλιστα μια πράξη που δεν ήταν νομικά δεσμευτική αλλά αποτελούσε μια μη οριστική διαπραγματευτική θέση. Αυτός ο έλεγχος έγινε με αμιγώς νομικά κριτήρια, όπως θα μπορούσε να γίνεται και στη χώρα μας επί πεδίων που μέχρι σήμερα δεν ελέγχονται, όχι επειδή δεν επιδέχονται νομική αξιολόγηση αλλά διότι εκ του σκοπού ή της φύσης τους θεωρείται ότι εξαιρούνται του ελέγχου τους από τον δικαστή. Η δημοκρατική αρχή ή συνταγματικές διατάξεις σχετικά με τη λειτουργία άμεσων κρατικών οργάνων και τις μεταξύ τους σχέσεις έχουν σαφές νομικό περιεχόμενο και, επομένως, τα σχετικά ζητήματα μπορούν σε πολλές περιπτώσεις να αξιολογούνται νομικά. Το ερώτημα είναι αν αυτή η αξιολόγηση πρέπει να λάβει και τη μορφή δικαστικού ελέγχου.
Για μια τέτοια επέκταση του δικαστικού ελέγχου συνταγματικότητας σε πεδία μέχρι τώρα ανέλεγκτα και για την οργάνωση μιας τέτοιας δικαστικής αρμοδιότητας απαιτείται συνταγματική αναθεώρηση. Η προοπτική μιας τέτοιας αλλαγής στη χώρα μας θα επηρέαζε ουσιωδώς τις προβλεπόμενες θεσμικές ισορροπίες και γι’ αυτό η σχετική συζήτηση χρειάζεται χρόνο και ένταση, ώστε να ευρεθεί η προσήκουσα αναθεωρητική τομή. Αυτή είναι μία από τις σημαντικές συζητήσεις για τη δημοκρατία μας, μια συζήτηση για την οποία πρέπει να αξιοποιήσουμε γόνιμα και το τρέχον χρονικό διάστημα, προτού καν να συμπληρωθούν τα χρονικά όρια για την επόμενη αναθεώρηση του Συντάγματός μας.
* Ο Κυριάκος Π. Παπανικολάου είναι λέκτωρ Δημοσίου Δικαίου της Νομικής Σχολής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης.