Οι πρόσφατες προκλητικές ενέργειες της Τουρκίας, ιδίως οι εκδηλώσεις των νεοοθωμανικών προθέσεων στην πόλη της Αμμοχώστου κατά την επέτειο της τουρκικής εισβολής του 1974, έχουν πυροδοτήσει μια αρκετά ζωηρή και αντιφατική δημόσια συζήτηση, η οποία, φοβούμαι, υποκρύπτει δύο σοβαρούς κινδύνους τους οποίους ας μου επιτραπεί να σχολιάσω συνοπτικά.
Πρώτον, η συζήτηση των τελευταίων εβδομάδων επαναφέρει στην επικαιρότητα το κυπριακό ζήτημα, δίνοντας την ευκαιρία σε πολλούς να εκφέρουν γνώμες και να προβαίνουν σε παραινέσεις και κρίσεις, δημιουργώντας συχνά με τα λεγόμενα και τα γραφόμενά τους την εντύπωση ότι δεν γνωρίζουν περί τίνος ακριβώς πρόκειται. Το κυπριακό ζήτημα για την Ελλάδα δεν είναι ένα περιστασιακό περιφερειακό πρόβλημα, που αναζωπυρώνεται κατά καιρούς προκαλώντας ενδεχομένως και κάποια ενόχληση ή περισπασμό από άλλα πιεστικότερα προβλήματα και φροντίδες. Oπως μπορέσαμε να θυμηθούμε πρόσφατα, με την ευκαιρία της διακοσιετηρίδος της Ελληνικής Επανάστασης και της συμμετοχής των Κυπρίων, με μεγάλες θυσίες, σε αυτήν, το κυπριακό ζήτημα ανακύπτει ήδη το έτος 1821 με τη δήλωση των διασωθέντων από τις σφαγές του Ιουλίου 1821 στην Κύπρο, ότι «συμφώνως με τους λοιπούς αδελφούς ημών Eλληνας θέλομεν προσπαθήσει την ελευθερίαν της ειρηνικής ημών, πάλαι μεν μακαρίας ήδη δε τρισαθλίας Νήσου Κύπρου».
Αυτό είναι το κυπριακό ζήτημα, αίτημα ελευθερίας μιας νήσου με πανάρχαιο ελληνικό πολιτισμό, που κατόρθωνε να ενσωματώνει τους ξένους κατακτητές στην τοπική γλωσσική πραγματικότητα και να επιβιώνει μέσα στον χρόνο ως το ανατολικότερο μέτωπο του ελληνικού κόσμου. Το αίτημα αυτό επαναδιατυπώθηκε ήδη τον Αύγουστο του 1828 με την έκκληση των ιεραρχών και των προκρίτων της Κύπρου προς τον κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια να μεριμνήσει για τη συμπερίληψη της μεγαλονήσου στο υπό δημιουργία ελεύθερο ελληνικό κράτος. Αυτό υπήρξε έκτοτε το κυπριακό ζήτημα, αίτημα ελευθερίας και αυτοδιαθέσεως που διατρέχει τον δέκατο ένατο, τον εικοστό και εξακολουθεί να παραμένει εκκρεμές και κατά τον εικοστό πρώτο αιώνα.
Η διεκδίκηση και διαχείριση του αιτήματος αυτού από τους Eλληνες της Κύπρου υπήρξε σε σημαντικό βαθμό ανεπιτυχής, λόγω αστοχιών και άκαιρων κινήσεων, που μαρτυρούσαν φυσικά ανεπαρκή πολιτική κρίση. Δεν είναι όμως η κατάλληλη στιγμή να αναλογιστούμε αυτή την ιστορία. Η διεκδίκηση της αυτοδιάθεσης της Κύπρου, πάντως, είχε ως σημαντικό επίτευγμα τη δημιουργία, το 1960, της Κυπριακής Δημοκρατίας ως ανεξάρτητου και κυρίαρχου κράτους και ασπίδας της επιβίωσης του κυπριακού ελληνισμού στην αρχαία του κοιτίδα. Και της Κυπριακής Δημοκρατίας η ιστορική διαδρομή χαρακτηρίστηκε από ανεπαρκή κατανόηση των διαστάσεων του κυπριακού ζητήματος και από κακούς χειρισμούς που οδήγησαν στην τραγωδία του 1974, στην τουρκική εισβολή και την κατοχή της βόρειας Κύπρου από την Τουρκία. Σε αυτό το σημείο παρέμεινε καθηλωμένο το κυπριακό ζήτημα, με αλλεπάλληλες αποτυχίες στις απόπειρες επίλυσής του, αλλά και μια μεγάλη επιτυχία, την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Eνωση το 2004, εξέλιξη η οποία αποτελεί πλέον την ισχυρότερη εγγύηση της επιβίωσης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Eνωση, με την ασφάλεια και την ευημερία που προσφέρει, συνιστά επίσης και τη μόνη προοπτική επανένωσης της Κύπρου, με την έλξη που ασκεί στους Τουρκοκυπρίους η ευρωπαϊκή Κύπρος, ως δυνατότητα επιβίωσης της κοινότητάς τους, η οποία απειλείται με εξαφάνιση μέσα στον μαζικό εποικισμό από την Τουρκία. Τις δυνατότητες αυτές καλείται πρωταρχικά να αξιοποιήσει η Κυπριακή Δημοκρατία για να εξασφαλίσει την αποκατάσταση της ενότητας της νήσου και την ύπαρξή της ως κυρίαρχης πολιτικής οντότητας. Να πείσουμε τους Τουρκοκυπρίους για την ειλικρίνεια των προθέσεών μας να συνυπάρξουμε με αυτούς σε μια ενιαία κυπριακή κοινωνία, με απόλυτο σεβασμό της ισότητας και των δικαιωμάτων τους, αποτελεί την πραγματική δοκιμασία η οποία θα κρίνει και την επιβίωση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αυτή η ευρύτερη εικόνα του κυπριακού ζητήματος δεν πρέπει να αγνοείται στις σχετικές συζητήσεις, ιδίως επειδή μας υπενθυμίζει την επιτακτική ανάγκη της πολιτικής φρόνησης και της άσκησης πολιτικής ευθύνης στον χειρισμό των εθνικών θεμάτων.
Ο δεύτερος κίνδυνος ο οποίος υποκρύπτεται υπό την τρέχουσα συζήτηση συνδέεται με την ανάδυση στον πολιτικό λόγο και την κοινή γνώμη της ιδέας των δύο κρατών, της επίσημης δηλαδή διχοτόμησης της Κύπρου, ως συζητήσιμης λύσης του Κυπριακού. Αν και οι κυβερνήσεις τόσο της Κυπριακής Δημοκρατίας όσο και της Ελληνικής Δημοκρατίας απέκλεισαν ρητά την τουρκική αξίωση των δύο κρατών στην Κύπρο, ήδη στην κοινή γνώμη φαίνεται να εμφιλοχωρεί η ιδέα ως στροφή στον πολιτικό ρεαλισμό για την οριστική υπέρβαση του προβλήματος. Οσοι μάλιστα αντιτίθενται στη λύση των δύο κρατών, δηλαδή στη διχοτόμηση της Κύπρου, θεωρούνται ή σύντομα θα θεωρηθούν ως εμφορούμενοι από αλυτρωτικά αισθήματα και άλλες εκδοχές του πολιτικού ρομαντισμού. Η προοπτική των δύο κρατών ή μιας ομοσπονδίας με δύο συνιστώσες πολιτείες, φορείς ίσων κυριαρχικών δικαιωμάτων, κάθε άλλο παρά εγγυάται ρεαλιστική λύση του Κυπριακού. Απεναντίας ανοίγει τον δρόμο, όχι μόνο για τον «εκφινλανδισμό» –για να θυμηθούμε έναν όρο της εποχής του Ψυχρού Πολέμου– του ελληνοκυπριακού κράτους υπό τη βαριά σκιά της Τουρκίας, η οποία διά του τουρκοκυπριακού κράτους, το οποίο ως διάδοχο κράτος της Κυπριακής Δημοκρατίας θα μετέχει πιθανότατα και στην Ευρωπαϊκή Ενωση, θα μπορεί περαιτέρω να εκβιάζει με κάθε δυνατό τρόπο και την ίδια την ενωμένη Ευρώπη, με πρώτο αποδέκτη των εκβιασμών, βεβαίως, την Ελληνική Δημοκρατία.
Ας τα σκεφθούν όλα αυτά τα ενδεχόμενα όσοι ερωτοτροπούν με την ιδέα των δύο κρατών στην Κύπρο. Ας σκεφθούν όμως επίσης, ίσως κατ’ ιδίαν, με μια συνειδησιακή ενδοσκόπηση, κατά πόσον δικαιούται η δική μας γενιά μετά τις τρεις χιλιετίες ελληνικής ιστορίας στην Κύπρο, να εκχωρήσουμε τα ιστορικά εδάφη της κατεχόμενης βόρειας Κύπρου και την Αμμόχωστο ως νόμιμη λεία στον εισβολέα. Ποιοι είμαστε εμείς για να αποτολμήσουμε κάτι τέτοιο;
* O κ. Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης είναι τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.