Διεξάγονται αύριο εκλογές στη Γερμανία για την ανάδειξη της νέας ομοσπονδιακής Βουλής και κυβέρνησης. Οι γερμανικές εκλογές έχουν μεγάλη διεθνή σημασία, με δεδομένο το μέγεθος της γερμανικής οικονομίας, με το ΑΕΠ των 4 τρισ. και τις εξαγωγές των 2 τρισ. δολαρίων.
Οι φετινές εκλογές είναι οι πιο αβέβαιες εδώ και δεκαετίες. Η προεκλογική περίοδος ξεκίνησε με τους Πρασίνους μπροστά, πριν υποχωρήσουν στην τρίτη θέση, τους Χριστιανοδημοκράτες να χάνουν την πρωτιά και να καταγράφουν δημοσκοπικά το χειρότερο ποσοστό στην ιστορία τους και τους μέχρι πρότινος ξεγραμμένους Σοσιαλδημοκράτες να ανεβαίνουν, αναπάντεχα, στην πρώτη θέση, πριν η ψαλίδα με τους δεύτερους Χριστιανοδημοκράτες αρχίσει και πάλι κάπως να κλείνει.
⇒ Διαβάστε ακόμη: Η Γερμανία μεταξύ «Τζαμάικας» και «Φαναριού»
Με άλλα λόγια, το τελικό αποτέλεσμα παραμένει αβέβαιο, όπως αβέβαιη είναι και η σύνθεση του νέου κυβερνητικού συνασπισμού. Εν μέσω αυτής της αβεβαιότητας, ωστόσο, υπάρχουν μερικά πράγματα που ξέρουμε:
Πρώτον, ξέρουμε ότι η Γερμανία θα αποκτήσει σίγουρα νέο καγκελάριο, αφού η Αγκελα Μέρκελ, έπειτα από 16 χρόνια στην καγκελαρία, αποχωρεί. Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία που ένας εν ενεργεία καγκελάριος δεν διεκδικεί την επανεκλογή του.
Δεύτερον, για πρώτη φορά, η Γερμανία οδεύει προς έναν τρικομματικό συνασπισμό, καθώς το γερμανικό κομματικό σύστημα συνεχίζει την πορεία κατακερματισμού του. Κάποτε, τα δύο μεγάλα κόμματα συγκέντρωναν το 80% των ψήφων. Τώρα, δεν έχουν ούτε το 50%. Κάποτε, το γερμανικό οριζόταν ως το σύστημα των δυόμισι κομμάτων με τους Φιλελεύθερους (Ελεύθεροι Δημοκράτες, FDP) να παίζουν τον ρόλο του μπαλαντέρ. Στη δεκαετία του 1980 προστέθηκαν οι Πράσινοι, του 1990 η Αριστερά του Die Linke και πιο πρόσφατα η ακροδεξιά Αλτερνατίβα. Τα δυόμισι έγιναν έξι κόμματα και οι πάλαι ποτέ κραταιοί Χριστιανοδημοκράτες, που ηγήθηκαν στα 50 από τα 70 χρόνια της μεταπολεμικής Γερμανίας, υποχωρούν.
⇒ Διαβάστε ακόμη: Φτωχοί αλλά σέξι στην περιοχή Βερολινο
Τρίτον, οι εκλογές διεξάγονται εν μέσω μιας ήπιας κρίσης εθνικής αυτοπεποίθησης. Αν και στο εξωτερικό πολλοί θαυμάζουν την αποτελεσματικότητα των Γερμανών, στο εσωτερικό υπάρχει σήμερα πολύ γκρίνια για τα δεκάδες θύματα των πλημμυρών του καλοκαιριού, που αποκάλυψαν μεγάλα κενά στην τοπική αυτοδιοίκηση, αλλά και τη διαχείριση της πανδημίας που αποτέλεσε πεδίο μεγάλης σύγκρουσης μεταξύ της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και των κρατιδίων. Ακόμη και οι καθυστερήσεις στην ψηφιοποίηση, με κάποιες συγκρίσεις να φέρνουν τη Γερμανία πίσω από την Ελλάδα, έχουν τροφοδοτήσει ευρύτερη αμφισβήτηση.
Τέταρτον, σε αντίθεση με άλλα μέρη της Ευρώπης, η συντριπτική πλειοψηφία των κομμάτων και των ψηφοφόρων παραμένει φιλοευρωπαϊκή. Η αντιευρωπαϊκή Αλτερνατίβα δεν δείχνει να έχει κάποια απειλητική δυναμική και παραμένει περιχαρακωμένη σε μια «υγειονομική» ζώνη αποκλεισμού.
Πέμπτον, στην Ελλάδα και αλλού έχουν δημιουργηθεί προσδοκίες ότι μια πιο αριστερή κυβέρνηση στη Γερμανία θα είναι πιο «αλληλέγγυα» προς τον ευρωπαϊκό Νότο. Ο υποψήφιος των Σοσιαλοδημοκρατών, Ολαφ Σολτς, έχει σπεύσει να διαψεύσει τις προσδοκίες αυτές δηλώνοντας, εν ολίγοις, ότι, είτε «δεξιά» είτε «αριστερή», η κυβέρνηση παραμένει κυβέρνηση της Γερμανίας, εκλεγμένη από Γερμανούς ψηφοφόρους και άρα προσηλωμένη να υπηρετεί τα συμφέροντα της Γερμανίας. Για μια γερμανική κυβέρνηση θα είναι πάντα δύσκολο (όχι ακατόρθωτο, όπως η Ιστορία διδάσκει) να συνεισφέρει επιπλέον χρήματα στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
⇒ Διαβάστε ακόμη: Γερμανικές εκλογές χωρίς μπίρες και Μέρκελ
Με λίγα λόγια, η νέα γερμανική κυβέρνηση θα είναι διαφορετική στη σύνθεσή της αλλά όχι απαραίτητα στην πολιτική της. Εκεί θα έχουμε περισσότερο συνέχεια παρά ρήξη με το πρόσφατο παρελθόν.
Αλλωστε, η ίδια η Μέρκελ ήταν στα αριστερά των Χριστιανοδημοκρατών και η πολιτική της κυριαρχία βασίστηκε στην υιοθέτηση μεγάλου μέρους της κεντροαριστερής ατζέντας (περιβάλλον, κοινωνική προστασία, μετανάστες κ.λπ.). Τώρα, πιθανός διάδοχός της εμφανίζεται ο Σολτς. Ομως, ο ίδιος ο Σολτς θεωρείται από τους Σοσιαλδημοκράτες συντρόφους του ως «δεξιός» και απέτυχε να εκλεγεί στην προεδρία του κόμματος.
Με άλλα λόγια, μέσα σε όλη αυτή την αβεβαιότητα, πρωτόγνωρη για τα γερμανικά πολιτικά ήθη της εμμονικής προβλεψιμότητας και της αποστροφής για τις εκπλήξεις, μπορεί κανείς ίσως να διακρίνει μια βεβαιότητα. Παραφράζοντας ένα παλιό γιουγκοσλαβικό σλόγκαν, οι Γερμανοί φαίνεται ότι, παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις, μετά τη Μέρκελ, θέλουν Μέρκελ! Αν όχι ως πρόσωπο, τουλάχιστον ως πολιτική.
⇒ Διαβάστε ακόμη: Αφιέρωμα «Κ»: Μετά τη Μέρκελ, τι
* Ο κ. Δημήτρης Καιρίδης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και βουλευτής Ν.Δ., Βόρεια Αθήνα.