Η θητεία της Aγκελα Μέρκελ τελειώνει σε μια συγκυρία στην οποία η Ε.Ε. προσεγγίζει μια νέα αντίληψη για την οικονομία και το κοινωνικό κράτος, αντίθετη με το δόγμα που η Γερμανίδα καγκελάριος επέβαλε στην Ευρωζώνη και ειδικά στα πιο ευάλωτα κράτη, στα χρόνια της κρίσης.
Σήμερα όλα αυτά που έφεραν μνημόνια λιτότητας στις χώρες με προβλήματα δημοσιονομικού ελλείμματος και χρέους είναι αδιανόητα. Και όλα αυτά που μας χώρισαν στην πρώτη μας συνάντηση, το 2015, είναι αυτονόητα απέναντι στην κρίση της πανδημίας.
Η Αγκελα Μέρκελ αναδείχθηκε καγκελάριος σε μια περίοδο που η Γερμανία είχε βγει από την οικονομική κρίση του 2000, αξιοποιώντας τα εμπορικά της πλεονάσματα και σε μεγάλο βαθμό την υπερκατανάλωση του ευρωπαϊκού Νότου. Σταθερά απέφευγε οποιαδήποτε συζήτηση για αυτήν την προμνημονιακή ελληνογερμανική οικονομική σχέση, όσες φορές και αν της την υπενθυμίσαμε, τόσο εγώ όσο και άλλοι Ελληνες πρωθυπουργοί.
Κατά την περίοδο της ευρωπαϊκής οικονομικής κρίσης και της δύσκολης συνεργασίας μας, σταχυολογώ ως ιδιαίτερα ενδιαφέροντα και άξια αναφοράς τα όσα διαμείφθηκαν στην πρώτη, αλλά και στην τελευταία επίσημη διμερή μας συνάντηση.
Και αυτό γιατί αναδεικνύουν εύγλωττα τις αντιφάσεις της: από τη μία την προσπάθειά της να εδραιώσει τη γερμανική ηγεμονία στην Ευρωζώνη και να νομιμοποιήσει ηθικά τη γερμανική στάση επικαλούμενη αντικειμενικούς κανόνες και «απαραίτητες μεταρρυθμίσεις που προτάσσουν οι θεσμοί», από την άλλη την προσπάθεια να διατηρήσει τη συνοχή της Ε.Ε. και να κατοχυρώσει την εικόνα μιας ευρωπαϊκής Γερμανίας ανοιχτής στον διάλογο.
Συγκρουστήκαμε σε μια εξαιρετικά κρίσιμη στιγμή της κρίσης στην Ευρωζώνη, όταν οι γερμανικές πολιτικές λιτότητας είχαν όχι μόνο οδηγήσει την Ελλάδα σε μια βαθιά κοινωνική κρίση και οικονομικό αδιέξοδο, αλλά είχαν βάλει σε κίνδυνο και τη συνοχή της Ε.Ε., διχάζοντας Βορρά και Νότο. Στο πλαίσιο αυτό, με εφαλτήριο τις συνομιλίες στην Ευρωζώνη και τη σύγκρουσή μας, ιδίως με το ΔΝΤ, είχα επικεντρωθεί στην προσπάθεια συντονισμού κυρίως με τη Γαλλία και την Ιταλία για να υποστηριχθούν οι ελληνικές θέσεις απέναντι στις πολιτικές λιτότητας. Στις 16 Μαρτίου 2015 η Γερμανίδα καγκελάριος μου τηλεφώνησε προκειμένου να με προσκαλέσει στο Βερολίνο. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τα λόγια της: «Είναι προτιμότερο να μιλάμε ο ένας με τον άλλον, παρά να μιλάει ο ένας για τον άλλον μέσω τρίτων». Της απάντησα ότι συμφωνώ, αρκεί να ξέρει ότι η κυβέρνηση έχει αλλάξει και ο ελληνικός λαός ψήφισε τον ΣΥΡΙΖΑ, για να αγωνιστεί για τα συμφέροντά του – όχι μόνο για να μιλάει.
Η συνάντηση στο Βερολίνο ήταν δύσκολη και ουσιαστικά συμφωνήσαμε σε ποια (πολλά) θέματα διαφωνούσαμε. Αφού ολοκληρώθηκαν οι συνομιλίες, μου είπε κατ’ ιδίαν: «Να ξέρεις ότι παρά τις διαφωνίες θα κάνω ό,τι μπορώ για να βοηθήσω να βρεθεί λύση και οποιαδήποτε στιγμή θα είμαι διαθέσιμη να συζητήσουμε τις δυσκολίες». Απάντησα ότι θα το αξιοποιήσω για να υπερβαίνουμε τις δυσκολίες που θα δημιουργούνταν στο Εurogroup. Θεωρούσαμε και οι δύο ότι ακριβώς επειδή οι θέσεις μας μας οδηγούσαν σε σύγκρουση, ήταν ακόμα πιο σημαντικό να διατηρηθεί ένας κώδικας επικοινωνίας βασισμένος στην ειλικρίνεια, στην ευθύτητα και σε ένα επίπεδο αλληλοσεβασμού.
