Η φιέστα του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στα Κατεχόμενα έληξε με τον πλέον αναμενόμενο τρόπο, την ανακοίνωση «ανοίγματος» τμήματος της περίκλειστης πόλης της Αμμοχώστου, η οποία από τη δεύτερη εισβολή του 1974 λειτουργεί υπό καθεστώς τουρκικής στρατιωτικής διοίκησης. Δεν πρόκειται για μια νέα εξέλιξη, αλλά για υλοποίηση μιας «προεκλογικής» εξαγγελίας που είχε κάνει ο Ερσίν Τατάρ για μετατροπή της Αμμοχώστου σε «Λας Βέγκας της Μεσογείου» και ήδη από το 2019 είχε συζητηθεί εξαντλητικά. Το άνοιγμα των Βαρωσίων, της πάλαι ποτέ τουριστικής περιοχής της Αμμοχώστου, είχε προαναγγελθεί και τον περασμένο Νοέμβριο, όταν ο κ. Ερντογάν μετά του κ. Τατάρ και των συζύγων τους είχαν φάει δίπλα στο κύμα στα κατεχόμενα Βαρώσια, σε μια κίνηση – υπενθύμιση ότι η Aγκυρα θα προχωρήσει στον αρχικό σχεδιασμό της.
Για τη Λευκωσία η πλέον προβληματική πτυχή της εργαλειοποίησης της Αμμοχώστου από την Αγκυρα είναι η δυνατότητα που παρέχεται μέσω μιας παράνομης «επιτροπής» για περιουσίες, προκειμένου να προσελκύσουν τους Ελληνοκύπριους προ του 1974 ιδιοκτήτες που ενδεχομένως επιθυμούν να εκμεταλλευθούν την ευκαιρία και να κατοχυρώσουν τα ούτως ή άλλως αναφαίρετα δικαιώματά τους. Πρόκειται για ένα δύσκολο σημείο και στη Λευκωσία το γνωρίζουν πολύ καλά. Σήμερα ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκος Αναστασιάδης έχει συγκαλέσει Εθνικό Συμβούλιο και αναμένεται να ζητήσει άμεσα προσφυγή στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Στόχος της Λευκωσίας είναι να ζητήσει από το Σ.Α. του ΟΗΕ νέο καταδικαστικό ψήφισμα ή κάποια δήλωση, προκειμένου να καταστεί σαφές ότι και το 2021 παραμένουν δεσμευτικά τα κείμενα που αφορούν την Αμμόχωστο. Επιπλέον, χθες ο κ. Αναστασιάδης συνομίλησε τηλεφωνικώς με τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, προκειμένου να συντονιστούν περαιτέρω.
Σε μια παράλληλη διαδικασία, ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας μίλησε με την υφυπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Βικτόρια Νούλαντ, μεταξύ άλλων και για την κατάσταση που διαμορφώνεται στην Κύπρο.
Παράλληλα, ο κ. Ερντογάν ανακοίνωσε και την πρόθεση της Αγκυρας αλλά και του ψευδοκράτους να κινηθούν, ενόψει πιθανής επανέναρξης της διαδικασίας διαπραγματεύσεων για την επίλυση του Κυπριακού, βάσει μιας λύσης δύο κρατών. Ο τρόπος με τον οποίο κινήθηκε χθες ο κ. Ερντογάν μπορεί να προκαλεί ανησυχία σε Λευκωσία και Αθήνα, ωστόσο δεν λειτουργεί απαγορευτικά για νέες συνομιλίες. Είτε αυτές δρομολογηθούν μετά την ερχόμενη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη τον Σεπτέμβριο, είτε ξεκινήσουν αργότερα, οι συνομιλίες θα έχουν ως αναπόφευκτο αντικείμενο και το καθεστώς της Αμμοχώστου. Αν και δυτικοί διπλωματικοί κύκλοι εκτιμούν ότι μετά τη φιέστα και τη σκληρή ρητορική, θα καταστεί πιθανή μια αναθέρμανση των συνομιλιών, είναι εξίσου σαφές πως ο κ. Ερντογάν δημιούργησε νέα τετελεσμένα, τα οποία επιβαρύνουν επί της ουσίας τη θέση ενός από τους δύο βασικούς συμμετέχοντες στη διαδικασία υπό τον ΟΗΕ, δηλαδή εκείνη της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Σε επόμενη φάση, αναμένεται, επίσης, να φανεί αν η Αγκυρα θα υλοποιήσει και απειλές όπως η περαιτέρω ενίσχυση της τουρκικής στρατιωτικής παρουσίας στο νησί ή η επανέναρξη γεωτρήσεων και ερευνών στην ανακηρυχθείσα κυπριακή ΑΟΖ.
Αντίδραση από Ε.Ε., ΗΠΑ
Απαράδεκτες χαρακτηρίζει σε γραπτή δήλωσή του τις ανακοινώσεις Ερντογάν για τα Βαρώσια ο ύπατος εκπρόσωπος της Ε.Ε. Ζοζέπ Μπορέλ. «Η Ε.Ε. εξακολουθεί να θεωρεί την κυβέρνηση της Τουρκίας υπεύθυνη για την κατάσταση στα Βαρώσια. Θα παρακολουθήσουμε την αυριανή (σ.σ. σημερινή) κλειστή συνεδρίαση του Συμβουλίου Ασφαλείας για την Κύπρο και θα αποφασίσoυμε αναλόγως τα επόμενά μας βήματα», σημείωσε ο κ. Μπορέλ. Την ίδια στιγμή από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ υπενθυμίζεται ότι συζήτηση για δύο κράτη δεν μπορεί να γίνει. Νωρίτερα χθες, σε μια ακρόαση στο Κογκρέσο για την επιβεβαίωση της τοποθέτησης της νέας αναπληρώτριας υπουργού Εξωτερικών για τις Ευρωπαϊκές Υποθέσεις Κάρεν Ντόνφριντ, οι γερουσιαστές Μπομπ Μενέντεζ και Κρις βαν Χόλεν έθεσαν το ζήτημα της τουρκικής προκλητικότητας. Η κ. Ντόνφριντ περιέγραψε τις κινήσεις ανοίγματος των Βαρωσίων ως «ασύμβατες με τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ» αλλά και «προκλητικές» που «αποσταθεροποιούν την περιοχή». Η κ. Ντόνφριντ δεσμεύθηκε να εργαστεί για την αποκλιμάκωση των εντάσεων στην περιοχή.