Το ελληνικό «όχι» στην Τουρκία

Πώς ο Κ. Σημίτης απέτρεψε συμμετοχή της Αγκυρας σε Ευρωπαϊκή Διάσκεψη

6' 55" χρόνος ανάγνωσης

Στο τέλος του 1997 οι Ευρωπαίοι ηγέτες σχεδίαζαν να καλέσουν την Τουρκία να συμμετάσχει σε Ευρωπαϊκή Διάσκεψη, όπως αποκαλύπτεται από απόρρητα έγγραφα του βρετανικού υπουργικού συμβουλίου, που αποχαρακτηρίστηκαν πρόσφατα και τα οποία δημοσίευσε ο πρώην αρχισυντάκτης της ελληνικής υπηρεσίας του BBC, Βύρων Καρύδης, στην «Παροικιακή», την ελληνοκυπριακή εφημερίδα του Λονδίνου. Χρειάστηκε αρκετή προσπάθεια και πολλές πρωτοβουλίες του Κώστα Σημίτη, του υπουργού Εξωτερικών Θεόδωρου Πάγκαλου, του στενού συνεργάτη του Σημίτη, Νίκου Θέμελη καθώς και του Γιάννου Κρανιδιώτη μεταξύ άλλων ώστε η στρατηγική που υποστήριζε η Αθήνα για τις ευρωτουρκικές σχέσεις –και η οποία συνδεόταν ευθέως με το Κυπριακό και την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε.– να υιοθετηθεί από τα υπόλοιπα κράτη-μέλη.

Συγκεκριμένα, το δεύτερο εξάμηνο του 1997 την προεδρία της Ε.Ε. ασκούσε το Λουξεμβούργο. Στις 20-21 Νοεμβρίου 1997, τρεις εβδομάδες πριν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Λουξεμβούργου (12-13 Δεκεμβρίου), πραγματοποιήθηκε εκεί Εκτακτη Σύνοδος με θέμα την απασχόληση. Σε αυτή τη σύνοδο οι ηγέτες δεν περιορίστηκαν στην επίσημη ατζέντα. Οπως αναφέρει ο κ. Καρύδης, ο προεδρεύων πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ (που αργότερα θα γινόταν πρόεδρος του Eurogroup και μετέπειτα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής) έθεσε προς συζήτηση τρία ερωτήματα: Πρώτον, πώς θα άρχιζαν οι διαδικασίες ένταξης των υποψηφίων χωρών στην Ε.Ε. Δεύτερον, αν θα υπήρχε Ευρωπαϊκή Διάσκεψη. Τρίτον, αν θα συμμετείχε η Τουρκία.

Ο μόνιμος αντιπρόσωπος της Βρετανίας στην Ε.Ε. Στίβεν Γουόλ σημείωνε στην αναφορά του προς το Φόρεϊν Οφις τα εξής: «Ο πρωθυπουργός (Τόνι Μπλερ) άνοιξε τη συζήτηση υπογραμμίζοντας ότι η Ευρωπαϊκή Διάσκεψη δεν πρέπει να είναι μια διάσκεψη στην οποία θα ληφθούν αποφάσεις και σ’ αυτή θα πρέπει να συμμετάσχει και η Τουρκία». Ο καγκελάριος της Γερμανίας Χέλμουτ Κολ συμφώνησε. Χαρακτήρισε «σημαντικό» τον γεωπολιτικό ρόλο της Τουρκίας. Πρόσθεσε ότι θα μπορούσε στο μέλλον να ενταχθεί στην ευρωπαϊκή οικογένεια, αλλά αμέσως μετά ανέφερε τις λαϊκές αντιδράσεις για την παρουσία τριών εκατομμυρίων Τούρκων στη χώρα του. Είπε ότι «το Βερολίνο είναι η τρίτη τουρκική πόλη στον κόσμο» και ανέφερε ότι υπήρχαν «17 τζαμιά στη Φρανκφούρτη».

Στο δείπνο οι ηγέτες ομονόησαν ότι θα έπρεπε να συγκληθεί διάσκεψη στην οποία να συμμετείχε η Τουρκία. Κανείς δεν ήθελε να εκτεθεί ότι απορρίπτει την Τουρκία, ίσως γιατί υπολόγιζαν ότι η Ελλάδα θα το έκανε για λογαριασμό τους. «Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί να μη σπρώξουμε την Τουρκία στα χέρια των εξτρεμιστών. Η χώρα αυτή έχει ουσιαστική σημασία στη διατήρηση της ισορροπίας στην περιοχή», είπε ο πρόεδρος της Γαλλίας Ζακ Σιράκ.

«Δεν μπορώ να κατανοήσω τη στάση του Σημίτη», είπε ο καγκελάριος της Γερμανίας Χέλμουτ Κολ: «Η Τουρκία είναι μια χώρα του μέλλοντος».

Ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ φρόντισε να τονίσει ότι τα περισσότερα κράτη-μέλη πλην της Ελλάδας συμφωνούσαν για τη συμμετοχή της Τουρκίας σε μία Ευρωπαϊκή Διάσκεψη.

Η διαφωνία Σημίτη

Ο Κώστας Σημίτης είπε ότι η Ελλάδα διαφωνεί. Ομως, η κρίσιμη διαφορά με το παρελθόν ήταν ότι Αθήνα δεν ήταν πλέον απολύτως αρνητική. Ζητούσε αλλαγή πολιτικής της Τουρκίας με αντάλλαγμα το «ναι». Η προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών ήταν ένα από τα ζητούμενα. Ο κ. Σημίτης εξήγησε ταυτόχρονα ότι «δεν πρέπει να υπάρξει τουρκικό βέτο για τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Κύπρου σε συνδυασμό με τη θετική στάση της Αγκυρας έναντι της ειρηνευτικής διαδικασίας του ΟΗΕ για το Κυπριακό».

Αν η Τουρκία άλλαζε στάση, γιατί να επιμένει η Ελλάδα στο «όχι»; Παράλληλα, οι Ευρωπαίοι δεν θα μπορούσαν πλέον να κρύβονται πίσω από την Ελλάδα.

Οι προϋποθέσεις αυτές προκάλεσαν δυσφορία. «Δεν μπορώ να κατανοήσω τη στάση του Σημίτη», είπε ο καγκελάριος της Γερμανίας Χέλμουτ Κολ: «Συζητάμε να υπάρξει ένα φόρουμ συνομιλιών με μια ομάδα χωρών στις οποίες θα συμπεριλαμβάνονται επίσης η Ελβετία και η Νορβηγία. Η Τουρκία είναι μια χώρα του μέλλοντος και όχι ο μεγάλος ασθενής του Βοσπόρου». Ο πρωθυπουργός της Γαλλίας Λιονέλ Ζοσπέν επισήμανε ότι η χώρα του τάσσεται υπέρ της πρότασης «να φέρουμε την Τουρκία πιο κοντά στην Ε.Ε., αλλά θα πρέπει να ζητήσουμε από τους Τούρκους να δεχθούν τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου». Ο Κώστας Σημίτης επανέλαβε τη διαφωνία του «σημειώνοντας ότι ήταν πρόθυμος να συζητήσει τη συμμετοχή της Τουρκίας σύμφωνα με το πακέτο προτάσεων του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζακ Σαντέρ». Στην απόρρητη επιστολή του προς το Φόρεϊν Οφις ο Τζον Χολμς, ιδιαίτερος γραμματέας του Τόνι Μπλερ, επισημαίνει: «Στο δείπνο οι πρώτες παρεμβάσεις επικεντρώθηκαν στο θέμα της Ευρωπαϊκής Διάσκεψης. Με την εξαίρεση της Ελλάδας, όλοι οι ηγέτες υποστήριξαν την πρόταση να συμμετάσχει και η Τουρκία. Ο Σημίτης μίλησε επί 30 λεπτά για την ανάγκη η Τουρκία πρώτα να πληροί τις προϋποθέσεις, ιδιαίτερα όσον αφορά έναν διακανονισμό στην Κύπρο και το Διεθνές Δικαστήριο για την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών». Κάπως έτσι χτίστηκε η ελληνική θέση που οδήγησε, δύο χρόνια μετά, στη συμφωνία του Ελσίνκι που άνοιξε τον δρόμο για την ένταξη της Κύπρου στην Ενωση χωρίς την επίλυση του Κυπριακού.

Η Λευκωσία, το Κυπριακό και… οι πύραυλοι S-300

Ο τότε υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας, Ρόμπιν Κουκ, ανησυχούσε για τους ρωσικούς πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς S-300 μετά την ανακοίνωση του Γλαύκου Κληρίδη, στις 6 Ιανουαρίου 1997, ότι η Κύπρος υπέγραψε σύμβαση με τη Ρωσία για την προμήθεια των πυραύλων. Οι αντιδράσεις των ΗΠΑ ήταν άμεσες, ενώ η Τουρκία απείλησε με πόλεμο σε περίπτωση που οι S-300 τοποθετούνταν στην Κύπρο. Φυσικά οι Τούρκοι δεν φαντάζονταν ότι 25 χρόνια μετά θα εγκλωβίζονταν σε ένα παρόμοιο αδιέξοδο στις σχέσεις τους με τις ΗΠΑ λόγω των… S-400.