Στη συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε ανέδειξα τις θέσεις μας σχεδόν με σκληρότητα, εξέφρασα όμως την κατηγορηματική μου αντίθεση στο εξώφυλλο του Spiegel που παρουσίαζε τη Μέρκελ με ναζί στρατιώτες στην Ακρόπολη. Τόνισα ότι είναι εξαιρετικά άδικο για την καγκελάριο αλλά και για τη Γερμανία και τον γερμανικό λαό, να υφίσταται αυτόν τον ανιστόρητο παραλληλισμό.
Πολύ αργότερα, η ίδια μου εκμυστηρεύτηκε ότι αυτή η καθαρή τοποθέτηση συνέβαλε στο να οικοδομήσουμε μια έντιμη και ειλικρινή επικοινωνία, παρά τις εξαιρετικά δύσκολες στιγμές που ακολούθησαν κατά τη διαπραγμάτευση για έξοδο από το οικονομικό πρόγραμμα, αλλά και κατά την προσφυγική κρίση.
Σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά την πρώτη εκείνη επίσημη επαφή, στις 11 Ιανουαρίου 2019 η Γερμανίδα καγκελάριος πραγματοποίησε επίσκεψη στην Αθήνα και είχαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε με μεγαλύτερη ειλικρίνεια από ποτέ στο δείπνο που της παρέθεσα στον Πειραιά.
Η Ελλάδα είχε εξέλθει από τα οικονομικά προγράμματα και ρύθμιζε το χρέος της. Είχε επανέλθει στην ανάπτυξη, ενώ η ανεργία είχε μειωθεί σημαντικά. Παράλληλα, είχαμε αντιμετωπίσει, σε συνεργασία και με τη Γερμανία, τη χειρότερη ευρωπαϊκή προσφυγική κρίση μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και είχαμε λύσει το Μακεδονικό.
Μιλήσαμε για την Ευρώπη μετά το Brexit και τόνισε πόσο σημαντικό είναι να στηρίξουμε την Ε.Ε. και να βρίσκουμε «ευρωπαϊκές λύσεις» όπως με τη Συμφωνία των Πρεσπών. Και κάποια στιγμή κάναμε μια μεγάλη αναδρομή στα γεγονότα της ελληνικής κρίσης. Τη ρώτησα ευθέως γιατί προέβη σε αυτό που θεωρώ ως το μεγαλύτερο λάθος της ηγεσίας της σε σχέση με την οικονομική κρίση: Γιατί υποστήριξε την εμπλοκή του ΔΝΤ στα ευρωπαϊκά οικονομικά προγράμματα, ενώ η ίδια στηρίζει «ευρωπαϊκές λύσεις».
Πιστή στις αντιφάσεις της, μου απάντησε ότι απαιτούνταν ένα επίπεδο αυστηρότητας στην τήρηση των κανόνων, που δεν μπορούσε να εξασφαλισθεί εντός της ευρωπαϊκής οικογένειας. Χρειαζόμασταν έναν «ξένο» θεσμό εκτός Ε.Ε. να το επιβάλει.
Απάντησα, τονίζοντας τις τραγικές, κατά τη γνώμη μου, συνέπειες αυτής της επιλογής.
Κατά την οικονομική κρίση, η Αγκελα Μέρκελ εδραίωσε τον ηγεμονικό ρόλο της Γερμανίας, υποστηρίζοντας ότι κινητήρια δύναμη της Ε.Ε. πρέπει να είναι μια ισχυρή νομισματική ένωση βασισμένη στην εφαρμογή νεοφιλελεύθερων πολιτικών λιτότητας, ιδιαίτερα εις βάρος των πιο αδύναμων οικονομικά κρατών-μελών. Αυτή η στρατηγική, όμως, ήταν που υπονόμευσε την αλληλεγγύη στην Ευρώπη, ενίσχυσε την εθνική περιχαράκωση των κρατών-μελών και οδήγησε σε μία διπλωματικά αδύναμη Ε.Ε., σε μία περίοδο μεγάλων γεωπολιτικών αλλαγών.
Αυτή η Ε.Ε. έστρωσε το έδαφος για όσους υποστήριζαν το Grexit, για όσους στήριξαν το Brexit, και βέβαια για την άνοδο της Ακροδεξιάς.
Οταν η Μέρκελ υποστήριξε δυναμικά μια πιο ανθρωπιστική διαχείριση του προσφυγικού, ή την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με τη Βόρεια Μακεδονία και την Αλβανία, αυτή ήταν η Ε.Ε. που βρήκε απέναντί της. Γι’ αυτό, η στήριξή της στο Ταμείο Ανάκαμψης απέναντι στις συνέπειες της υγειονομικής κρίσης, καθώς και η υποστήριξή της σε ευρωπαϊκές πολιτικές που η ίδια απέρριπτε λίγα χρόνια πριν σε σχέση με την κρίση της Ευρωζώνης, αποτελεί μια θετική στροφή στη θητεία της και εξαιρετικά σημαντική συμβολή στην παρακαταθήκη της.
Ισως είναι ειρωνεία της τύχης αλλά αυτή η τελευταία πρωτοβουλία της αποτελεί σήμερα ευκαιρία για τις προοδευτικές ευρωπαϊκές δυνάμεις, στην κοινή μας προσπάθεια για μια πολύ διαφορετική Ευρώπη από αυτήν που αφήνει πίσω της η Αγκελα Μέρκελ.
*Ο κ. Αλέξης Τσίπρας είναι πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, πρώην πρωθυπουργός.