Η σημερινή ανακοίνωση για άνοιγμα του περίπου 3,5% της περίκλειστης πόλης της Αμμοχώστου υπό τουρκοκυπριακή διοίκηση, από τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αποτελεί μια ακόμα θλιβερή υπόμνηση του τι μπορεί να συμβεί όταν έναντι της διπλωματικής δράσης και της προνοητικότητας επιλέγεται η αναβλητική ακινησία.
Η 20η Ιουλίου 2021, θα μπει σε μια σειρά από οδυνηρές για την Κύπρο ημερομηνίες, μαζί με την εισβολή του 1974, την ανακήρυξη του ψευδοκράτους του 1983, τις υποκινούμενες από τους Τούρκους δολοφονίες του Τάσου Ισαάκ και Σολωμού Σολωμού το 1996. Τα σχέδια του Ερντογάν για την Αμμόχωστο δεν ήταν άγνωστα. Στην «Καθημερινή της Κύπρου» της 11ης Ιουλίου το σχέδιο για τα Βαρώσια είχε αποκαλυφθεί σε αρκετά μεγάλη λεπτομέρεια.
Από την πλευρά της Κυπριακής Δημοκρατίας ακολουθείται, εκ των πραγμάτων, η οδός της διπλωματίας, μέσα από την χρήση των γνωστών διαύλων, του ΟΗΕ, της Ε.Ε., των διμερών επαφών με το σύνολο των κρατών-μελών της Ε.Ε. και των ΗΠΑ. Λίγα πράγματα μπορεί να κάνει η κυβέρνηση Αναστασιάδη για να ανατρέψει ένα αρνητικό τετελεσμένο, όπως η αρχή του ανοίγματος της Αμμοχώστου. Θα γίνει επίκληση, βεβαίως, στα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ (550 της 11ης Μαΐου 1984 και 789 της 25ης Νοεμβρίου 1992), ωστόσο είναι απολύτως δεδομένο ότι αυτό ελάχιστα ενδιαφέρει μια κυβέρνηση που έχει εισβάλλει παράνομα σε δύο χώρες (Συρία και Ιράκ), διατηρεί μισθοφόρους και στρατό σε τουλάχιστον δύο (Λιβύη και Αζερμπαϊτζάν) και έχει γενικότερα αποδυθεί σε έναν μαραθώνιο αναθεωρητισμού ανά την Ανατολική Μεσόγειο.
Μαζί με τις ανακοινώσεις για τα Βαρώσια, ο Ερντογάν επανάφερε και την λύση των δύο κρατών στο τραπέζι. Όλο αυτό το σκηνικό που δημιουργείται αποτελεί στην πραγματικότητα μια σφήνα την οποία ο Νίκος Αναστασιάδης και οι κυπριακές πολιτικές δυνάμεις δεν μπορεί να αγνοήσουν. Η Τουρκική πλευρά ανοίγει τα Βαρώσια παρέχοντας τη δυνατότητα επιστροφής περιουσιών στους Ελληνοκύπριους που θα αποφασίσουν να επιστρέψουν στην Αμμόχωστο υπό τουρκοκυπριακή διοίκηση. Δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι δεν θα εκδηλωθεί ελληνοκυπριακό ενδιαφέρον.
Παράλληλα, η απόφαση για άνοιγμα των Βαρωσίων κινείται μεν κατά των ψηφισμάτων του ΟΗΕ, παραμένει δε εντός των ορίων των αρνητικών τετελεσμένων που δημιουργήθηκαν με τη διπλή τουρκική εισβολή του Ιουλίου και Αυγούστου του 1974. Είναι μια λεπτή ισορροπία. Παρά τις προκλήσεις δύσκολα αναμένεται από οποιονδήποτε διεθνή παράγοντα να ταχθεί κατά της επανέναρξης των συνομιλιών για το Κυπριακό, προτού – για παράδειγμα -η Αμμόχωστος επανέλθει στο status quo ante. Και ποιο ήταν άραγε αυτό; Θα διερωτηθεί κάποιος καλόπιστος ξένος παρατηρητής.
Πράγματι, το τμηματικό άνοιγμα της περίκλειστης πόλης της Αμμοχώστου επιβαρύνει την ατμόσφαιρα και υπονομεύει τη δυνατότητα ειλικρινούς επανεκκίνησης των συνομιλιών για το Κυπριακό. Ο ίδιος ο τουρκοκύπριος ηγέτης Ερσίν Τατάρ εμφανίζεται βασιλικότερος του βασιλέως (Ερντογάν), κάνοντας τον Μουσταφά Ακιντζί σχεδόν να μοιάζει με μια ευχάριστη ανάμνηση από το παρελθόν. Μακάρι, βέβαια, τα πράγματα να ήταν τόσο απλά.
Το άνοιγμα των Βαρωσίων απλά θα λειτουργήσει ως ένας ακόμη λόγος πίεσης για την άμεση επανεκκίνηση των διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό με πίεση ασφυκτική για την Λευκωσία. Είτε τον Σεπτέμβριο στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, είτε λίγο αργότερα, οι συζητήσεις θα ξεκινήσουν πάλι. Αυτή τη φορά υπό την απειλή ότι την επόμενη φορά θα ανοίξουν μεγαλύτερα τμήματα της Αμμοχώστου. Υπό την απειλή της αποτυχίας που θα οδηγήσει σε δύο κράτη. Υπό την απειλή της περιθωριοποίησης και του ασφυκτικού στρατιωτικού εναγκαλισμού της Κυπριακής Δημοκρατίας από ένα ψευδοκράτος-στρατιωτική βάση και μακρά χείρα της Άγκυρας στην Ανατολική Μεσόγειο. Η πίεση αυτή δεν περιορίζεται μόνο στη Λευκωσία, αλλά μπορεί να επεκταθεί εύκολα και στην Αθήνα σε μια περίοδο αργής και δύσκολης αποκατάστασης των διαύλων με την Άγκυρα. Τα δύσκολα για τον Κυπριακό Ελληνισμό και την ηγεσία του αρχίζουν τώρα.
Κύπρος: Εθνικό Συμβούλιο για την Αμμόχωστο – Ενημερώνει Ε.Ε. και ΟΗΕ