«Η παράδοση ή η ανάπτυξη των πυραύλων στην Κύπρο θα καταστήσει δύσκολες τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις», έγραφε ο Ρόμπιν Κουκ σε έκθεσή του προς τον Τόνι Μπλερ στις 24 Σεπτεμβρίου 1998. «Σε αυτή την περίπτωση η Ελλάδα θα εμποδίσει τις διαπραγματεύσεις με τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης». Λίγες μέρες μετά, στις 2 Οκτωβρίου 1998, ο γραμματέας του υπουργικού συμβουλίου, υπεύθυνος για τις ευρωπαϊκές υποθέσεις, Μπράιαν Μπέντερ έθετε τα κύρια ερωτήματα σε επιστολή του προς την Ντάουνινγκ Στριτ: «Είμαστε έτοιμοι να αποδεχθούμε μια διαιρεμένη Κύπρο στην Ε.Ε.; Ποια είναι η διαπραγματευτική ισχύς που διαθέτουμε έναντι των Ελλήνων ώστε να τους αποτρέψουμε να θέσουν σε ομηρία τη διαδικασία διεύρυνσης της Ε.Ε. με την ένταξη των χωρών της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης;».

Αναζήτηση αντιβάρων

Ο πρωθυπουργός της Βρετανίας αναζητούσε επίσης τις βέλτιστες πιέσεις που θα μπορούσαν να ασκηθούν στην Ελλάδα ώστε να μην ασκήσει βέτο στη διεύρυνση της Ε.Ε. «Ισως εκμεταλλευθούμε ως πόλο άσκησης πίεσης την επιθυμία της Ελλάδας να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Νομισματική Ενωση», είπε. Εν τω μεταξύ, στο τέλος του 1998, η Κύπρος αποφασίζει να αναβάλει την εγκατάσταση των S-300. Ο Αντριου Πάτρικ, επικεφαλής του γραφείου του υπουργού Εξωτερικών Ρόμπιν Κουκ, γράφει στην εισαγωγή της έκθεσής του προς την Ντάουνινγκ Στριτ στις 31 Δεκεμβρίου 1998: «Με την επιστολή σας της 12ης Οκτωβρίου μας έχετε ζητήσει να εργασθούμε περισσότερο πάνω στο θέμα της Κύπρου και της διεύρυνσης της Ε.Ε. Από τότε έχουμε αρχίσει με επιτυχία ουσιαστικές διαπραγματεύσεις με τις υποψήφιες προς ένταξη χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Κύπρου. Ο Κληρίδης αποφάσισε να αναβάλει επ’ αόριστον την εγκατάσταση των S-300 στο νησί». Σε αυτή την έκθεση, όπως υπογραμμίζει ο κ. Καρύδης, ο Πάτρικ τόνιζε ότι σε σχέση με την έκθεση του βρετανικού υπουργείου των Εξωτερικών της 24ης Σεπτεμβρίου 1998, με εξαίρεση την απόφαση του προέδρου Γλαύκου Κληρίδη για τους ρωσικούς πυραύλους S-300, δεν είχαν αλλάξει και πολλά πράγματα αναφορικά με την Κύπρο και την Ευρωπαϊκή Ενωση. Η Βρετανία παρέμενε αφοσιωμένη στη στρατηγική της ένταξης όσο γίνεται περισσότερων χωρών της Κεντρικής Ευρώπης στην Ε.Ε. Η Ελλάδα επέμενε να συνδέει την ένταξη της Κύπρου με την ένταξη των χωρών αυτών. Η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία και η Ολλανδία ανησυχούσαν για το γεγονός ότι δεν είχε σημειωθεί πρόοδος για την επίλυση του πολιτικού προβλήματος στην Κύπρο και υπογράμμιζαν ότι είναι αντίθετες στην ένταξη στην Ε.Ε. μιας διαιρεμένης Κύπρου.

Τα βρετανικά συμφέροντα

Το Φόρεϊν Οφις εξέταζε και την περίπτωση που η Κύπρος θα γινόταν αποδεκτή στην Ευρωπαϊκή Ενωση χωρίς να έχει λυθεί το πολιτικό πρόβλημα. Παρά το γεγονός ότι κανένας δεν μπορούσε τότε να φανταστεί πώς θα ήταν δυνατόν να ενταχθεί η Κύπρος χωρίς την επίλυση του Κυπριακού, η Βρετανία είχε αποφασίσει να συμφωνήσει με την προσχώρηση μιας διαιρεμένης Κύπρου.

«Εάν μπλοκάρουμε την είσοδο της Κύπρου στην Ε.Ε. θα αποξενώσουμε τους Ελληνοκύπριους και αν λάβουμε υπόψη τα συμφέροντά μας στο νησί αυτή η εξέλιξη δεν πρόκειται να αποβεί προς όφελός μας», αναφέρεται στα απόρρητα έγγραφα. Τελικώς, η ένταξη ολοκληρώθηκε λίγα χρόνια μετά – πριν από τα κρίσιμα δημοψηφίσματα για το Σχέδιο Ανάν. Αλλά οι άγνωστες όψεις αυτών των παρασκηνίων θα αποκαλυφθούν προς το τέλος της δεκαετίας που διανύουμε, σε έναν επόμενο αποχαρακτηρισμό απόρρητων βρετανικών αρχείων…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT