Η ρήτρα αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής στο άρθρο 2 της συμφωνίας στρατηγικής συνεργασίας Γαλλίας και Ελλάδας εξέπληξε πολλούς. «Τα μέρη θα παρέχουν βοήθεια το ένα στο άλλο, με όλα τα κατάλληλα μέσα, αν χρειαστεί με τη χρήση ενόπλων δυνάμεων, εφόσον διαπιστώσουν από κοινού ότι βρίσκεται σε εξέλιξη ένοπλη επίθεση εναντίον του εδάφους μιας από τις δύο χώρες, σε συμφωνία με το αρθρο 51 της Χάρτας των Ηνωμένων Εθνών», αναφέρει η συμφωνία.
Ο Μπρινό Τετρέ, αναλυτής στρατηγικών θεμάτων στο γαλλικό Ινστιτούτο Μοντέιν, εξηγεί ότι η αμυντική συμφωνία δεν σηματοδοτεί σκλήρυνση της στάσης της Γαλλίας απέναντι στην Αγκυρα. Την ίδια μέρα που ο Ελληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης βρισκόταν στο Παρίσι για να υπογράψει τη συμφωνία, ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικού Εμπορίου Φρανκ Ριστέρ βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη για την πρώτη συνάντηση της Κοινής Επιτροπής Οικονομίας και Εμπορίου Γαλλίας – Τουρκίας από το 2018.
Η ελληνογαλλική συμφωνία είναι το επιστέγασμα 18μηνης προσέγγισης στο διπλωματικό και στο στρατιωτικό πεδίο, η οποία έχει ως αποτέλεσμα η Γαλλία να είναι η πλέον ένθερμη υποστηρίκτρια της ελληνικής υπόθεσης στην Ε.Ε. καθώς και να συμφωνηθεί η πώληση 24 μαχητικών – βομβαρδιστικών τύπου Rafale στην Ελλάδα. Τα συμφέροντα της γαλλικής βιομηχανίας έπαιξαν ρόλο στους υπολογισμούς του Γάλλου προέδρου Μακρόν, όπως έπαιξε ρόλο και η επιθυμία του για την προστασία των εξωτερικών συνόρων της Ε.Ε. και η προσωπική του αδυναμία προς την Ελλάδα.
Η συμφωνία δεν αναστάτωσε μόνο την Αγκυρα, αλλά και το Βερολίνο, το Λονδίνο και την Ουάσιγκτον. Σύμφωνα με αναφορές τις οποίες επικαλείται ο κ. Τετρέ, οι χώρες αυτές πληροφορήθηκαν το περιεχόμενό της την ημέρα της υπογραφής της. Ως προς το βασικό ερώτημα, αν η συμφωνία είναι θετική ή αρνητική για την ασφάλεια και τη σταθερότητα στην Ανατολική Μεσόγειο, ο Γάλλος αναλυτής έχει να πει τα εξής: «Εκ πρώτης όψεως, από νομικής πλευράς, οι δεσμεύσεις δεν είναι τόσο ισχυρές, πρώτον, γιατί περιλαμβάνουν τη φράση “από κοινού” (που σημαίνει ότι οι χώρες μπορεί να διαφωνήσουν ως προς τον χαρακτηρισμό μιας επιθετικής ενέργειας, αν δεν πρόκειται για μεγάλη στρατιωτική επίθεση) και, δεύτερον, γιατί μια στρατηγική εταιρική σχέση δεν είναι Συνθήκη, δεν είναι δηλαδή η ανώτατη μορφή κρατικής δέσμευσης που προβλέπει το διεθνές δίκαιο. Είναι επίσης σαφές ότι η συμφωνία δεν έχει εφαρμογή στις αμφισβητούμενες ΑΟΖ και πολύ περισσότερο στην επέκτασή τους».
Υπάρχουν, ωστόσο, δύο σενάρια στα οποία μπορεί η Ελλάδα να επικαλεστεί γαλλική βοήθεια με βάση τη συμφωνία. Το ένα είναι μια σύγκρουση για τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, ίσως, όπως φοβάται η Ελλάδα, ως σκόπιμη πρόκληση από τον Τούρκο πρόεδρο Ερντογάν πριν από τις προεδρικές εκλογές του 2023. Το δεύτερο θα ήταν μια ελληνική απόφαση για επέκταση των χωρικών υδάτων της στα 12 ναυτικά μίλια. «Η Αγκυρα φοβάται ότι αυτή η συμφωνία μπορεί να ωθήσει την Ελλάδα σε κινήσεις που αλλιώς δεν θα έκανε», σημειώνει ο κ. Τετρέ.